H ταινία για την οποία συζητάνε όλοι τούτη την εποχή είναι ένα αμοραλιστικό και παμπόνηρο κοινωνικό θρίλερ με πρωταγωνίστρια την εκπληκτική Ρόζαμουντ Πάικ.
Η Μάρλα Γκρέισον έχει βρει τον τρόπο να περνά μια ζωή άνετη και δίχως ιδιαίτερο κόπο στο «Μα φυσικά και νοιάζομαι» του Τζέι Μπλέικσον. Είναι μια σατανικά πανέξυπνη απατεώνισσα που μαζί με την σύντροφο της Φραν έχουν στήσει την ιδανική κομπίνα απάτης.
Εντοπίζουν μοναχικούς ευκατάστατους ηλικιωμένους και με την συνδρομή – έναντι αμοιβής- μιας διεφθαρμένης γιατρού, τους βγάζουν ανίκανους να φροντίσουν τον εαυτό τους και αναλαμβάνουν με δικαστική εντολή τη φροντίδα και την επιμέλεια τους. Μαζί φυσικά με τη διαχείριση των περιουσιών τους τις οποίες ξεκοκαλίζουν.
Το κόλπο μοιάζει να μην έχει ατέλειες ώσπου το σατανικό ζευγάρι στοχοποιεί και κλείνει σε ίδρυμα το λάθος πρόσωπο.
Μια γυναίκα (η Ντάιαν Γουίστ στο ρόλο) που όχι απλώς τα έχει τετρακόσια αλλά κρύβει πίσω της και μερικά άκρως επικίνδυνα πρόσωπα που ενδιαφέρονται για εκείνην.
Ο χαρακτήρας της μπλαζέ και κυνικής Μάρλα (υπό μια έννοια η Πάικ επαναλαμβάνει το ρόλο της bitch στο «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» του Φίντσερ) είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να προκαλεί στο θεατή αισθήματα θυμού και δυσφορίας μαζί. Δύσκολα μπορώ να θυμηθώ κεντρικό χαρακτήρα που να με νευρίασε τόσο πολύ τους τελευταίους μήνες.
Όμως για να μην φτάσουμε σε σημείο απέχθειας για το ίδιο το φιλμ, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μπλέικμαν κάνει κάτι πραγματικά έξυπνο, λειτουργώντας όπως θα έκανε κι η ηρωίδα του.
Ρίχνει ένα προπέτασμα καπνού που επιχειρεί να μας παραπλανήσει συνδέοντας το πολιτικό σχόλιο – η βασική ιδέα στηρίζεται σε αυθεντικές ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του συστήματος πρόνοιας στις ΗΠΑ και άλλων χωρών της Δύσης που αφήνουν απροστάτευτους κάποιους ηλικιωμένους στα νύχια αρπακτικών σαν την Μάρλα – με μια κωμική χροιά που καθιστά το φιλμ ένα σφιχτοδεμένο, νευρώδες και αγωνιώδες θρίλερ.
Η ταινία προβάλλεται στο Netflix κι από το πρώτο κιόλας πλάνο (που η voice over αφήγηση της ηρωίδας επιχειρεί με το ζόρι να μας χωρίσει σε λιοντάρια και πρόβατα) παρουσιάζει το κυνήγι της επιτυχίας ως ένα αγώνα στον οποίο δεν χωρούν ηθικές αναστολές.
Όλη η πλοκή συνεχίζει στο ίδιο τέμπο, με τις αδικίες να συσσωρεύονται από τη μια πλευρά και η εμφάνιση της ρωσικής μαφίας – στο πρόσωπο του απολαυστικού Πίτερ Ντίνκλεϊτζ- να δείχνει σαν μάννα εξ ουρανού για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, έστω και μέσω των απάνθρωπων τακτικών του οργανωμένου εγκλήματος.
Το πιάνετε? Στο ριγκ των δύο αντιπάλων – απεχθείς και οι δύο- οι μαφιόζοι φαντάζουν ως πιο ανθρώπινοι και συμπαθείς από τις δύο γυναίκες που δεν εγκληματούν αλλά χρησιμοποιούν τα κενά και τις ατέλειες του καπιταλιστικού συστήματος προς όφελος τους. Είναι βλέπεις κι αυτοί οι γκαφατζήδες εκτελεστές του αρχιμαφιόζου που θυμίζουν χαρακτήρες των Κοέν και προκαλούν ακόμη περισσότερο αμηχανία στο θεατή.
Φυσικά δεν θα σας αποκαλύψουμε το φινάλε αλλά ο κύριος Μπλέικσον φαίνεται να σκέφτηκε μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας την κινηματογραφική απάτη του, σερβίροντας ένα πικάντικο έδεσμα που δύσκολα μπορείς να του αντισταθείς. Κάποιους αφελείς μπορεί και να τους ψήσει στο τέλος και να τσιμπήσουν.
Λυπάμαι αλλά εγώ δεν θα πάρω.