Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περισσότεροι από δύο εκατομμύρια πολίτες, κυρίως γυναίκες, φροντίζουν ασθενείς, ηλικιωμένους και νέους ως οικιακοί βοηθοί. Ο μέσος μισθός τους είναι 10 δολάρια την ώρα και μόνο ένας στους πέντε έχει υγειονομική περίθαλψη που παρέχεται από τον εργοδότη. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να έχουν άλλες παροχές, όπως συνταξιοδότηση ή πληρωμένες άδειες, και εξαιρούνται από τους περισσότερους εργατικούς νόμους, γεγονός που τους καθιστά πιο ευάλωτους στην εκμετάλλευση και την κακοποίηση. Λίγο πάνω από το ήμισυ του συνόλου των οικιακών βοηθών είναι έγχρωμοι και το 35% είναι μετανάστες.
Η οικιακή εργασία είναι «η εργασία που καθιστά δυνατή την εργασία». Αλλά οι γυναίκες που την εκτελούν είναι ουσιαστικά αόρατες, οι ιστορίες τους σπάνια λέγονται και μαθαίνονται. Σπάνια εμφανίζονται σε ταινίες και στην τηλεόραση, έστω και ως χαρακτήρες σε τρίτους και τέταρτους ρόλους. Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο ότι το βιβλίο της Στέφανι Λαντ με τίτλο «Maid: Hard Work, Low Pay and a Mother’s Will to Survive» έγινε μίνι σειρά του Netflix – και μάλιστα πολύ δημοφιλής, με το «Maid» να βρίσκεται στην κορυφή των επιλογών του κοινού για αρκετές εβδομάδες.
Ένας παράλογος κι αποκαρδιωτικός λαβύρινθος
Η σειρά είναι ένα σπάνιο δείγμα ψυχαγωγίας που θέτει στο προσκήνιο την οικιακή εργασία, ωστόσο εξετάζει πολλά παράλληλα και κρίσιμα ζητήματα. Εστιάζει στο σχεδόν αδιάσπαστο βρόχο της φτώχειας, της έλλειψης στέγης, του εθισμού, της ενδοοικογενειακής βίας και των προβλημάτων ψυχικής υγείας. Βασισμένη στην πραγματική ζωή της Λαντ, η σειρά ακολουθεί την Άλεξ και το μικρό της παιδί, τη Μάντι, καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πατέρα της Μάντι, τον Σον, έναν αλκοολικό που ασκεί ψυχολογική βία και κακοποιεί την Άλεξ.
Η πρωταγωνίστρια αναζητά υποστήριξη από τη μητέρα και την καλύτερή της φίλη και, μη βρίσκοντας καμία αληθινή φιλία, προσπαθεί να βγάλει άκρη με τις προβληματικές κοινωνικές υπηρεσίες στο πλαίσιο της πολιτείας της Ουάσινγκτον, έχοντας μόνο λίγα δολάρια στην τσέπη της. Σε διαρκή αναζήτηση στέγης, εργασίας και παιδικού σταθμού για τη Μάντι, η Άλεξ μπαίνει σε έναν παράλογο και αποκαρδιωτικό λαβύρινθο: δεν έχει τα προσόντα για κανενός είδους επιδοτούμενη στέγαση ή πρόσβαση σε παιδικό σταθμό για την κόρη της, χωρίς να μπορεί να αποδείξει ότι εργάζεται, αλλά την ίδια στιγμή χωρίς να μπορεί να βρει δουλειά.
Η Άλεξ ρωτά την κοινωνική λειτουργό αυτό που αναρωτήθηκαν πριν από αυτήν αμέτρητοι άνθρωποι της εργατικής τάξης: «Χρειάζομαι δουλειά για να αποδείξω ότι χρειάζομαι παιδικό σταθμό για να αφήσω το παιδί μου ώστε να μπορώ να βρω δουλειά; Τι είδους μαλακία είναι αυτή;» Η κοινωνική λειτουργός της απαντά δινόντάς της μια επαγγελματική κάρτα για μια υπηρεσία καθαρισμού σπιτιού, την Value Maids.
Το σαθρό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα που αναπαράγει τις ανισότητες
Το σενάριο αναπτύσσεται γύρω από τις προσπάθειες της Άλεξ να εξασφαλίσει κρατική υποστήριξη, η οποία θεωρητικά υπάρχει αλλά είναι ουσιαστικά αδύνατο να έχει πρόσβαση σε αυτή – μια σκόπιμη στρατηγική για την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών λιτότητας και τη διαχείριση της προσφοράς φτηνού εργατικού δυναμικού, πάνω στο οποία στηρίζεται ολόκληρο το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό οικοδόμημα. Όσο σκληρά κι αν προσπαθεί, καταλήγει στο ίδιο σημείο: απένταρη, άστεγη, με ένα διαρκές μπρος-πίσω στα συναισθηματικά της, αταλάντευτη όμως στην φροντίδα της κόρης της.
Μεταξύ των χαμηλών μισθών, των περιορισμένων ωρών εργασίας, των μηδενικών παροχών και των εξόδων από την τσέπη της, η Άλεξ θεωρεί αδύνατο να εξοικονομήσει χρήματα. Μετακινείται μεταξύ ενός κέντρου επανένταξης και των σπιτιών φίλων και γονέων, για να καταλήξει πάλι στο Σον.
Η Ντενίζ, που διευθύνει το καταφύγιο ενδοοικογενειακής βίας, λέει στην Άλεξ ότι, κατά μέσο όρο, τα θύματα χρειάζονται επτά προσπάθειες για να εγκαταλείψουν τον θύτη τους. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην ντροπή και το φόβο, αλλά και στην έλλειψη ουσιαστικής υλικής υποστήριξης. Λόγω του προβληματικού κράτους πρόνοιας, η Άλεξ και γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας πρέπει να περάσουν από χίλια κύματα και τεράστια εμπόδια κι ακόμη κι όταν το καταφέρνουν, είναι τέτοιοι οι συσχετισμοί και το σύστημα που τους «ρουφά» και πάλι κάτω.
Είναι πολύ πιθανό ότι η Άλεξ θα είχε εγκαταλείψει τον Σον νωρίτερα, αν είχε πρόσβαση σε στέγη κι εργασία, ώστε να μπορεί να φροντίσει και την κόρη της και να την πάει σε παιδικό σταθμό. Η ισχυρή και εξαντλητική δύναμη της φτώχειας την έφερνε διαρκώς πίσω, παρά την επιθυμία της και την πραγματικά μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε για να εξασφαλίσει μια ζωή χωρίς συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση, μια ζωή με αξιοπρέπεια, για την ίδια και την κόρη της. Τελικά, βρίσκει το κουράγιο και τα μέσα να εγκαταλείψει ξανά τον Σον, χάρη στην υποστήριξη της Ρετζίνα, μιας εύπορης δικηγόρου για την οποία δούλευε κατά περιόδους, με την οποία δημιούργησε μια δυνατή κι ειλικρινή φιλία.
Χέρι-χέρι ενδοοικογενειακή βία και φτώχεια
Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας γνωρίζουν ραγδαία άνοδο τα τελευταία χρόνια, πλήττοντας φτωχές γυναίκες. είναι και πλήττει δυσανάλογα τις φτωχές και έγχρωμες γυναίκες. Η φτώχεια είναι πολλές φορέςτόσο η αιτία όσο και συνέπεια της κακοποίησης, καθώς η οικονομική πίεση και οι διάφοροι εθισμοί μπορούν να επιδεινώσουν την επιθετικότητα και τη βία, ενώ τα θύματα συχνά δεν μπορούν να ξεφύγουν από το επικίνδυνο περιβάλλον λόγω της έλλειψης πόρων.
Το Squid Game αναδεικνύει τον σύγχρονο καπιταλιστικό εφιάλτη
Η σειρά Maid απεικονίζει με τρόπο ρεαλιστικό τις τεράστιες δυσκολίες της ζωής μιας ανύπαντρη μητέρα, μιας οικιακής βοηθού και μιας επιζήσασας από κακοποίηση στις ΗΠΑ. Είναι θετικό να βλέπεις μια δημοφιλή τηλεοπτική σειρά να εξερευνά τόσο επιδέξια τις συνέπειες της χαμηλόμισθης εργασίας, της μη υποστηριζόμενης γονεϊκότητας και του διαλυμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, με μια ευαισθησία που δεν συναντάται συχνά.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πόσο πιο δύσκολα θα ήταν – και είναι – τα πράγματα εάν η πρωταγωνίστρια δεν ήταν λευκή, ή αν δεν μιλούσε αγγλικά, ή ήταν μετανάστρια και επομένως δεν είχε πρόσβαση στις περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες και τα επιδόματα, ή αν δεν είχε έρθει να τη σώσει μια συμπαθής πλούσια γυναίκα. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι σαν την Άλεξ, παγιδευμένοι σε αδιέξοδες καταστάσεις, σε έναν κύκλο βίας και ανέχειας. Ο πόνος τους δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι αναπόφευκτος. Χρειάζονται καλύτερες αμοιβές, περισσότερη προστασία στην εργασία και ένα ισχυρότερο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας ώστε να αρχίσουν να βελτιώνονται οι κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες, να καταπολεμάται η φτώχεια και να στηρίζονται επαρκώς οι πιο ευάλωτες ομάδες για να ξεφύγουν από τα καθημερινά κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα.
Πηγή: rosa.gr