Η πορεία ανασυγκρότησης για τη μεγάλη κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία

Πηγαίνοντας προς το 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, σε τέσσερις μήνες από σήμερα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ούτε στιγμή η μεγάλη μας ευθύνη απέναντι στο σημαντικό κομμάτι του ελληνικού λαού, που μας εμπιστεύεται.

Πρόκειται για ευθύνη μεγάλη και βαριά στους ώμους του ΣΥΡΙΖΑ και του Προοδευτικού Μετώπου, αλλά πρέπει να γίνει ταυτόχρονα απολύτως προσωπική για καθένα και καθεμιά από εμάς, με την απαίτηση να είμαστε ψύχραιμοι, νηφάλιοι, να συνεχίσουμε με ανιδιοτέλεια αλλά και ευρηματικότητα να αγωνιζόμαστε σκληρά ώστε να ανταποκριθούμε στο ζητούμενο. Να εδραιωθούμε δηλαδή στη συνείδηση του κόσμου, ως μια χρήσιμη δύναμη της κοινωνίας.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι παραλάβαμε τη χώρα στα πρόθυρα της οικονομικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής καταστροφής με ένα τρομερό εκβιασμό που μας ασκούσαν οι δανειστές κι ένα ασφυκτικό πλαίσιο άσκησης πολιτικής. Eμείς παρόλα αυτά, υπερασπιστήκαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Ήταν αυτό αρκετό; Όχι. Οι επιπτώσεις τα 10 χρόνια της κρίσης, ήταν τόσο αρνητικές που χρειάζονταν να γίνουν περισσότερα.

Τώρα όμως, και από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα πρέπει να υπερασπιστούμε τη διατήρηση των κοινωνικών – εργασιακών – δημοκρατικών και ατομικών κατακτήσεων και να αγωνιζόμαστε για τη διεύρυνσή τους.

Για να ανταποκριθούμε απαιτείται ενότητα, σύμπνοια, δημοκρατικές λειτουργίες, διαφάνεια στη λήψη των αποφάσεων και κυρίως εμπιστοσύνη σε όλο τον κόσμο που καλούμε να συσπειρωθεί μαζί μας, γιατί ο αντίπαλος είναι απέναντι και όχι στους κόλπους μας.

Στην πορεία μέχρι το Συνέδριο, θα πρέπει να διερευνήσουμε και να εμβαθύνουμε στους λόγους, για τους οποίους οι πολίτες της χώρας δεν μας επέλεξαν, ώστε να συνεχίσουμε στην Κυβέρνηση, μας τοποθέτησαν όμως στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με ποσοστό ικανό να είμαστε δυνάμει η επόμενη κυβερνητική λύση. Αυτό όμως δεν θα συντελεστεί από μόνο του στη λογική μιας μηχανιστικής δικομματικής εναλλαγής, αλλά και δε θέλουμε να γίνει έτσι.

Γι’ αυτό πρέπει να προασπίσουμε ό,τι καταφέραμε, να προστατέψουμε την κυβερνητική μας προσπάθεια και ταυτόχρονα να επεξεργαστούμε σε βάθος υπεύθυνη κυβερνητική πρόταση. Μόνο έτσι έχει νόημα, μόνο έτσι θα είμαστε η ελπίδα του προοδευτικού κόσμου.

Ταυτόχρονα με τη στάση μας εντός κι εκτός Βουλής, αντιμαχόμαστε την προσπάθεια της ΝΔ να γκρεμίσει ό,τι θετικό εμείς κτίσαμε, για τα αδύναμα οικονομικά στρώματα, τις εργασιακές σχέσεις και τα Ατομικά-Δημοκρατικά δικαιώματα και ταυτόχρονα προβάλλουμε την εναλλακτική προγραμματική πρότασή μας.

Πρόταση που θα εντάσσεται μεν στο στρατηγικό μας όραμα, αλλά θα συνοδεύεται και από τον οδικό χάρτη δράσεων, ο οποίος θα ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες δυνατότητες που υπάρχουν, ώστε να επιτρέπουν την υλοποίησή του.

Ταυτόχρονα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα Μ.Μ.Ε. που στην πλειοψηφία τους τα τελευταία χρόνια, έχουν αναλάβει το ρόλο της προπαγάνδισης των ιδεών και των πολιτικών της δεξιάς – ακροδεξιάς και ταυτόχρονα της αποσιώπησης ή της στρεβλής παρουσίασης αυτών, της Αριστεράς και ευρύτερα της Δημοκρατικής Παράταξης.

Να δείξουμε ότι απέναντι στην επιδίωξη της συντήρησης να ελέγξει τις ανθρώπινες συνειδήσεις, εμείς αντιπαραθέτουμε τη δημοκρατική οργάνωση, τον ελεύθερο διάλογο, τη διείσδυση στους αρμούς της κοινωνίας, την αντιπαραβολή της αλήθειας απέναντι στο ψέμα και τη στρέβλωση, με την καθημερινή παρουσία μας στο κοινωνικό -πολιτικό γίγνεσθαι.

Αυτός ο τρόπος χαρακτηρίζει την Αριστερά και τη Δημοκρατική παράταξη, που όχι μόνο δεν επιτρέπει τον έλεγχο των συνειδήσεων, αντίθετα επιδιώκει την απελευθέρωσή τους.

Η κοινωνική γείωση λοιπόν, μας είναι αναγκαία και απαραίτητη, όχι στα λόγια ως θεωρητικό προαπαιτούμενο, αλλά ως καθημερινή πράξη. Δεν είναι τίποτα περισσότερο, ούτε τίποτα λιγότερο από την πραγματική και ουσιαστική συνάντησή μας με την κοινωνία, σε με κάθε κοινωνική συσπείρωση στους χώρους δουλειάς και κατοικίας.

Να διεκδικήσουμε με ανοιχτή καρδιά και ανοιχτά αυτιά την ενεργή συμπόρευση με τους προοδευτικούς ανθρώπους. Να εξηγήσουμε και να πείσουμε γι’ αυτή τη συμπόρευση όσο το δυνατόν περισσότερων νέων μελών. Η Δημοκρατική λειτουργία, η διαφάνεια και η εμπιστοσύνη σε όλα τα νέα και παλιά μέλη διευκολύνουν την κοινωνική γείωση.

Η οργάνωση πολιτικών εκδηλώσεων με δημόσιες συζητήσεις επί όλων των θεμάτων που αφορούν τη περιοχή ή το χώρο δουλειάς συμβάλλει στη συμμετοχή των πολιτών και στη σύνδεση τους με το κοινωνικό χώρο και τα προβλήματα.

Με τη συμμετοχή μας στους κοινωνικούς αγώνες, θα συμβάλλουμε ώστε να αποκτούν μαζικότητα, δυναμισμό, φαντασία και ταυτόχρονα να συνδυάζονται με εναλλακτικές προτάσεις ενταγμένες στο στρατηγικό μας όραμα. Κι έτσι θα υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των πολλών κι όχι των πολύ λίγων.

Στο βαθμό που η φυσιογνωμία μας μπολιάζεται κι από αυτές τις δραστηριότητες και αξίες κανείς, όσο και να θέλει, δεν μπορεί να μας απαξιώσει κι ακόμα περισσότερο να μας τοποθετεί στη θέση του ενός από τους δύο πόλους, ενός συντηρητικού δικομματικού συστήματος και η κατηγορία που μας προσάπτουν, ότι δηλαδή «είμαστε μία από τα ίδια», θα πέφτει στο κενό.

Δεν θα χρειάζεται να κλίνουμε σε όλες τις κλίσεις τον όρο «Αριστερά» για να αποδείξουμε τι είμαστε.

Γιατί ο διαχωρισμός Αριστερά – δεξιά, Πρόοδος – συντήρηση, όχι μόνο είναι υπαρκτός αλλά και έντονα φανερός τους τελευταίους 6 μήνες, που στην κυβέρνηση βρίσκεται η δεξιά, μπολιασμένη με ακροδεξιά στοιχεία.

Κι ερχόμαστε να δώσουμε απαντήσεις στο μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας που είναι το λεγόμενο «οικονομικό» με τη λιτότητα, την ανεργία, τις ανισότητες, τις συνθήκες εργασίας, που σε συνδυασμό με τη συνεχή υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους και τη σταδιακή επαναφορά του αυταρχικού, «επιτελικού», συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα.

Οι λύσεις θα ήταν απλές και «αριστερές», αν απαντούσαμε ότι όλα αυτά τα δεινά είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού συστήματος, που όργανό του είναι η ΕΕ και στην Ελλάδα εκφραστής το πολιτικό σύστημα. Άρα η λύση θα βρεθεί εκτός ΕΕ, στο Σοσιαλισμό.

Εμείς όμως έχουμε επιλέξει το Δημοκρατικό δρόμο των σταδιακών ρήξεων, της καθημερινής παρέμβασης για καλυτέρευση των συνθηκών ζωής σε όλους τους τομείς, για την πολύ μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας μας.

Αυτούς υπερασπιζόμαστε, γι’ αυτούς φροντίζουμε.

Κι εδώ κατά τη γνώμη μου έγκειται η μεγάλη δυσκολία. Πως θα καταφέρουμε, ως κυβέρνηση της Αριστεράς, να ανταποκριθούμε στην αντιμετώπιση του κρίσιμου αυτού ζητήματος.

Πως θα πετύχουμε ανάπτυξη μέσω δημοσίων επενδύσεων, ιδιωτικών, αλλά και σύμπραξης δημόσιου/ιδιωτικού, και ταυτόχρονα η ανάπτυξη να είναι δίκαιη, περιβαλλοντικά σωστή, με αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου.

Όπως πρέπει να πούμε και πως ακριβώς θα πετύχουμε μια τέτοια ανάπτυξη με δεδομένες παραμέτρους και περιορισμούς όπως:

Με ποια χρηματοδότηση και εργαλεία;

Με αδύναμο τραπεζικό σύστημα και με τις δεσμεύσεις της ΕΚΤ;

Με το Δημόσιο χρέος στα 350δις;

Με το «Υπερταμείο», που διαχειρίζεται τη Δημόσια Περιουσία και προτείνουμε να αξιοποιηθεί. Σε ποιο βαθμό είναι εφικτό;

Τι κάνουμε με το ΤΧΣ; Θα αποκτήσουμε τον πραγματικό έλεγχό του;

Σε αυτό το ερώτημα που πρέπει να τεθεί ανοιχτά, δηλαδή αν αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί στις σημερινές συνθήκες και αν πρέπει να γίνει πόλος αγωνιστικής διεκδίκησης για ποιοτική ανάπτυξη, πρέπει να υπάρχει καθαρή και ειλικρινής απάντηση, μέσα από ανοιχτό διάλογο, με ελεύθερη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερου κόσμου.

Ένας τέτοιος στόχος, ενταγμένος στο στρατηγικό μας όραμα, είναι αριστερή πολιτική;

Απαντώ αμέσως, όχι μόνο είναι, αλλά και δεν υπάρχει άλλη. 

* To παρόν άρθρο του Αλέκου Φλαμπουράρη, Βουλευτή Επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ, δημοσιεύεται στην Αυγή της Κυριακής