Βαδίζουμε προς το τέλος της δεύτερης προεκλογικής περιόδου και η συζήτηση μεταξύ των συστημικών κομμάτων, ιδιαίτερα για την οικονομία, γίνεται ολοένα πιο υποκριτική και αδιάφορη.
Ολοι κινούνται στον αστερισμό ότι η ελληνική οικονομία έχει βγει από την κρίση και απλώς διαγκωνίζονται με ψηφοθηρικές οικονομικές υποσχέσεις και καβγάδες.
Η ΝΔ με τον αέρα του νικητή μοιράζει δουλειές σε εχθρούς και φίλους στα επιχειρηματικά κέντρα (ιδιαίτερα με το ξεκοκάλισμα των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας), χαϊδεύει τα μικροαστικά στρώματα (υποσχόμενη φοροαπαλλαγές ενώ η ΕΕ απαιτεί αυξημένη φορολόγησή τους) και τάζει ψίχουλα (κουπόνια κ.λπ.) και πελατειακές σχέσεις στους εργαζόμενους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γλείφει τις πληγές του, βλέπει τις σχέσεις του με τα επιχειρηματικά κέντρα να αποσυντίθενται, προσπαθεί να «παίξει» κάποια φιλολαϊκά μέτρα αλλά σκοντάφτει συνεχώς στην απαίτηση των συστημικών κέντρων να αποδεικνύει συνεχώς ότι είναι κόμμα του κατεστημένου. Το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές να υπολείπεται ακόμη και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σε φιλολαϊκά προεκλογικά ψίχουλα. Σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητεί αλλά αντίθετα υπερθεματίζει στον μονόδρομο του ευρωιερατείου.
Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να γίνει ο δεύτερος πόλος του. Προβάλλει κάποια φιλολαϊκά ψίχουλα αλλά τόσο το παρελθόν του όσο και οι δεσμεύσεις του με επιχειρηματικά κέντρα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια.
Το ΚΚΕ διαμαρτύρεται γενικώς και αορίστως, χωρίς όμως να προτείνει ένα συγκεκριμένο και συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα και ανάγοντας τα πάντα στον σοσιαλισμό, για τον οποίο δεν λέει πώς θα έρθει.
Τα προσωποπαγή αποπαίδια του ΣΥΡΙΖΑ (Βαρουφάκης και Κωνσταντοπούλου) πιάνουν ο ένας ένα ψευδοαριστερό και η άλλη ένα δεξιό στασίδι. Ο πρώτος προβάλλει διάφορες οικονομικές προτάσεις επιστημονικής φαντασίας και η δεύτερη ζωγραφίζει καρδούλες.
Στα δεξιά της ΝΔ, εκτός από λαϊκίζουσες οικονομικές διαμαρτυρίες που αναφέρονται κυρίως στα μικροαστικά στρώματα (συνήθως γύρω από τη μείωση της φορολόγησης), δεν προβάλλεται κάποιο οικονομικό πρόγραμμα αλλά γίνεται πλειοδοσία σε εθνικιστικούς πατριδοκαπηλισμούς.
Ομως, όπως έλεγε ο Μπρεχτ, όσο σαπίζει ένα οικοδόμημα τόσο το σοβατίζουν.
Η ελληνική οικονομία παραμένει σε βαθιά διαρθρωτική κρίση. Τα επιδέξια συστημικά παιχνίδια με τα στατιστικά στοιχεία κρύβουν την αύξηση της φτώχειας και των οικονομικών ανισοτήτων, τη μείωση των πραγματικών μισθών (ιδιαίτερα με το τρικ του πληθωρισμού), την επιστροφή της λιτότητας (καθώς η ΕΕ επαναφέρει τη δημοσιονομική πειθαρχία). Κρύβουν επίσης σημάδια που ίσως προεικάζουν σεισμό, όπως τη φυγή μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό και τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (γεγονότα που έγιναν και πριν από την κρίση του 2010). Κρύβουν επίσης τα αυξανόμενα προβλήματα στο ασφαλιστικό σύστημα και στις απαιτήσεις των ξένων και εγχώριων πατρόνων για δραματικές περικοπές του.
Τέλος, κρύβουν το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι μια σάπια οικονομία υπηρεσιών με αδύναμη παραγωγική βάση και βαθύτατα εξαρτημένη από το εξωτερικό. Κανένα συστημικό κόμμα (ακόμη και αυτά με φραστικά «αριστερή» αντιπολίτευση) δεν αμφισβητεί τον ευρωμονόδρομο και τις δουλείες που επιβάλλει (ή την ανάγει σε κάποια Δευτέρα Παρουσία).
Για τη μεγάλη εργαζόμενη πλειονότητα της χώρας μας το μέλλον είναι σκοτεινό. Η μόνη διέξοδος είναι η αμφισβήτηση του ευρωμονόδρομου και της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η μόνη πολιτική δύναμη που προτείνει ένα πρόγραμμα μετάβασης από το μίζερο σήμερα σε ένα αύριο που ο λαός μας θα είναι νοικοκύρης στον τόπο του και αγωνίζεται καθημερινά με βάση αυτό είναι η αντικαπιταλιστική Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γι’ αυτό αξίζει την υποστήριξη και την ενίσχυσή της.
*Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και υποψήφιος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Αν. Αττική