Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά το «Μια χούφτα σκόνη» του Ιβλιν Γουό, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα
«Το παρόν βιβλίο έτυχε ευμενούς υποδοχής από τους κριτικούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι έκτοτε δεν έγραψα τίποτε καλύτερο» σημειώνει ο Ιβλιν Γουό στον πρόλογο του μυθιστορήματος «Μια χούφτα σκόνη». Οπως εξηγεί, όλα άρχισαν όταν το 1933, σε ένα ταξίδι του στην παραμεθόριο μεταξύ της Βρετανικής Γουιάνας και της Βραζιλίας, βρέθηκε αποκλεισμένος σε ένα βραζιλιάνικο χωριό. Το καράβι που θα τον απομάκρυνε από εκεί ουδέποτε πέρασε. Για να ξεπεράσει την πλήξη του κατά τη διάρκεια της αναμονής έγραψε ένα διήγημα με τίτλο «The man who liked Dickens», το οποίο αποτέλεσε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου που ολοκλήρωσε τον επόμενο χειμώνα στη Φεζ του Μαρόκου. Το «Μια χούφτα σκόνη» εκδόθηκε το 1934, ενώ είχε προηγηθεί η δημοσίευσή του στο «Harper’s Bazaar» σε πέντε συνέχειες με τον τίτλο «A flat in London».
Πρόκειται για την ιστορία ενός ζευγαριού –του Τόνι και της Μπρέντα– που ζει με τον οκτάχρονο γιο του μια ζωή μίζερη και καταθλιπτική στην οικογενειακή γοτθική έπαυλη του συζύγου στην αγγλική εξοχή. Η απροειδοποίητη και άκρως ενοχλητική επίσκεψη του Μπίβερ, ενός άχαρου και αδιάφορου νεαρού, θα αποδειχθεί καταλύτης για το ζεύγος, καθώς η Μπρέντα θα δημιουργήσει ερωτική σχέση μαζί του στην προσπάθειά της να ξεφύγει από την ανία. Αυτή θα είναι η αφορμή να αποκαλυφθούν τα πιο ταπεινά ένστικτα των ηρώων, τα οποία επί σειρά ετών έμεναν καλά κρυμμένα κάτω από τις συμβάσεις της κοινωνικής τους τάξης.
Το «Μια χούφτα σκόνη» θεωρείται μια από τις σημαντικότερες σάτιρες πάνω στην παρακμή της αστικής τάξης κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ο Ιβλιν Γουό είναι αδυσώπητος με τους ήρωές του και τους στήνει παγίδες με κάθε ευκαιρία. Επιστρατεύει το βρετανικό φλέγμα για να περιγράψει τα ελαττώματά τους, τα οποία κυρίως αφορούν την ιδιοτέλεια και την αδυναμία τους να αγαπήσουν οποιονδήποτε πέραν του εαυτού τους. Αυτό που ζουν μοιάζει περισσότερο με προσομοίωση ζωής – σαν φτηνό αντίγραφο που στην προσπάθειά του να μιμηθεί το υψηλό καταλήγει κιτς. Η Μπρέντα, ο Τόνι, ο Μπίβερ και το περιβάλλον τους υποψιάζονται πως η ζωή μπορεί να είναι πολύ περισσότερα από αυτό που βιώνουν, ωστόσο κανείς τους δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει πίσω την όποια εξασφάλισή του για να το αποκτήσει. Το βιβλίο κυκλοφόρησε με δύο φινάλε. Αν και είναι προτιμότερο να σκέφτεται κανείς το δεύτερο, αυτό που τριβελίζει το μυαλό είναι το πρώτο, το πικρό.