Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας έχουν αντιμετωπιστεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο ανά την υφήλιο.
Οι αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης βασίστηκαν κατά κύριο λόγο στις κεντρικές τους τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν πρωτοφανείς –αν και είναι συζητήσιμο κατά πόσο αποτελεσματικές– δημοσιονομικές παρεμβάσεις στην οικονομία.
Αυτό συνέβη κυρίως με την αγορά μεγάλων ποσοτήτων κυβερνητικού χρέους από τις κεντρικές τράπεζες. Οι πλούσιες χώρες έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν μακρά περίοδο εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων παρόλο που το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευτεί σε επίπεδα δίχως προηγούμενο εν καιρώ ειρήνης.
Πράγμα το οποίο δεν ισχύει για τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες δεν μπορούν να ακολουθήσουν αυτή την οδό εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων. Οταν για παράδειγμα η Τουρκία προσπάθησε να πλημμυρίσει την αγορά με φτηνά δάνεια το νόμισμά της κατέρρευσε, αναγκάζοντάς την να αυξήσει τα κεντρικά επιτόκια για να ανακόψει την πτώση.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες τα δανειακά κόστη βαραίνουν τους προϋπολογισμούς τόσο που βλέπουμε ότι οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της Covid-19 ανέρχονται μόλις στο 2%, ενώ στις πλούσιες χώρες φτάνουν το 15% με 20%. Ετσι, όχι μόνο είναι απίθανο οι αναπτυσσόμενες χώρες να πάρουν επαρκείς δόσεις των εμβολίων κατά του κορονοϊού, αφού οι πλούσιες χώρες έχουν ήδη προλάβει να παραγγείλουν τεράστιες ποσότητες, αλλά επίσης είναι προφανές ότι δεν έχουν τα ίδια αντισώματα απέναντι και στην οικονομική πανδημία.
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο κόσμος μετά το τέλος αυτού του εφιάλτη θα είναι ακόμη πιο βαθιά χωρισμένος σε έχοντες και μη έχοντες, με τραγικές συνέπειες για τους λαούς.