Τρεις ειδικοί γράφουν για τη δύσκολη μετάβαση ανάμεσα σε δύο κόσμους με αφορμή τη βρετανική σειρά-φαινόμενο «Εφηβεία».
Η σειρά «Εφηβεία» (Adolescence) που προβάλλεται στο Netflix έχει αιχμαλωτίσει εκατομμύρια θεατές και οι κριτικοί την αποκαλούν σειρά-φαινόμενο. Και πράγματι το σοκαριστικό εφηβικό crime story που καταγράφει την κάθοδο του έφηβου Τζέιμι στο έρεβος της τοξικής online κουλτούρας περιγράφει ταυτόχρονα και τη ζωή μιας οικογένειας που θα μπορούσε να είναι η δική μας. Με τη βοήθεια ειδικών, προσπαθήσαμε όχι να δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που οι δημιουργοί της σειράς αφήνουν από πρόθεση αναπάντητα, αλλά να προσεγγίσουμε τον ψυχισμό ενός εφήβου που μεγαλώνει σε μια εποχή πολύ πιο τρομακτική από αυτή των γονιών του.
Αγγελικής Γαζή
Η διαχείριση των ψηφιακών εαυτών

Η συγκρότηση της ταυτότητας, που πραγματεύεται η σειρά «Adolescence», είναι ένα σημαντικό ζήτημα της εφηβείας. Καθώς η συστολή ή η αβέβαιη σεξουαλικότητα μπορούν να δημιουργήσουν περιπλοκές στις σχέσεις των εφήβων με τους κοντινούς φίλους και την οικογένεια εκτός κυβερνοχώρου, η συγκρότηση της ταυτότητας εντός των ψηφιακών περιβαλλόντων θέτει τα παιδιά και τους εφήβους σε μια καθημερινή έκθεση σε συμπεριφορές ενίοτε επιβλαβείς για την ψυχική και σωματική τους υγεία. Οι έφηβοι επιχειρούν τη διαχείριση των ψηφιακών τους εαυτών, έτσι ώστε να μπορούν να αναπτύξουν μια παρουσία με νόημα σε κάθε διαδικτυακό πλαίσιο. Και είναι ακριβώς αυτός ο παγκοσμιοποιημένος χώρος «πειραματισμών» με την ταυτότητα που ορίζει νέες μορφές δράσης. Ενας χώρος που έχει ανοίξει για τα καλά –και επί της ουσίας– τη συζήτηση για τους απτούς και αντικειμενικούς κινδύνους της κυβερνο-πραγματικότητας και την αυξανόμενη βία στο παιδί και στον έφηβο.
O Τζέιμι είναι ένα παιδί το οποίο βιώνει διαδικτυακό εκφοβισμό από τους συμμαθητές του και από την Κέιτι. Η ομάδα των συνομηλίκων του αλλά και το κορίτσι από το οποίο ζητά αποδοχή τον περιθωριοποιούν στα όρια του εκφοβισμού. Ο διαδικτυακός εκφοβισμός είναι μια επιθετική πράξη ή συμπεριφορά που πραγματοποιείται επανειλημμένα, με ηλεκτρονικά μέσα, από μια ομάδα ή ένα άτομο εναντίον ενός θύματος που δεν μπορεί εύκολα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η Κέιτι και οι συμμαθητές του Τζέιμι τον στοχοποιούν στο Instagram χαρακτηρίζοντάς τον άσχημο και incel (όρος προερχόμενος από την αργκό του διαδικτύου, που αναφέρεται σε άτομα τα οποία δεν έχουν σεξουαλικότητα). Ο εκφοβισμός βασίζεται σε ανισορροπία δυνάμεων, όπου το θύμα είναι δύσκολο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Από αυτή την άποψη, ο διαδικτυακός εκφοβισμός είναι μια συστηματική κατάχρηση εξουσίας που συμβαίνει μέσω της χρήσης της τεχνολογίας. Η συμμετοχή στον εκφοβισμό και τον διαδικτυακό εκφοβισμό φαίνεται να είναι ένας φαύλος κύκλος, με τη συμβολή σε οποιαδήποτε μορφή επιθετικότητας να σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα μετέπειτα εμπλοκής σε επόμενη μορφή επιθετικότητας. Ο κύκλος της επιθετικότητας ξεκινάει από την οικογένεια του Τζέιμι, συνεχίζεται στο ψηφιακό περιβάλλον και καταλήγει με τον Τζέιμι να σκοτώνει το κορίτσι. Σκοτώνει με την ευκολία που τα σώματα εκτός κυβερνοχώρου προσομοιώνονται με τα ψηφιακά σώματα. Σκοτώνει με την ευκολία που θα σκότωνε ένα ψηφιακό σώμα. Μόνο που το βιολογικό σώμα δεν είναι άβαταρ. Σε αυτό τον περίπλοκο κύκλο επιθετικότητας εστιάζει η συγκεκριμένη σειρά, με έμφαση στα «πειράματα ταυτότητας» που χαρακτηρίζουν την εφηβεία.
Καθώς τα παιδιά πλησιάζουν να γίνουν νεαροί ενήλικοι (από περίπου 13 έως 19 ετών), αναμένεται να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους. Αυτή η διαδικασία σημαίνει ότι οι έφηβοι διαφοροποιούνται από τους γονείς τους και επιδίδονται σε πειραματισμούς που επιτείνονται με τη χρήση του κυβερνοχώρου. Καθώς όμως ο κυβερνοχώρος αναδεικνύει με όλο και μεγαλύτερη επιτακτικότητα ζητήματα αναφορικά με τον έλεγχο, την επιτήρηση, τον εκφοβισμό και την παραποίηση, καθίσταται προβληματική η συζήτηση για μια τεχνολογία η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τα ευρήματα της ψυχολογικής έρευνας για την κατανόηση των ψυχοκοινωνικών παραμέτρων της αλληλεπίδρασης. Και αν ο ηθικός πανικός για την ψηφιακή πραγματικότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, παράλληλα δεν πρέπει να αμφισβητείται η ανάδειξη επικίνδυνων συσχετισμών μεταξύ των διαφορετικών τρόπων συμμετοχής σ εαυτού ςτους κ υ βερν ο ψυχολογικούς τρόπους ύπαρξης.
Κλεονίκη Γκεβέζου
Τα παιδιά της κλεμμένης αθωότητας

Η περίοδος της εφηβείας είναι ίσως η πιο πολύπλοκη και αντιφατική περίοδος της ανθρώπινης εξέλιξης. Πρόκειται για μια κρίσιμη φάση λόγω της μετέωρης και πρωτόγνωρης συνθήκης ακροβασίας ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση. Στη διάρκεια αυτής της μετάβασης κάθε έφηβος δέχεται βομβαρδισμό νευροβιολογικών και ενδοψυχικών αλλαγών, ενώ παράλληλα βρίσκεται αντιμέτωπος με τις προκλήσεις της εξωτερικής πραγματικότητας όπως αυτή εκφράζεται από την οικογένεια, το σχολείο, τους φίλους, την κοινωνία και φυσικά το διαδικτυακό περιβάλλον και τα social media.
Καλείται λοιπόν να διαμορφώσει νέες ισορροπίες ανάμεσα σε προσωπικά του άγχη, ανασφάλειες, την ανάγκη για αποδοχή, το ξύπνημα της σεξουαλικότητας και απ’ την άλλη τις προσδοκίες του εξωτερικού περιβάλλοντος που συχνά εμπεριέχει αντιφάσεις, καθώς συχνά άλλες προσδοκίες έχουν οι γονείς, άλλες οι φίλοι και άλλες ο κοινωνικός περίγυρος. Ολες αυτές οι πιέσεις έχουν ισχυρή επίδραση στην ψυχική υγεία των εφήβων, οι οποίοι συχνά καταφεύγουν στην απομόνωση του διαδικτύου. Δεν είναι σπάνια η εικόνα του εφήβου που κλείνεται στο δωμάτιό του για ώρες περνώντας αμέτρητo χρόνο στον υπολογιστή και στο κινητό, ενώ βρίσκεται να είναι συχνά θυμωμένος, απότομος και λιγομίλητος.
Μια ανάλογη εικόνα είναι και αυτή του Τζέιμι στη δημοφιλή σειρά «Adolescence», ενός «τυπικού» εφήβου, γιου μιας συνηθισμένης μεσοαστικής οικογένειας. Αν και η ιστορία διαδραματίζεται στην Αγγλία, εύκολα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ομοιότητες στην ελληνική πραγματικότητα. Οικογένειες χτυπημένες από τη χρόνια οικονομική κρίση, γονείς που εργάζονται πολλές ώρες για να προσφέρουν στα παιδιά τους ό,τι έλειψε από τους ίδιους, σχολεία «αρένες» σε κατάσταση αποδόμησης, όπου οι διδάσκοντες μάταια αγωνίζονται να κερδίσουν το χαμένο ενδιαφέρον των μαθητών για μάθηση, ενώ κυρίως επιδιώκουν να επιβάλλουν τη στοιχειώδη τάξη με εντολές και απειλές. Γονείς, παιδιά και καθηγητές θύματα της οικονομικής, κοινωνικής και εντέλει ηθικής κρίσης των καιρών.
Από την άλλη πλευρά, καθρέφτης όλων των παραπάνω, έφηβοι οργισμένοι, χαμένοι στην αναζήτηση ταυτότητας καθοδηγούμενοι από μοντέλα συμπεριφοράς ή προκλήσεις (challenges) του διαδικτύου οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι ακραίου και νοσηρού χαρακτήρα. Οπως η «Ανδρόσφαιρα» που καλεί αγόρια να ξεγελάσουν κορίτσια σεξ ου α λ ι κ ο ποιώντας και παραμορφώνοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Η τοξική αρρενωπότητα είναι το must της εποχής. Για να είσαι αποδεκτός, επιβάλλεται να είσαι άγριος, συναισθηματικά αδιάφορος, μονοδιάστατος και σαδιστικός. Η γυναίκα γίνεται αποκλειστικά χρηστικό και σεξουαλικό αντικείμενο. Δεν υπάρχει χώρος για τη μεταβατικότητα της εφηβείας, δεν υπάρχει χώρος για προετοιμασία πριν από την ενηλικίωση. Πρέπει να μεγαλώσεις άμεσα και σύμφωνα με το κυρίαρχο ρεύμα. Δεν μπορείς να μιλήσεις, να εξωτερικεύσεις αυτά που αισθάνεσαι, να τα επεξεργαστείς και να ζητήσεις βοήθεια. Κάτι τέτοιο δείχνει αδυναμία και δεν πρέπει να έχεις αδυναμίες.
Οπως λέει κάποια στιγμή ο φύλακας του αναμορφωτηρίου όπου κρατείται ο πρωταγωνιστής: «Οι άνθρωποι κρύβονται, λένε την αλήθεια με το σώμα τους». Αυτό προκαλεί μια εκρηκτική βιαιότητα που εκφράζεται προς τα έξω με επιθετικές συμπεριφορές ή προς τα μέσα με χρήση ουσιών, αλκοόλ, αυτοτραυματισμούς και συνδυασμούς όλων αυτών. Δεν υπάρχει χώρος για τρυφερά συναισθήματα, τρυφερές σχέσεις, αθωότητα και σεβασμό. Οποιος/α δεν συμμορφώνεται με τα κυρίαρχα μοντέλα θα δεχτεί κοροϊδία και θα γίνει αντικείμενο χλευασμού. Οποιος/α δεν συμφωνεί περιθωριοποιείται ή και κακοποιείται.
Αξίζει να παρατηρήσουμε το βλέμμα του συνοδού αστυνομικού μέσα στο αυτοκίνητο, καθώς ο 13χρονος Τζέιμι οδηγείται στο τμήμα μετά τη σύλληψή του για τον φόνο της συμμαθήτριάς του. Ενα βλέμμα που εκφράζει το αίσθημα της σύγχρονης κοινωνίας σε μια θλιβερή παραδοχή: «ακόμη ένα παιδί χαμένο».
Κατερίνας Μπιτζαράκη
Πότε μπαίνουν τα όρια από τους γονείς

Δεν μπορώ να μπω στο μυαλό του σεναριογράφου, ωστόσο η «Εφηβεία» είναι μια σειρά που αφήνει θέματα ανοιχτά λειτουργώντας σαν ένα καμπανάκι για να στοχαστούμε πράγματα που δεν είναι προφανή, όπως τη σύνδεση μιας ακραίας συμπεριφοράς εφήβου μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που επιφανειακά τουλάχιστον μοιάζει μη προβληματικό. Θεωρώ ότι η σειρά αποτυπώνει εύγλωττα την κατάσταση που επικρατεί στην πρώτη εφηβεία σε σχέση με την έκθεση στα κοινωνικά δίκτυα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση ντόμινο. Αυτός που δημοσιεύει ή επιτρέπει σε άλλον να δημοσιεύσει κάτι που τον αφορά μπορεί να δεχτεί καταιγισμό σχολίων που του προκαλούν θυμό, ντροπή και συγκεχυμένα συναισθήματα, τα οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί. Ετσι, οδηγείται σε υπερβολικές συμπεριφορές απέναντι σε κάποιον άλλο ή απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του.
Σε ό,τι αφορά τη στάση των γονιών απέναντι στους εφήβους, με αφορμή τη συγκεκριμένη σειρά αλλά και πέρα από αυτήν, πιστεύω ότι τους καρπούς που θα δρέψεις στην εφηβεία τούς έχεις φυτέψει πολύ νωρίτερα. Αρα είναι σημαντικό να έχει διαμορφωθεί ήδη μια σχέση εμπιστοσύνης και διαλόγου ανάμεσα στους γονείς και στο παιδί. Ο έφηβος είναι φυσικό να προσπαθήσει να αυτονομηθεί και να ανεξαρτητοποιηθεί αναζητώντας την ιδιωτικότητά του, μέσα στην οποία θα νιώσει ότι διαχωρίζεται από τους γονείς ως προσωπικότητα παλεύοντας με την εξάρτηση που είχε από εκείνους στην παιδική ηλικία. Και είναι αλήθεια ότι για να γίνει αυτό μπορεί να χρειαστεί πολλές φορές να ασκηθούν ισχυρές πιέσεις από την πλευρά του εφήβου με τη μορφή της κόντρας με τους γονείς ή της ανάγκης του να νιώσει ότι ανήκει σε μια ομάδα συνομηλίκων.
Αυτές οι σχέσεις με άλλους εφήβους μπορεί να μην έχουν πάντα συναισθηματικό βάθος, αλλά είναι απαραίτητες για να διευκολυνθεί ο έφηβος να διεκδικήσει τον ρόλο του, τον χώρο του, την ανεξαρτησία του. Η οικογένεια οφείλει να είναι διευκολυντική σε αυτή τη διαδικασία αυτονόμησης. Οταν ο γονιός διαπιστώσει ότι κάτι δεν πάει καλά με το παιδί, συχνά το επιπλήττει υιοθετώντας κάθετους ελέγχους και απαγορεύσεις, αντί να το προσεγγίσει ώστε να κατανοήσει ποια συναισθήματα το οδηγούν σε μια προβληματική συμπεριφορά. Πρέπει να συντονιζόμαστε δηλαδή με το συναίσθημα του παιδιού, όχι με τη συμπεριφορά του.
Τα παιδιά στην εφηβεία περισσότερο από ποτέ θέλουν την οριοθέτηση εκ μέρους των γονιών, που λειτουργεί σαν σκαλωσιά, δηλαδή σαν μια αγκαλιά ασφαλείας. Ετσι, δίνεται η αίσθηση ότι οι γονείς είναι εκεί, ότι το προστατεύουν, επιτρέποντάς του ταυτόχρονα να διαμορφώσει τη ζωή του, τις κλίσεις του, αυτά που επιθυμεί για τον εαυτό του. Δεν μπορούμε ούτε να αφήνουμε τους εφήβους στη μοίρα τους αλλά ούτε και να τους καταπιέζουμε. Πρέπει να τους σεβόμαστε σαν αυτόνομες προσωπικότητες που αναδύονται και να τους συμπεριφερόμαστε περισσότερο σαν μελλοντικούς ενήλικες παρά σαν παρελθοντικά παιδιά.
Τα «όχι» και τα όρια που πρέπει να μπουν σε έναν έφηβο δεν πιάνουν αν πρώτα ο γονιός δεν έχει πει τα «ναι» του. Πρώτα χτίζουμε τη σχέση με τα «ναι» και όταν θα έρθει η στιγμή του «όχι» θα ερμηνευτεί ως κάτι που λέγεται από ενδιαφέρον και αγάπη. Αλλιώς στο μυαλό του εφήβου μοιάζει με την έλευση των ΜΑΤ καταστολής. Αν δεν μπουν καθόλου όρια, ο νέος πολύ συχνά θα αναζητήσει αυτή την ανάγκη της οριοθέτησης από μια ανώτερη αρχή, που μπορεί να είναι το σχολείο, το δικαστήριο, η αστυνομία, αυξάνοντας τις πιθανότητες μιας παραβατικής συμπεριφοράς ακριβώς για να νιώσει την προστασία και το ενδιαφέρον που δεν του δίνει, κατά τη γνώμη του, ο αδιάφορος γονιός.