Η σιωπή του αρχιερέα στα πυρά του στρατηγού

Η σιωπή του αρχιερέα στα πυρά του στρατηγού

Το όλον ΠΑΣΟΚ σφυρίζει κλέφτικα για το μαύρο κομματικό χρήμα και τις «βόμβες» Τσουκάτου.

Το πέρασμα από τον μεθυσμένο ήλιο του 1981 στην εποχή του… ανατέλλοντος πράσινου εκσυγχρονισμού, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, τον βρήκε πίσω από τις πολιτικές κουίντες να κινεί τα νήματα στους εσωτερικούς συσχετισμούς του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν όμως μόνο η «σκιά» ο Θόδωρος Τσουκάτος. Ήταν και η εμπροσθοφυλακή για την αναστήλωση ενός κομματικού συστήματος το οποίο παρέπαιε και, ξεκαδράροντας τον Ανδρέα, αναζητούσε τη μυθολογία μιας νέας Ελλάδας, μετρημένης σαν τα κιτάπια των λογιστικών βιβλίων εσόδων – εξόδων. Μόνο που υπήρχαν «διπλά βιβλία» και οικονομικά και πολιτικά – εσόδων για τους λίγους, εξόδων για τους πολλούς. Το ξαναθυμίζουν η υπόθεση Siemens, τα «μαύρα ταμεία» του ΠΑΣΟΚ, η εμπλοκή του «στρατηγού» που πήρε τις «σαρδέλες» του την εποχή της εκσυγχρονιστικής «πράσινης» παντοδυναμίας, οι σακούλες με 16 δισεκατομμύρια δραχμές (50 εκατομμύρια ευρώ), τα εισιτήρια για μετακινήσεις ατόμων που ρίχνουν στις κάλπες ΠΑΣΟΚ, μόνο ΠΑΣΟΚ. Και με το χρώμα του χρήματος, ως σήμερα, να μην ξεθωριάζει τις πολιτικές ευθύνες.

Ο κομματικός… Χουντίνι στα δύσκολα, ο άνθρωπος-πασπαρτού για δύσκολες αποστολές λειτούργησε και σαν αρχιτέκτονας για πανωσήκωμα στο όλον ΠΑΣΟΚ, μέσω του Κώστα Σημίτη, μετά τις εξελίξεις διαδοχής το 1996 λόγω της ασθένειας του Ανδρέα Παπανδρέου. Ηταν ο κρίκος που ένωσε όλους όσοι σιωπούν από το Κίνημα Αλλαγής/ΠΑΣΟΚ, αποστασιοποιημένοι, όχι γιατί έκαναν αυτοκριτική ή μετέβησαν σε άλλο όραμα επιδιώκοντας το ξερίζωμα των δομών που αναπαράγουν σκάνδαλα και κυρίως πολιτικές που τα εκτρέφουν, αλλά επειδή έχουν υποχωρήσει, σε μια τυφλή φάση αυτοσυντήρησης.

Από το 1979 που ο επονομαζόμενος και «στρατηγός» του σημιτικού ΠΑΣΟΚ πέρασε τις πύλες του αρχέτυπου ΠΑΣΟΚ για να μεθύσει τον ήλιο, φάνηκε ότι ήξερε να θεωρητικοποιεί το «σχέδιο μάχης» και παράλληλα να σφίγγει τα λουριά σε όποιον έθετε εμπόδια στην επιχειρησιακή δράση για να φτάσουν ο αρχηγός και το κόμμα στον εκάστοτε στόχο.

Είναι ενδεικτικό ότι τον Απρίλιο του 1998 αποτυπώθηκε αυτή η διττή τακτική της πολιτικής θεωρίας του «εκσυγχρονιστικού πολέμου» και της πρακτικής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Το σημιτικό ΠΑΣΟΚ είχε αποκτήσει τον θεωρητικό του για τον σημιτικό σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Ελεγε ο Θ. Τσουκάτος, ως μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, σε ομιλία του στο Ελληνοβρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο όπως την αλιεύσαμε από τα «Νέα» εκείνης της εποχής (2.4.1998): «Η ενηλικίωση του σοσιαλισμού πιστεύω πως είναι ίσως η πιο κατάλληλη περιφραστική περιγραφή αυτού που σήμερα στην Ελλάδα συνηθίσαμε να ονομάζουμε “εκσυγχρονισμό”».

Εδραίωση του πολιτικού κυνισμού

Εκ παραλλήλου, εκείνη την περίοδο ο κομματικός πέλεκυς έπεσε βαρύς σε ένα εμβληματικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ που σήκωσε δικό του μπαϊράκι στον Δήμο Αθηναίων. Ο Δημήτρης Μπέης διεκδικεί τη δημαρχία, παρόλο που η Μαρία Δαμανάκη (στέλεχος τότε του ΣΥΝ) έχει επιλεγεί ως η επίσημη κοινή υποψηφιότητα ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού (απέναντι στον υποψήφιο της ΝΔ Δημήτρη Αβραμόπουλο, ο οποίος εκλέχθηκε δήμαρχος). Μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Μπέη ο τότε γραμματέας του ΠΑΣΟΚ Κώστας Σκανδαλίδης δήλωσε ότι ο πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρώην δήμαρχος τίθεται εκτός κόμματος. Κατά τον Μπέη, ο Τσουκάτος του είχε ασκήσει πίεση να μην κατέβει υποψήφιος, ενώ νωρίτερα στις προειδοποιήσεις Τσουκάτου για διαγραφή του ο Δ. Μπέης εξαπέλυε πυρά με αιχμές για τη στρεβλή λειτουργία του κομματικού μηχανισμού και τον κλοιό του «στρατηγού». Είχε δηλώσει στο «Παρόν»: «Ο κ. Τσουκάτος στα “επιχειρήματά” του χρησιμοποίησε και την απειλή της διαγραφής μου. Η διαγραφή όμως έχει ουσιαστικό περιεχόμενο όταν γίνεται απ’ τον λαό και όχι απ’ τους ελεγχόμενους μηχανισμούς του κόμματος».

Σε εκείνες τις δημοτικές εκλογές είχε προστεθεί μια ακόμη παράμετρος για την αναδιάταξη του κομματικού συστήματος και σε κεντρικό επίπεδο, σε ένα αρχόμενο διαρκές πηγαινέλα πολιτικού προσωπικού, με νέα διακυβεύματα, στο οι κ ον ο μι κ ο κοινωνικό περιβάλλον σε διεθνές επίπεδο, ενόψει και των ανα- διαρθρώσεων με βάση την πολιτική της ΕΕ και τη δρομολόγηση της εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ.

Είναι ενδιαφέρουσα η προσέγγιση του πολιτικού επιστήμονα και ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ηλία Νικολακόπουλου στο βιβλίο του «Των εκλογών τα πάθη», όταν μιλά για τη μεταβολή που επήλθε στον πολιτικό ανταγωνισμό ως προς το ουσιαστικό του περιεχόμενο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η ανάδειξη του Κ. Σημίτη στην πρωθυπουργία στις 18 Ιανουαρίου 1996 οδήγησε, όπως σημειώνει, σε αναδιατάξεις του κομματικού συστήματος και σε κρίσιμες μεταλλαγές ως προς την κοινωνική βάση των κομμάτων. Σχηματοποιήθηκε ένας πιο απ ο ϊ δε ο λ ο γι κ ο ποιημένος εκλογικός ανταγωνισμός μετ η σταδια- κή υποχώρηση όλων των ιστορικών ηγετών, την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού αλλά και την ανάδειξη νέων οικονομικών προταγμάτων, με την ένταξη της χώρας στο σύνθετο διεθνές πλαίσιο. Οπως λέει χαρακτηριστικά ο εκλογικός αναλυτής, η μεταβολή αυτή συνδυάστηκε με την «αυξανόμενη διάχυση του πολιτικού κυνισμού» και με τη δραστική άμβλυνση των ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των μεγάλων κομμάτων.

Στις κάλπες του 2000, μπροστά στις δημοσκοπήσεις για τις εκλογές που έδειχναν καταβαράθρωση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, ο στρατηγός έχει να το λέει ότι «τα έδωσα όλα». Οπως περιέγραφε αργότερα (Μάρτιος 2011, «Crash»), «κινητοποίησα όλο τον μηχανισμό για να μη χαθεί ούτε μία ψήφος. Ακόμα και με αερογέφυρες, για να ψηφίσουν όσοι δικαιούνταν»! Τότε το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να λάβει 3.007.596 ψήφους (43,79%), βγήκε πρώτο κόμμα με μικρή διαφορά από τη ΝΔ (2.935.196 ψήφοι, ποσοστό 42,74%) και ο Θ. Τσουκάτος εκλέχθηκε βουλευτής επικρατείας του ΠΑΣΟΚ.

Λίγους μήνες έπειτα από εκείνο τον Απρίλιο των εκλογών που η Ελλάδα «κοιμήθηκε με κυβέρνηση ΝΔ και ξύπνησε με ΠΑΣΟΚ» (σχηματική αποτύπωση για το θρίλερ της καταμέτρησης ψήφο προς ψήφο έως την τελευταία στιγμή για την πρώτη θέση) ο Τσουκάτος αποπέμφθηκε από το συντονιστικό της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ – ήταν 28 Δεκεμβρίου 2000. H εισήγηση που εμφανίστηκε σαν αφορμή (βεβαίως δεν ήταν η αιτία) για να τον αποπέμψει ο Σημίτης ήταν η πρόταση για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, διότι «έβλεπα ότι το ευρώ θα φέρει αναστάτωση», ότι θα πλήξει τα εισοδήματα. Στις περιγραφές Τσουκάτου η στιγμή εκείνης της σύγκρουσης συνοδευόταν από τις φωνές τους που ακούγονταν έξω από το Μαξίμου όταν ο Κ. Σημίτης του είπε να φύγει, καθώς το alter ego του μάζευε υπογραφές για το εγγυημένο εισόδημα επιδεικνύοντας ουσιαστικά τη δύναμη που είχε αποκτήσει στον κομματικό μηχανισμό.

Από το ΕΚΚΕ στη Siemens

Είχε αρχίσει να ψήνεται πολιτικά στα φοιτητικά του χρόνια, όταν εντάχθηκε στη νΑ Α Σ Π Ε( Αντιφασιστική Α ντι ιμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας ), φοιτητική παράταξη του ΕΚΚΕ. Εχοντας περάσει στη Φαρμακευτική Σχολή, ήρθε στην Αθήνα από το Λεωνίδιο όπου γεννήθηκε το 1952, σε μια οικογένεια στην οποία ο πατέρας δούλευε σε μπακάλικο. Οταν το 1979 διαλύθηκε το ΕΚΚΕ ο πρώην μαοϊκός πέρασε στις γραμμές του ΠΑΣΟΚ και ανελίχθηκε σταδιακά. Από την τοπική οργάνωση του Αγ. Ελευθερίου στα Πατήσια πέρασε στην Α΄ Νομαρχιακή Αθήνας και μάλιστα έγινε γραμματέας της. Στο 2ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ τον Σεπτέμβριο του 1990 εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και εντάχθηκε στην «ομάδα των λοχαγών» στην οποία ανήκαν οι Χάρης Καστανίδης, Βαγγέλης Μαλέσιος, Στέφανος Μανίκας, Μιχάλης Νεονάκης, Γιάννης Νικολάου, Δημήτρης Ρέππας και Μηνάς Σταυρακάκης.

Διατήρησε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Μ. Νεονάκη αλλά μετά το 1993 απομακρύνθηκε από την ομάδα των «λοχαγών» έχοντας περάσει σε άλλο στάδιο, ως… στρατηγός. Οπως περιέγραφε ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1996 στον Φίλιππο Φιλιππακόπουλο, στενότερη επαφή με τον Κ. Σημίτη είχε μετά το 2ο συνέδριο, σημειώνοντας ότι «από το 1991, εγώ από τότε είχα ξεκάθαρα την αντίληψη ότι ο Σημίτης αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο για το ΠΑΣΟΚ. Ηταν ξεκαθαρισμένο στο μυαλό μου: έπρεπε να στηριχτούμε πάνω στον Κώστα Σημίτη σαν την αιχμή του δόρατος».

Από το 1991 ασχολήθηκε με τα οργανωτικά του ΠΑΣΟΚ με ειδίκευση στα οικονομικά. Ηταν αναπληρωτής γραμματέας του οικονομικού τομέα του ΠΑΣΟΚ (με γραμματέα τον Πέτρο Λάμπρου) όταν υπέγραφε έγγραφο (8 Ιουλίου 1991) με θέμα «Εντυπα λογιστικού συστήματος». Μοιάζει λίγο με παιχνίδι ιστορικής ειρωνείας –αν σκεφτεί κανείς τις εξελίξεις– ότι στο έγγραφο, το οποίο υπάρχει στο Ιδρυμα Σημίτη, αναφέρει: «στόχος η ενιαία λειτουργία, η πλήρης διαφάνεια των οικονομικών και ο αποτελεσματικός έλεγχος».

Παράλληλα είχε επαφή με τις αγροτικές υποθέσεις από την εποχή που ο Θόδωρος Καπετανάκης,ο οποίος υπήρξε υπεύθυνος αγροτικού και συνδικαλιστικού τομέα προ τριακονταετίας, τον στήριξε στα πρώτα του βήματα εντός του ΠΑΣΟΚ.

Οι υπόγειες τακτικές και ο παρασκηνιακός τρόπος με τον οποίο πολιτεύτηκε ο Θ. Τσουκάτος συνδέθηκαν αργότερα με τις αγροτικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του ’90. Δική του έμπνευση θεωρείται το ξεφούσκωμα των λάστιχων στα τρακτέρ των αγροτών που είχαν κινητοποιηθεί επί σχεδόν δύο μήνες, από τον Δεκέμβριο 1996 μέχρι τις αρχές 1997. Επί υπουργού Γεωργίας Στέφανου Τζουμάκα και επί υπουργίας Γιώργου Ρωμαίου στο Δημοσίας Τάξεως τα «συνεργεία Τσουκάτου» μαζί με τα ΜΑΤ έκαναν δολιοφθορά στα τρακτέρ για να εξουδετερώσουν τα αγροτικά οδοφράγματα από τον Αλμυρό έως τα Τέμπη με τα οποία οι αγρότες αντιδρούσαν στην ευρωενωσιακή αγροτική πολιτική που είχε ρίξει το εισόδημά τους και υποθήκευε το μέλλον τους. Τότε μιλούσαν ακόμη και για ζάχαρη στις μηχανές, εκτός από ξεφούσκωμα και βγάλσιμο των βαλβίδων από τα λάστιχα. Αργότερα ο «Ρούλης» βρέθηκε να πρωταγωνιστεί ακόμη και σε σατιρικά ποιήματα σε αγροτικά μπλόκα.

Η εποχή που το σύνθημα «Κόμμα και κράτος, Θόδωρος Τσουκάτος» είχε γίνει εμβληματικό όσο ο ίδιος βρισκόταν στην ισχυρή θέση του κομματικού μηχανισμού πέρασε. Εμειναν οι ανεκδοτολογικές ιστορίες για το «δίκτυο επικοινωνίας» που έστησε με συναντήσεις σε διάφορα σημεία για να μη γίνεται αντιληπτή η ομάδα που στήριξε τον Σημίτη αρχικά. Επίσης, έμειναν παγωμένες στον χρόνο οι ιστορίες των συσκέψεων των σημιτικών που χάραξαν πολιτική, από τη Βάσω Παπανδρέου και τον Θεόδωρο Πάγκαλο έως στελέχη που δραστηριοποιούνται και σήμερα στο ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά.

Τα φώτα έπεσαν πάνω του –αλλά για να σβήσουν την πολιτική του σταδιοδρομία– το 2008, όταν βούιξε ο τόπος καθώς βγήκε στη δημοσιότητα η είδηση ότι ο Θ. Τσουκάτος ελέγχεται για την υπόθεση Siemens αναφορικά με ποσό ενός εκατομμυρίου μάρκων που, κατά την κατηγορία, έλαβε από τη γερμανική εταιρεία για λογαριασμό του ΠΑΣΟΚ.

Οι εκλογές του 2000

Ξαναθυμήθηκε αυτές τις κάλπες μόλις πριν από λίγες ημέρες ο Θ. Τσουκάτος, απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου για την υπόθεση Siemens. Κατά το δικαστικό ρεπορτάζ, αναδείχθηκε το τεράστιο ύψος των δαπανών στις εκλογές του 2000, αποκαλύπτοντας ότι το ΠΑΣΟΚ δεν ξόδεψε μόνο τα 4 δισ. δραχμές από την κρατική χρηματοδότηση αλλά ανεπισήμως επιπλέον 12 δισ. δραχμές. Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες περιγράφουν τον Τσουκάτο να προσδιορίζει ότι την εποχή εκείνη στην προεκλογική περίοδο δαπανήθηκαν 4 δισ. δραχμές για τα μέσα ενημέρωσης και 4-6 δισ. δραχμές για μετακίνηση ψηφοφόρων, ενώ φέρεται να λέει στην απολογία του ότι «νοικιάστηκε όποιο αεροπλάνο δεν πετούσε εκείνη την ημέρα στον ουρανό, όποιο πλοίο δεν κινούνταν στη Μεσόγειο και όλα μα όλα τα λεωφορεία της χώρας» (Ρ/Σ Νews24/7).

Ο Τσουκάτος στις επικοινωνιακές παρεμβάσεις του –λίγες αλλά ηχηρές– περνούσε τη γραμμή Σημίτη, της ΕΕ, της νέας θέσης στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό γίγνεσθαι. «Η στρατηγική της ισχυρής Ελλάδας» εμφανιζόταν σαν ο μόνος δρόμος για μια νέα ευημερία στο παγκόσμιο περιβάλλον της «μίας υπερδύναμης και του καπιταλισμού-καζίνο» έγραφε σε άρθρο του προ εικοσαετίας. Το ΠΑΣΟΚ διέθετε επίσης κοινωνικές αναφορές που του επέτρεπαν για λίγο ακόμη τότε να παίξει ρόλο στη μετάβαση της χώρας στο ευρώ, στο πεδίο της επιχειρηματικότητας υπό τις νέες οικονομικές συνθήκες.

Documento Newsletter