Η σεμνή πρόταση του Τζόναθαν Σουίφτ

Η σεμνή πρόταση του Τζόναθαν Σουίφτ

Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε… τον τελευταίο καιρό με τους δεκάδες εργασιακούς κλάδους να έχουν βυθιστεί στην οικονομική ανασφάλεια μετά το lockdown, τον νέο νόμο για τα εργασιακά, την επικείμενη αλλαγή του ασφαλιστικού και την κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας. 

Τόσο ωραία ατμόσφαιρα που φέρνει στο μυαλό ένα από τα πιο αιρετικά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ, εκείνο με τον τίτλο-σιδηρόδρομο «Σεμνή πρόταση ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών ν’ αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία» του Τζόναθαν Σουίφτ. Το δοκίμιο που γράφτηκε στο τέλος του καλοκαιριού του 1729 και εκδόθηκε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, αποτελεί ανελέητο σατιρικό σχολιασμό των δεινών της Ιρλανδίας της εποχής. 

Η Ιρλανδία των αρχών του 18ου αιώνα ήδη βίωνε τη θρησκευτική διαμάχη μεταξύ προτεσταντών και καθολικών, ενώ το ιρλανδικό κοινοβούλιο παρά τη φαινομενική ανεξαρτησία του ήταν πλήρως εξαρτώμενο από το βρετανικό. Ο Σουίφτ, ο οποίος εκτός από συγγραφέας και ποιητής ήταν και κληρικός στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Πατρικίου στο Δουβλίνο, έγραψε το κείμενο αυτό σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα ζούσε έναν ακόμη λιμό. Χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τα εισοδήματά τους και τα σπίτια τους ως αποτέλεσμα μιας σειράς κακών σοδειών που οδήγησε σε ανεργία και αύξηση των τιμών και των εμπορικών περιορισμών που επέβαλε η βρετανική κυβέρνηση. 

Η «Σεμνή πρόταση…» η οποία κυκλοφόρησε ανώνυμα τρία χρόνια μετά τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» (γνωστότερα στην Ελλάδα ως «Ταξίδια του Γκιούλιβερ»), αποτέλεσε κατά μέτωπο επίθεση στην καταστροφική αγγλική πολιτική, που λίγα χρόνια μετά θα οδηγούσε σε λιμό (1740-41) και πάνω από έναν αιώνα μετά, το 1845, θα καταδίκαζε την Ιρλανδία τουλάχιστον για μια πενταετία στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε – ο λιμός της πατάτας ερήμωσε την ιρλανδική ύπαιθρο και άνοιξε τον δρόμο για τη μαζική μετανάστευση, ενώ οδήγησε ακόμη και σε περιστατικά κανιβαλισμού. Την ίδια εποχή η αγγλική οικονομία ανθούσε λόγω της αποικιοκρατίας και την ανόδου του εμπορίου. 

Ο Σουίφτ επιστρατεύει το πιο πικρό χιούμορ του για να καταγγείλει την τυραννία που ασκεί το κράτος στον άνθρωπο ενώ περιγράφει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης ως εξής: «Θέαμα όντως θλιβερό αντικρύζουν όσοι περπατούν ανά την πόλη μας την κραταιά ή ανά την ύπαιθρο ταξιδεύουν, όταν βλέπουν στους δρόμους, στις οδούς και στα κατώφλια των χαμόσπιτων να συνωστίζονται ζητιάνες που σέρνουν πίσω τους τρία, τέσσερα ή έξι κουτσούβελα, όλα ντυμένα με κουρέλια, και ενοχλούν τους περαστικούς ψωμοζητώντας με απλωμένο χέρι». Η πρόταση που καταθέτει προς αποφυγή τέτοιων καταστάσεων είναι να αφεθούν στην άκρη οι χριστιανικές αγκυλώσεις και να βάλουν οι υπήκοοι του βασιλείου στο τραπέζι τους βρέφη που μπορούν να εκτρέφονται αποκλειστικά γι’ αυτό το σκοπό. 

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει «ένα καλοταϊσμένο χρονιάρικο παιδί είναι νοστιμότατη τροφή, θρεπτική και ωφέλιμη, είτε είναι ψητό, βραστό της κατσαρόλας είτε στα κάρβουνα», ενώ το κρέας των φτωχών παιδιών δεν πρέπει να υποτιμάται μια και μπορεί να πιάσει καλή τιμή προκειμένου να γίνει εκλεκτό έδεσμα στο τραπέζι των πλουσίων. 

Με το όχημα της ανθρωποφαγίας ο Σουίφτ σόκαρε το αναγνωστικό κοινό της εποχής, πέτυχε δηλαδή τον στόχο του, να ενοχλήσει όσους θεωρούσαν νομοτέλεια τις ανθρωποφαγικές πολιτικές που σφράγισαν τη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Το ολιγοσέλιδο μα τόσο σπουδαίο κείμενο κυκλοφορεί στη σειρά «Ο άτακτος λαγός» των εκδόσεων Άγρα και έχει αποδοθεί υποδειγματικά στα ελληνικά από τον Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη. 

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter