Η «παραδεισένια πολιτεία» έγινε κατάμαυρη

Η «παραδεισένια πολιτεία» έγινε κατάμαυρη

Σε μια συνέντευξή του προεκλογικά, στο «The 2Night Show» του Ant1, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε πει ότι στο κινητό του έχει το «Paradise city» των Guns N’ Roses. Οι στίχοι της «παραδεισένιας πόλης» είναι νοσταλγικοί αλλά ταυτόχρονα σκληροί, καθώς πηγάζουν από μια παιδική ηλικία στερήσεων και ματαιώσεων. Ομως ελάχιστοι μεταφράζουν. Ο χαρακτηριστικός ρυθμός αρκούσε για να φέρει το τραγούδι μέσα στα πάρτι.

Κι αν για τους νέους του «τέλους της Ιστορίας» η μουσική αναδεικνυόταν σε αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς τους, η ζωή των μεγαλύτερων δέθηκε αναπόδραστα με την ιδιωτική τηλεόραση. Η τελευταία επιχείρησε να εισαγάγει καινοτομίες της εποχής, αλλά ταυτόχρονα πυροδότησε και καλλιέργησε τη νοσταλγία για τις δεκαετίες που προηγούνταν της μεταπολίτευσης. Οι μεγαλύτεροι μπορούσαν να ανατρέξουν ξανά στα νεανικά τους χρόνια με τις επαναλήψεις ασπρόμαυρων ταινιών, έχοντας τη σιγουριά πως δεν πρόκειται να ξαναζήσουν τις μαύρες εποχές ακραίας φτώχειας και πολιτικής ανωμαλίας που όρισαν τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Από το ασπρόμαυρο παρελθόν τους διάλεγαν εκ του ασφαλούς τις αποχρώσεις του λευκού και αργότερα του ΔΞ/ΔΑ.

Για τον κόσμο βεβαίως της Δεξιάς η ανάκληση, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, των τετελεσμένων της μεταπολίτευσης –και δη αυτών που συγκρότησαν την «πράσινη» οκταετία– θα ήταν ευχής έργον. Το «όπισθεν ολοταχώς» ποτέ δεν έπαψε να είναι αίτημα ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που ήξερε καλά τι ήθελε. Ομως οι παραγωγικές ηλικίες στην πλειονότητά τους δεν ήταν τελικά έτοιμες για την ολική επαναφορά ενός κόσμου ο οποίος από την τηλεόραση φαινόταν αθώος αλλά παρέμενε στη μνήμη ως κακό βίωμα. Οταν η μάσκα του εκσυγχρονισμού το 1990-93 έπεσε είδαν ξανά τους εφιάλτες του παρελθόντος. Εξάλλου το εν εξελίξει πρότζεκτ ενσωμάτωσης της οικονομίας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο υποσχόταν ακόμη περισσότερο άρτο και θεάματα. Το παρελθόν μπορούσε να περιμένει.

Το εκσυγχρονιστικό πείραμα επανήλθε με άλλη μορφή, πιο εύπεπτη και προσαρμοσμένη σε μια γενιά με περισσότερες ακάλυπτες επιταγές απ’ ό,τι ριζοσπαστικές αναφορές· όπως είχε μεγαλώσει κατ’ άλλη μία δεκαετία κι ύστερα άλλη μία, μέχρι να βρεθεί κοντά σε ηλικία συνταξιοδότησης, εν μέσω τελικής χρεοκοπίας του πειράματος. Η παραδεισένια πολιτεία έγινε κατάμαυρη και οι πολλοί πλέον χάνονταν στη μετάφραση του «the party’s over». Ο μέσος κοινός νους απορούσε ποιος διοργάνωσε το πάρτι και πώς, ενώ προσήλθε από τους τελευταίους, βρέθηκε στο τέλος να πληρώνει όλα τα σπασμένα. Το νέο βίωμα πόνεσε πολύ και το παλιό είχε ξεχαστεί.

Σε εκείνη τη συνέντευξη ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε πει πως όταν ο πατέρας του έχασε τις εκλογές ο ίδιος θύμωσε γιατί αισθάνθηκε πως εκείνος δεν δικαιώθηκε. Επέστρεψε στην Ελλάδα θεωρώντας ότι η χώρα πλέον πήγαινε προς τη σωστή κατεύθυνση. Και για την κρίση είπε ότι «έγιναν λάθη κι απ’ τους πιστωτές», αλλά «πρωτίστως ευθυνόμαστε εμείς». Το προεκλογικό μήνυμά του: να γίνουμε «κυρίαρχοι της τύχης μας», πλέον «έχουμε αυξημένους δείκτες ελευθερίας», εφόσον οι αγορές μεταξύ άλλων προεξοφλούν τη νίκη μιας «σοβαρής, μεταρρυθμιστικής» δύναμης που «θα κάνει τη δουλειά» – ιδού η μοναδική ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης.

Οι αριστεροί προοδευτικοί πολίτες νιώθουν απόγνωση για το «όπισθεν ολοταχώς» που ζούμε σε απευθείας σύνδεση στους δέκτες με άλλη μια κυβέρνηση Μητσοτάκη· πίσω στην Ελλάδα των Γκόρτσων με τον τρόπο των αγορών και τους δείκτες ελευθερίας που εκείνες ορίζουν. Γι’ αυτή την Ελλάδα της προσκολλήσεως η πανδημία δεν είναι παρά άλλη μία κρίση που γίνεται ευκαιρία. Αλλά τα πράγματα δεν αλλάζουν όταν ακούς πώς χτυπά ένα πρωθυπουργικό τηλέφωνο. Αλλάζουν όταν ακούς τον παλμό της κοινωνίας που έρχεται από το μέλλον.

Ο Αδάμ Γιαννίκος είναι δημοσιογράφος

Documento Newsletter