Σε λίγες μέρες ξαναβγαίνει στις αίθουσες το διαχρονικό αριστούργημα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Κουρδιστό πορτοκάλι» που ήταν απαγορευμένο στην Αγγλία για περισσότερο από 25 χρόνια!
Το 1962 ο 33χρονος τότε Στάνλεϊ αποφασίζει να μετακομίσει από τις ΗΠΑ στην Αγγλία. Δύο χρόνια νωρίτερα έχει υπογράψει τον στουντιακό «Σπάρτακο» όπου ο Κερκ Ντάγκλας τον χρίζει σκηνοθέτη του φιλμ μετά από τον τσακωμό του σταρ με τον Άντονι Μαν κι όλοι στοιχηματίζουν πως βρέθηκε ο νέος βασιλιάς του Χόλιγουντ. Όμως εκείνος επιλέγει να μην ανέβει στο θρόνο του.
Ακολουθεί μια σειρά σπουδαίων επιτυχιών: «Λολίτα», «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» και φυσικά «2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος» και δέκα χρόνια μετά ένας δημοσιογράφος τον ρωτάει αν μετακόμισε στην Ευρώπη και την Αγγλία για να γλυτώσει από την καταπιεστική συμπεριφορά των παραγωγών του Χόλιγουντ. «Καμία σχέση» δηλώνει ο σκηνοθέτης. Τονίζει μάλιστα πως το καταπιεστικό σύστημα των παραγωγών λειτουργεί κατά αυτό τον τρόπο σε ολόκληρη την κινηματογραφική βιομηχανία κι όχι μόνο στο Χόλιγουντ, αλλά εκείνος είχε την τύχη να δουλεύει συνήθως απερίσπαστος στις ταινίες του και να μην έχει τέτοια προβλήματα.
«Εντάξει, πριν από μια δεκαετία περίπου ίσως να αντιμετώπισα κι εγώ κάποια σημεία προστριβών με ανθρώπους που είχαν ακόμη λόγο στη δουλειά μου αλλά πλέον δεν έχω τέτοιες σκοτούρες». Και εξηγεί την απόφαση του για μετακόμιση στην Αγγλία επειδή «μετά από τις ΗΠΑ είναι η ιδανική χώρα για να βρω τις τελευταίες εξελίξεις στην τεχνολογία που χρειάζομαι για τις ταινίες μου».
Το 1970 ο Κιούμπρικ απολαμβάνει ακόμη τους καρπούς από την επιτυχία του «2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος» που γύρισε το 1968. Η πρώτη ταινία που επιλέγει να κάνει ο Κιούμπρικ στη δεκαετία που ανατέλλει είναι το «Κουρδιστό πορτοκάλι». Το φιλμ βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Άντονι Μπέρτζες (1917- 1993). Ο βρετανός συγγραφέας κυρίως κωμικών έργων αλλά και κριτικός λογοτεχνία στον Guardian και τον Observer, εμπνεύστηκε το «Κουρδιστό πορτοκάλι» από αυτοβιογραφικές εμπειρίες και το έγραψε μέσα σε λίγες βδομάδες το 1961. Ο λόγος που το έκανε τόσο γρήγορα ήταν επειδή διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο και η εκτίμηση των γιατρών ήταν πως έχει λίγους μήνες ζωής. Ήθελε με το έργο αυτό να διασφαλίσει κάποια χρήματα στην σύζυγό του Λιν, την οποία υπεραγαπούσε και είχαν περάσει μεγάλες δοκιμασίες ειδικά στην περίοδο του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Κι ενώ το βιβλίο εκδόθηκε την επόμενη χρονιά με αρκετή επιτυχία, ο Μπέρτζες μαθαίνει με ανακούφιση ότι οι γιατροί είχαν κάνει λάθος στην αρχική τους εκτίμηση και δεν είχε καρκίνο!
Στο φιλμ όπως και στο βιβλίο πρωταγωνιστής είναι ο Άλεξ, ένας έφηβος με παραβατική συμπεριφορά σε μια κοινωνία του κοντινού μέλλοντος. Τον (15χρονο στο βιβλίο) ήρωα υποδύεται στο φιλμ ο Μάλκολμ ΜακΝτάουελ, ηθοποιό που ο Κιούμπρικ επέλεξε ανάμεσα σε αρκετούς συναδέλφους του για να υποδυθεί τον έφηβο Άλεξ – παρότι ο ηθοποιός από το Λιντς ήταν ήδη 27 ετών- επειδή «είχε το κατάλληλο προφίλ αλλά και λόγω του φόβου του ηθοποιού για τα ερπετά». Στην ταινία ο Άλεξ έχει ως κατοικίδιο… ζωάκι, ένα μεγάλο φίδι που κρύβει στο συρτάρι του κομοδίνου του.
Η ταινία βγήκε στις βρετανικές αίθουσες και σόκαρε την κοινή γνώμη με το βίαιο περιεχόμενο της, με συνέπεια να απαγορευτεί (και μάλιστα για πολλά χρόνια) μετά από τις πρώτες βδομάδες κυκλοφορίας της. Ο Κιούμπρικ με σκηνές χορογραφημένης βίας τις οποίες διανθίζει με μαύρο χιούμορ και ψήγματα επιστημονικής φαντασίας, επιλέγει να πει την ιστορία του αμείλικτου Άλεξ και των άβουλων συντρόφων του, με ιδεολογική απάθεια που σύμφωνα με τους επικριτές του φιλμ «ωθεί τη νεολαία στην άσκοπη και ανεξέλεγκτη βία».
Βλέποντας ξανά το φιλμ πριν από λίγες μέρες διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν ισχύει κάτι τέτοιο αλλά θαύμασα εκ νέου την άφθαστη αφηγηματική ικανότητα του σκηνοθέτη. Η διαχρονική αξία του φιλμ που είναι ένα προφητικό σχόλιο για το μέλλον και κυρίως την μετατροπή του απλού πολίτη σε «κουρδισμένο πορτοκάλι», δηλαδή σε άβουλο και δίχως προσωπική ελευθερία πιόνι της εκάστοτε εξουσίας, λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας αριστουργηματικής παραβολής. Το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης, η νοσηρή πλευρά της ανθρώπινης φύσης και οι μηχανισμοί καταστολής των δυνάμεων που απειλούν την λειτουργία και ανθεκτικότητα του συστήματος είναι τα χαρακτηριστικά τούτης της παραβολής.
Επιπλέον η άφθαστη ειρωνεία του Κιούμπρικ ακόμη και για τομείς όπου ειδικά σήμερα προσφέρονται για νέες αναγνώσεις, απογειώνει περαιτέρω το φιλμ. Στην εισαγωγική σεκάνς ο Άλεξ και οι 3 φίλοι του φεύγουν από το στέκι τους, την «γαλατερία» (όπου πίνουν ενισχυμένο γάλα) προκειμένου να ζήσουν μια βραδιά μακριά από τη ρουτίνα. Πώς γίνεται αυτό; Βλέποντας ένα μεθυσμένο άστεγο να τραγουδά ένα ιρλανδικό άσμα για την Μόλι Μαλόουν, ο Άλεξ μας ενημερώνει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σιχαμερό από ένα γέρο και μεθυσμένο ζητιάνο που λέει «πρόστυχα τραγούδια».
Ο πρώτος φόνος συντελείται με μια κοφτή γραφή που φέρνει στην επιφάνεια την αίσθηση ενός κόσμου σε βαθιά κρίση όπου «ο νόμος και η τάξη έχουν χαθεί και κανείς πλέον δεν δίνει δεκάρα για τον γηραιό πληθυσμό». Τα επόμενα περιστατικά βίας έχουν επίσης ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, με τον σκηνοθέτη που έγραψε το σενάριο -με δικές του πλέον ιδέες που προκάλεσαν την αντίδραση του Μπέρτζες ο οποίος θεώρησε πιο ανάλαφρη την ταινία σε σχέση με το μυθιστόρημα του- να ρίχνει ειρωνικές ματιές στην καλλιτεχνική κοινότητα, την μπλαζέ αριστοκρατία, το προλεταριάτο αλλά και την θεσμοποιημένη βαρβαρότητα του επίσημου κράτους.
Διαβάστε επίσης:
Ο Σταύρος Ξαρχάκος ακύρωσε συναυλία στο Ρέθυμνο- Η ανάρτηση στο Facebook