Η τομεάρχισσα Πολιτισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Σία Αναγνωστοπούλου γράφει για την υπουργό Πολιτισμού που διέσυρε τους θεσμός της Ελληνικής Δημοκρατίας και τις ευθύνες μιας αλαζονικής κυβέρνησης.
Στις 21 Ιουλίου 2022 η υπουργός Πολιτισµού της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας έβαλε την υπογραφή της, χωρίς να έχει κανένα δικαίωµα και χωρίς να νιώθει καµία ντροπή, σε µια πράξη νοµιµοποίησης αρχαιοκαπηλίας και λαθρεµπορίου ελληνικών αρχαιοτήτων. Με την υπογραφή της νοµιµοποίησε την παράνοµη διακίνηση και κατοχή 161 αδήλωτων κυκλαδικών αρχαιοτήτων που βρέθηκαν «ξαφνικά» πριν από δύο χρόνια στο σπίτι του Λέοναρντ Στερν στη Νέα Υόρκη.
Στο µεταξύ ο Λ. Στερν εκτός από παράνοµος «συλλέκτης» ήταν και αποδέκτης προϊόντων εγκλήµατος, όπως έχουν ήδη αποδείξει επιστηµονικές έρευνες αρχαιολόγων και ειδικών ερευνητών µε συγκεκριµένα και ακλόνητα στοιχεία (Χρήστος Τσιρογιάννης), τα οποία δεν έχουν διαψευστεί. Αυτό καθιστά την όλη συµπεριφορά αλλά και τη σιωπή της Λίνας Μενδώνη όχι απλώς προκλητική, αλλά και ύποπτη για την εξυπηρέτηση που πρόσφερε στον Λ. Στερν και στους υπόλοιπους ιδιώτες µε τους οποίους συναλλάχθηκε, παραβαίνοντας το καθήκον της και υπονοµεύοντας απροκάλυπτα το συµφέρον της χώρας.
Επί δύο χρόνια η Λ. Μενδώνη γνώριζε, συγκάλυπτε και δεν κινούσε καµία νόµιµη διαδικασία για την άµεση απόδοση των αρχαιοτήτων στο ελληνικό δηµόσιο και στα δηµόσια µουσεία της χώρας όπου ανήκουν. Επί δύο χρόνια «διαπραγµατευόταν» µυστικά τους όρους του «συλλέκτη», χωρίς να ενηµερώσει ποτέ τις αρµόδιες αρχές της χώρας. Ετσι, κανείς δεν διερεύνησε την προέλευση των αντικειµένων, τις συνθήκες εξαγωγής τους από την Ελλάδα, τις συνθήκες απόκτησής τους από τον Στερν, τη νοµιµότητα της κατοχής τους από αυτόν, τη γνησιότητα/αυθεντικότητα των αντικειµένων και την εκτίµηση της αξίας τους. Η υπουργός Πολιτισµού διέσυρε τους θεσµούς της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας για να ωφελήσει όσους εµπλέκονται στην παράνοµη συµφωνία που υπέγραψε µαζί τους στις 21.7.2022, αφήνοντας τελικά τις 161 κυκλαδικές αρχαιότητες για ακόµη 50 χρόνια στη Νέα Υόρκη.
Στις 8 Σεπτεµβρίου 2022 ο κ. Μητσοτάκης, αντί να αποπέµψει την κ. Μενδώνη για παράβαση καθήκοντος, έφερε µε τυµπανοκρουσίες στη Βουλή την παράνοµη συµφωνία. Με αυτό τον τρόπο ο πρωθυπουργός κάλυψε αναδροµικά την υπουργό Πολιτισµού παρά τις αντιδράσεις και τις προειδοποιήσεις σύσσωµης της αντιπολίτευσης και του επιστηµονικού κόσµου, µετατρέποντας το ελληνικό κοινοβούλιο σε πλυντήριο αρχαιοκαπηλίας και τους βουλευτές της Νέας ∆ηµοκρατίας σε αποδέκτες προϊόντων εγκλήµατος.
Ωστόσο το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφτασε στο σηµείο να νιώθει τόσο ανέλεγκτη και ισχυρή ώστε να συγκαλύπτει ακόµη και εγκλήµατα αρχαιοκαπηλίας αποτελεί το πλέον θλιβερό επιστέγασµα της κατάλυσης των θεσµών και του κράτους δικαίου στη χώρα µας, που τόσο πολύ έχει υποφέρει από τη λεηλασία του εθνικού της πλούτου από τους κάθε λογής καιροσκόπους. ∆εν θα πρέπει να είναι η µοίρα της αυτή και δεν πρέπει να το επιτρέψουµε.
Οι 161 κυκλαδικές αρχαιότητες έχουν κλαπεί, διακινηθεί και εξαχθεί παράνοµα από την Ελλάδα στην οποία ανήκουν. Αυτό δεν αµφισβητείται. Το ερώτηµα που τίθεται είναι γιατί στην περίπτωση του Λ. Στερν παραβιάστηκε πολλαπλώς το νοµικό, ελληνικό και διεθνές, πλαίσιο που διέπει την προστασία των αρχαιοτήτων από την ίδια την υπουργό Πολιτισµού (!) και γιατί δεν κινήθηκαν εξαρχής όλες οι προβλεπόµενες διαδικασίες ώστε να αποδοθούν αυτές στο ελληνικό δηµόσιο και στα δηµόσια µουσεία της χώρας. Πρόκειται για δηµόσια περιουσία που έχει υπεξαιρεθεί. Πρόκειται για κληρονοµιά του ελληνικού λαού, η οποία στην περίπτωση των αρχαιοτήτων µετουσιώνεται σε εθνικό κυριαρχικό δικαίωµα που προστατεύεται από το σύνταγµα και που η προσβολή του τιµωρείται από ειδικές ποινικές διατάξεις.
Η πρωτοφανής νοµιµοποίηση µιας αποδεδειγµένα αρχαιοκαπηλικής συλλογής και του παράνοµου «συλλέκτη» της από την κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτελεί ενέργεια χωρίς προηγούµενο που οργανώθηκε, συντονίστηκε και εκτελέστηκε εν ψυχρώ και σε ήρεµη ψυχική κατάσταση από όσους την επινόησαν. Οι εµπνευστές της είχαν πλήρη συνείδηση ότι δρουν σε βάρος των συµφερόντων της χώρας, παράλληλα όµως είχαν και την αλαζονεία ότι και αυτό το σκάνδαλο θα κουκουλωθεί, όπως και τα προηγούµενα.
Η αρχαιοκαπηλία από τη φύση της συνιστά µορφή του οργανωµένου εγκλήµατος µε διεθνή δικτύωση και στην ελληνική νοµοθεσία έχει εξοµοιωθεί η ποινική της µεταχείριση µε το λαθρεµπόριο ναρκωτικών και όπλων. Τα αδικήµατα που σχετίζονται µε την αρχαιοκαπηλία διώκονται και τιµωρούνται σύµφωνα µε τους ελληνικούς ποινικούς νόµους ακόµη και στην περίπτωση που τελέστηκαν στην αλλοδαπή, έχουν δε υπαχθεί στον κατάλογο των «βασικών αδικηµάτων» κατά του ξεπλύµατος βρόµικου χρήµατος. Πώς επιτρέπεται λοιπόν µια υπουργός και µια ολόκληρη κυβέρνηση ερήµην κάθε αρµόδιας αρχής να παρανοµούν, συγκαλύπτοντας βαρύτατα εγκλήµατα που έχουν τελεστεί σε βάρος της ίδιας της χώρας;
Οσες δικαιολογίες έχουν ακουστεί από όσους ελάχιστους βρέθηκαν για να υπερασπιστούν µια πρακτική που βαφτίστηκε «επαναπατρισµός» αλλά που ουσιαστικά νοµιµοποιεί το λαθρεµπόριο αρχαιοτήτων είναι φαιδρές και δεν αντέχουν καν στην κοινή λογική. Αραγε οι ίδιοι άνθρωποι θα µπορούσαν να υπερασπιστούν ακόµη και µια συµφωνία που θα νοµιµοποιούσε το λαθρεµπόριο ναρκωτικών και όπλων; Θα µπορούσαν να ανεχθούν µια κυβέρνηση να προσφέρει ποινική ασυλία, µε ιδιωτικές συµφωνίες που κυρώνει στη Βουλή, σε εµπλεκόµενους σε λαθρεµπόριο όπλων; Πόση ακόµη πατριωτική υποκρισία χωρά στη συνείδηση των προθύµων; Πού σταµατά η ασυλία της διαπλοκής;
Η ντροπιαστική συµφωνία που προσβάλλει κυριαρχικά δικαιώµατα της χώρας και συγκαλύπτει εγκλήµατα σε βάρος της είναι παράνοµη και ανήθικη και θα έπρεπε να είχε ήδη ακυρωθεί. Σε ό,τι µας αφορά δεν θα επιτρέψουµε σε όσους χρεοκόπησαν οικονοµικά τη χώρα να την οδηγήσουν και σε χρεοκοπία ηθική, αξιακή και θεσµική.