Η προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης να μην εγκλωβίζεται σε ιδεολογήματα

Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τη διακυβέρνηση της χώρας αποτέλεσε για πολλούς λόγους, κυρίως πολιτικούς και ιστορικούς, µια µοναδική εµπειρία µέσα στη διαδροµή της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να ταυτιστεί, τόσο το 2012 όσο και το 2015, µε το κοινωνικό αίσθηµα για αλλαγή πολιτικών, αξιών και ιδεών, σε τέτοιο σηµείο και µε τέτοια δυναµική όσο καµία άλλη αντίστοιχη ευρωπαϊκή δύναµη ως τότε. Ο προγραµµατικός µας λόγος και η προοπτική που δώσαµε κατάφεραν να γίνουν η διέξοδος από τις µέρες της κρίσης, της φτώχειας, της εξαθλίωσης και της άγριας καταστολής. Οµως δεν ξεκίνησαν όλα το 2012.

Οι σπόροι αυτής της πορείας αλλά και του µετασχηµατισµού στη µεγάλη προοδευτική παράταξη της χώρας τέθηκαν όταν ο Αλέξης Τσίπρας διεκδίκησε θαρραλέα τη θέση της εναλλακτικής πρότασης εξουσίας, δίνοντας προοπτική στον χώρο και ορίζοντα στις επιλογές του εκλογικού σώµατος. Μια διεκδίκηση που τελικά ήταν πολλά παραπάνω από ένα σύνθηµα και συµπύκνωνε ταυτόχρονα την απεύθυνση προς τα µεσαία στρώµατα, το πλατύ κάλεσµα κοινωνικών δυνάµεων που αποδεσµεύονταν από τον τότε δικοµµατισµό, την πίστη ότι η Αριστερά δεν περιχαρακώνεται σε θέσφατα αλλά δηλώνει παρούσα, διεκδικήτρια της εξουσίας, εµπνεύστρια αλλαγών και εισηγήτρια νέων πολιτικών στον δηµόσιο διάλογο. Σε αυτή την πορεία στοιχήθηκαν κοινωνικές και πολιτικές δυνάµεις που διέρρηξαν τους δεσµούς τους µε τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόµµατα και οι οποίες εκτείνονται από το προοδευτικό κέντρο, την αριστερή σοσιαλδηµοκρατία, τη σοσιαλιστική Αριστερά, τις δυνάµεις της οικολογίας µέχρι το σύνολο των εκφράσεων της Αριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ οφείλει να αντιστοιχηθεί µε τις νέες κοινωνικές ανάγκες, να δώσει απτές λύσεις σε ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδα, να χαράξει ένα νέο δρόµο προς τα µπρος ως ο ισχυρός πόλος του προοδευτικού χώρου.

Η προσπάθεια να απαντήσουµε στα σύγχρονα προβλήµατα της κοινωνίας και να καταλήξουµε στις πολιτικές που πρέπει να προτείνει η Αριστερά διχοτοµώντας µε ιδεολογήµατα το εκλογικό σώµα και αναπαράγοντας παρωχηµένα εργαλεία πολιτικής ανάλυσης είναι µάταια, ατελέσφορη και εµµονική. Με την επίκληση κάθε φορά, ως µπαµπούλα, της ιστορικής διαδροµής της δεξιάς σοσιαλδηµοκρατίας και των δεξιών συµβιβασµών που τα κόµµατα του κεντρώου χώρου έκαναν σε όλη την Ευρώπη οδηγώντας τον καπιταλισµό να θεωρηθεί µονόδροµος είναι σαν να δίνουµε τις απαντήσεις που γνωρίζουµε σε ένα διαγώνισµα ανεξάρτητα από τις ερωτήσεις που τίθενται.

Και αφού λοιπόν κανείς –ούτε σαν κόµµα ούτε η ίδια η κοινωνική ανάγκη– δεν είναι νοσταλγός της εποχής του ’90 ούτε κανείς αποδέχεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσέγγισε µε αυτό τον τρόπο τα κελεύσµατα της τετραετίας 2015-19, γιατί επανέρχεται µε αυτοαναφορικότητα –και µάλιστα αναβαπτισµένη ως «ευφάνταστη νέα» θέση– η συζήτηση στο να αποδείξουµε οι ίδιοι στον εαυτό µας ότι δεν είµαστε ελέφαντας;

Αν κάθε φορά απαντάµε στα ίδια ερωτήµατα και προσπαθούµε να οχυρωθούµε πίσω από τα αυταπόδεικτα, αν επικαλούµαστε σαν σε µια καθησυχαστική µόνο για το δικό µας ακροατήριο λούπα το στείρο δίληµµα Αριστερά – ∆εξιά, πόσο τελικά προοδευτικοί και χρήσιµοι είµαστε, σε µια χώρα που αλώνεται ξανά από το κοµµατικό κράτος, που ναρκοθετεί τον δρόµο προς την πράσινη µετάβασή της, που ξαναµπαίνει στον φαύλο κύκλο της κρίσης και της φτωχοποίησης.

Το 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ πρέπει να αφορά την κοινωνία και στην κοινωνία καταλήγει. Η πλατιά απεύθυνση στον κόσµο της εργασίας, της επισφάλειας, της διαφορετικότητας, της περιφέρειας, των νέων, των ανέργων, των συνεχώς βαλλόµενων µεσαίων στρωµάτων, των µικροµεσαίων και των συνταξιούχων χωρίς µανιχαϊστικού τύπου λογικές, οι οποίες ιδίως µετά την πανδηµία φαντάζουν ακόµη πιο ανακόλουθες, ήταν και είναι κύριο συστατικό της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, όχι µόνο ποσοστιαία αλλά και ως κεντρικού πια πυλώνα της σύγχρονης πολιτικής σκηνής. Αν κοιτάξουµε έξω από το παράθυρο, οι ρεαλιστικά προοδευτικές και ριζοσπαστικές απαντήσεις θα έρθουν από µόνες τους, αφού καταφέρουµε να τις συνδέσουµε µε τα πραγµατικά επίδικα της εποχής µας. Αρκεί το πραγµατικό µας ενδιαφέρον να είναι οι «άλλοι» και όχι το παρωπιδικό, από καθέδρας «εµείς και επί τ’ αυτά».

Ο Νεκτάριος Σαντορινιός είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Δωδεκανήσου