Η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Πουρνάρα μιλάει στην Αφροδίτη Ερμίδη για το λεύκωμα «Σαντορίνη» (Εκδόσεις Πατάκη) που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε δικά της κείμενα και εικόνες του νησιού που αιχμαλώτισε ο φακός του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ τη δεκαετία του 1950.
To 1954 o Αµερικανός φωτογράφος Ρόµπερτ ΜακΚέιµπ επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Σαντορίνη. Για τον γεννηµένο στο Σικάγο και µεγαλωµένο στη Νέα Υόρκη –στις µήτρες του νεωτερικού κόσµου– φωτογράφο αυτό το ταξίδι υπήρξε αποκαλυπτικό: ξεσκέπασε µπροστά στα µάτια του µια ατόφια αίσθηση αρχαϊκότητας µε την οποία µπορούσε να έχει επαφή µόνο µέσα από σελίδες βιβλίων εθνολόγων.
Ο ΜακΚέιµπ αποτύπωσε σε εκατοντάδες εικόνες τον νέο κόσµο που κέντριζε τις αισθήσεις του και παρακινούσε το πνεύµα του να ανιχνεύσει πρωτοφανέρωτες νοητικές διαδροµές. Η Σαντορίνη έγινε για τον ίδιο το σηµείο του αδιάλειπτου γυρισµού: κάθε φορά που επέστρεφε στον απόκοσµο ηφαιστειακό τόπο του Αιγαίου κατέγραφε τις αλλαγές και τις πληγές στο σώµα του, αλλαγές και πληγές που επέφεραν ο εφιαλτικός σεισµός του 1956, η ανοικοδόµηση, η «ανάπτυξη» µε την υπέρ το δέον αύξηση του τουρισµού. Η Σαντορίνη δεν είναι πλέον εκείνο το νησί που ερωτεύτηκε µε την πρώτη µατιά ο Ρόµπερτ ΜακΚέιµπ· άλλαξε ο τόπος, άλλαξαν τα σπίτια, άλλαξαν οι άνθρωποι.
«Το 2006 εξέθεσα στα Φηρά µια σειρά από αυτές τις φωτογραφίες που τράβηξα τη δεκαετία του 1950. Θυµάµαι µια ηλικιωµένη γυναίκα που έβαλε τα κλάµατα. Εκείνες τις εποχές, µου είπε, οι κάτοικοι του νησιού έλεγαν ακόµη “καληµέρα” ο ένας στον άλλον και πρόσφεραν ένα ποτήρι νερό στον γείτονά τους. Αυτή η αίσθηση της κοινότητας εξαφανίστηκε µε τις υψηλές απαιτήσεις και την πίεση του εµπορίου, πρόσθεσε χαρακτηριστικά. Εξαφανίστηκε –όπως και στη Μύκονο– ο παλιός σκληρός τρόπος ζωής που είχε διαµορφώσει τον χαρακτήρα των Σαντορινιών για γενιές ολόκληρες» αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου «Σαντορίνη – Εικόνες µιας άλλης εποχής» ο υποθηκοφύλακας της µνήµης του νησιού Ρόµπερτ ΜακΚέιµπ. Ενα βιβλίο που έγινε µε σκοπό να τεκµηριωθεί µια Σαντορίνη που πλέον δεν υπάρχει όχι µόνο µε εικόνες παλλόµενες, ανάγλυφες, δωρικές, αυστηρές, αλλά και µε λόγια µιας δηµοσιογράφου που έλκει µέρος της καταγωγής της από το νησί, της Μαργαρίτας Πουρνάρα.
Αχθοφόροι, βαρκάρηδες, γεωργοί και µουλαράδες
«Γνώρισα τον Ρόµπερτ πριν από πολλά χρόνια χάρη σε µια συνέντευξη που του έκανα για την “Καθηµερινή”. Αυτό που µε εντυπωσίασε ήταν ότι επρόκειτο για κάποιον που αγαπούσε και γνώριζε τη χώρα µας καλύτερα και από εµάς. Από τα είκοσί του χρόνια που την πρωτοανακάλυψε έως σήµερα ο φωτογράφος δεν είναι απλώς φίλος της πατρίδας µας αλλά ένας Ελληνας που έτυχε να γεννηθεί στις ΗΠΑ» εξηγεί µιλώντας στο Documento η Μαργαρίτα Πουρνάρα. «Με τα χρόνια αποκτήσαµε φιλική σχέση και γνώριζε ότι η οικογένεια της γιαγιάς µου από την πλευρά της µητέρας µου ήταν από τη Σαντορίνη. Οταν λοιπόν αποφάσισε να κάνει το βιβλίο για το νησί πριν από τον σεισµό µε ρώτησε αν θα ήθελα να γράψω κάποια κείµενα µε αφορµή τις αναµνήσεις από τη γιαγιά µου η οποία γεννήθηκε στα Φηρά στις αρχές του 20ού αιώνα».
Η συνεργασία τους κράτησε έναν χρόνο και ήταν ένα τροµερό σαφάρι του χαµένου παρελθόντος, καθώς ο Λευτέρης Ζώρζος, αρχαιολόγος και ξενοδόχος που µένει στη Σαντορίνη, ανέλαβε να βρει ποιοι άνθρωποι απαθανατίστηκαν στις φωτογραφίες του Ρόµπερτ ΜακΚέιµπ πριν από 70 χρόνια. «Ο Λευτέρης έχει ασχοληθεί µε το Ψηφιακό Αρχείο Θήρας, ένα εγχείρηµα ανάδειξης και διάσωσης παλαιών πηγών και αρχείων της Σαντορίνης. Τελικά όλοι µαζί καταφέραµε να βγάλουµε ένα βιβλίο που µας ξεναγεί σε µια άγνωστη πλέον Σαντορίνη, εκείνη του µόχθου, της φτώχειας, της κυκλαδίτικης φιλοξενίας, της ταπεινότητας και του µέτρου» παρατηρεί η κ. Πουρνάρα.
Ξεφυλλίζοντας τη «Σαντορίνη» τους ψυχανεµίζεσαι έναν κόσµο που αγωνίζεται να βγει στο φως –αυτό το φως που ο ίδιος προσπαθούσε τότε να τιθασεύσει µε τη Rolleiflex–, να αποτινάξει το πηχτό σκοτάδι, να αναµετρηθεί µε τη γη και µε τους αρχέγονους φόβους του. Τα τεκµήρια του πολιτογραφηµένου Ελληνα φωτογράφου λειτουργούν σαν κιβωτός πολύτιµης µνήµης. «Οι φωτογραφίες του Ρόµπερτ έχουν δύο όψεις. Από τη µια είναι η οµορφιά τους και η άρτια καλλιτεχνική τους υπόσταση. Από την άλλη, µια και ήρθε στη χώρα µας ως φοιτητής στα µέσα της δεκαετίας του 1950, οι φωτογραφίες είναι ντοκουµέντα για το τι άλλαξε, τι χάθηκε, τι εξελίχθηκε µέσα σε αυτά τα χρόνια. Ψαροχώρια έγιναν θέρετρα, αµπέλια έγιναν ξενοδοχεία, όρµοι έγιναν προβλήτες. Λίγα µέρη από αυτά που φωτογράφησε το 1950 και το 1960 είναι αναγνωρίσιµα».
Τη ρωτώ τι θεωρεί η ίδια ότι κάνει τη δουλειά του τόσο σηµαντική. «Ο Ρόµπερτ καταφέρνει να αποτυπώσει µια εποχή στέρησης και δυσκολιών της πατρίδας µας µε τρυφερότητα, ευγένεια και κάλλος. Αυτή η λεπτότητα κάνει τη δουλειά του τόσο αξιοθαύµαστη. Κάθε φωτογράφος αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του στις λήψεις του και ο ΜακΚέιµπ αποτυπώνει την Ελλάδα όχι εντυπωσιοθηρικά αλλά µε πραγµατικό σεβασµό. Ηρθε εδώ νεαρό παιδί µε ολάνοιχτη την ψυχή του να τη θαυµάσει, να την αγαπήσει, να τη γνωρίσει και µέσα από αυτό ανέδειξε τους ανθρώπους της που ζούσαν πολύ διαφορετικά από εµάς σήµερα: αχθοφόροι, βαρκάρηδες, φύλακες αρχαιολογικών χώρων, γεωργοί, µουλαράδες είναι οι πρωταγωνιστές στο βιβλίο για τη Σαντορίνη αλλά και οπουδήποτε αλλού πήγε στη χώρα µας εκείνη την εποχή».
Τα νανουρίσµατα και τα γλυκίσµατα της γιαγιάς
Η ίδια η κ. Πουρνάρα συνδέεται µε το νησί µέσω της προγιαγιάς της Μαριγώς ∆ελφίνη, θυγατέρας του φούρναρη των Φηρών την οποία ερωτεύτηκε ένας Κωνσταντινουπολίτης ναυτικός που µόλις την είδε αποφάσισε να µείνει στο νησί µέχρι να την πείσει να γίνει γυναίκα του αλλά τελικά έµεινε για πάντα. «Η γιαγιά µου ήταν ένα από τα έξι παιδιά τους. Γεννήθηκε στα Φηρά αλλά όταν ήταν 12-13 χρόνων µετακόµισε µε την οικογένειά της στα Αναφιώτικα της Πλάκας. Ωστόσο το νησί ζούσε πάντα µέσα της. Χρησιµοποιούσε την ντοπιολαλιά της Σαντορίνης, µαγείρευε κυκλαδίτικα φαγητά, µε νανούριζε µε νησιώτικα νανουρίσµατα, ήταν προληπτική και θεοσεβούµενη όπως όλοι οι Σαντορινιοί» ανακαλεί στη µνήµη της. «Οταν µεγάλωνα άρχισε να παθαίνει άνοια και έτσι οι αναµνήσεις της από το νησί ήταν πιο έντονες από εκείνες της ζωής της στην Αθήνα». Η ίδια πρωτοείδε τη Σαντορίνη σε ηλικία 30 χρόνων σε κάποια δηµοσιογραφική αποστολή. «Συγκινούµαι όταν κοιτάζω την ίδια θέα του πελάγους που κάποτε έβλεπαν η γιαγιά, η προγιαγιά, ο προπάππος πηγαίνοντας στον φούρνο του».
Μέσα από την αφήγηση της εγγονής της φαίνεται ότι η γιαγιά Μαριγώ ενσωµάτωνε όλα τα αρχαϊκά στοιχεία του τόπου. «Η καλοσύνη της, ο τρόπος που φρόντιζε τους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά νοµίζω ότι είναι κοµµάτι του ελληνικού νησιωτικού πολιτισµού. Το σπίτι ήταν πάντα ανοιχτό, στο τραπέζι κάθονταν όλοι: φίλοι, ξένοι, περαστικοί, µάστορες που είχαν έρθει για δουλειά, τα µπαρµπούνια και οι πατάτες τηγανίζονταν σωρηδόν». Τη ρωτώ τι νοσταλγεί περισσότερο από εκείνη. «Μου λείπουν τα τραγούδια της και τα νανουρίσµατά της – ήµουν πολύ µικρή τότε για να εκτιµήσω την αξία τους αλλά την καταλαβαίνω σήµερα. Μου λείπουν οι κολοκυθοανθοί της, το σφουγγάτο της (αυγά µε τριµµένο κολοκύθι, φέτα και δυόσµο) και βέβαια τα µελιτίνια της. Μου λείπει η γλύκα της· οι νησιώτες έχουν ήµερη ψυχή».
Η Σαντορίνη για την οποία µιλούσε η γιαγιά της είναι ένα νησί που δεν υπάρχει πια. Τη θέση του έχει πάρει ένας από τους πιο κοσµοπολίτικους, ακριβούς, πολυτελείς τουριστικούς προορισµούς, που επηρεάζει κυρίως τους γηραιότερους ντόπιους. «Η Εύη Νοµικού, µια συνοµήλική µου Σαντορινιά γεωλόγος που µας µιλάει για το ηφαίστειο, στο βιβλίο αναφέρει ότι τη δεκαετία του 1990 ο αγρότης παππούς της σταµάτησε να πηγαίνει στα χωράφια του γιατί στρώθηκαν ασφάλτινοι δρόµοι και το γαϊδουράκι του τρόµαζε µε τα αυτοκίνητα. Μέσα στα τελευταία 30 χρόνια το νησί µεταµορφώθηκε από τόπος του µόχθου σε φαντασίωση πολυτελών διακοπών. Περισσότερο στενοχωριέµαι για τους γέροντες που λόγω της τουριστικής ανάπτυξης δεν έχουν ένα καφενείο να συχνάζουν. Ούτε µπορούν να πληρώνουν έναν ελληνικό σε τιµές Καλντέρας. Οπότε αναγκαστικά µένουν σπίτι».
Το µόνο σίγουρο είναι ότι η εποχή της αθωότητας έχει παρέλθει για το νησί. «Σήµερα σηκώνονται ολόκληρα οικοδοµήµατα στην Καλντέρα, δεν µένει εκατοστό δίχως εκµετάλλευση. Είναι σαφές ότι το µέτρο έχει χαθεί. Ελπίζω να µη µας το ξαναθυµίσει η ίδια η φύση» λέει η κ. Πουρνάρα και κρατάω αυτήν τη φράση της για κλείσιµο.
INF0
Το λεύκωμα «Σαντορίνη — Εικόνες μιας άλλης εποχής» των Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ και Μαργαρίτας Πουρνάρα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη
Έλενα Βότση: Από την Ύδρα στα πέρατα του κόσμου [Συνέντευξη]