Ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός καθώς συνδέεται και με τις αλλαγές στο διεθνές εμπόριο και τις δυσκολίες στις ροές μεταξύ Δύσης και Ανατολής
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, από τότε που οι κεντρικές τράπεζες και οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών της Δύσης εγκατέλειψαν τη ρητορική περί του «πληθωρισμού ως παροδικού φαινομένου» και η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με την εκρηκτική αύξηση των τιμών ενέργειας, πολιτικοί και τραπεζίτες καλλιέργησαν αρκετές φορές την καθησυχαστική εντύπωση ότι το πληθωριστικό κύμα θα αντιμετωπιστεί σε ένα δυο χρόνια με τις αυξήσεις επιτοκίων ή τις εισαγωγές LNG στην ευρωπαϊκή ήπειρο και μετά… όλα καλά.
Στα διεθνή οικονομικά συνέδρια όμως αναλυτές και οικονομολόγοι, παραπέμποντας στα πολύ υψηλά – άνω του 10%– επίπεδα που έφτασε ο πληθωρισμός και έχουν καταγραφεί ξανά μόνο στο πλαίσιο μεγάλων κρίσεων με παρατεταμένη διάρκεια, γεωπολιτικές ρίζες και άμεση σχέση με την ενέργεια, όπως το πετρελαϊκό σοκ της δεκαετίας του 1970, προειδοποίησαν ότι θα χρειαστεί να γίνουν πολλά μέχρι να μειωθεί αρκετά ο πληθωρισμός. Και αυτό γιατί η εμφάνισή του συνδέεται με ευρύτερες διαρθρωτικές αλλαγές.
Η μείζονα διαρθρωτική αλλαγή, στην οποία οι οικονομολόγοι αναφέρονται, περιγράφεται με τη ρητορική περί «τέλους της παγκοσμιοποίησης». Στην πραγματικότητα αφορά τον διαχωρισμό του παγκοσμιοποιημένου κόσμου σε δύο αντιμαχόμενες πόλους. Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε με τον εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ κατά της Κίνας επί Ντόναλντ Τραμπ που κλιμακώνει περαιτέρω ο Τζο Μπάιντεν και προχώρησε με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος οδηγεί σε σύρραξη δι’ αντιπροσώπου του ΝΑΤΟ, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, ενάντια στη Ρωσία.
Οι νέοι αδέσμευτοι
Η συγκεκριμένη γεωστρατηγική μεταβολή οδηγεί στη δημιουργία μιας νέας διεθνούς τάξης αποτελούμενης από δύο διακριτούς πόλους αφενός τις χώρες της Δύσης και αφετέρου μια συμμαχία Κίνας – Ρωσίας, με τις άλλες μεγάλες χώρες του παγκόσμιου Νότου (Ινδία, Βραζιλία) να επιδιώκουν να ενισχύσουν τη θέση τους και να αυξήσουν τον βαθμό αυτονομίας και με άλλες μικρότερες δυνάμεις να σπεύδουν να αλλάξουν στάτους μέσω της διεύρυνσης των BRICS.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, έχει ξεκινήσει και μια αναδιάταξη των παγκόσμιων εμπορικών ροών με ανακατεύθυνση των εξαγωγών των ενεργειακών πρώτων υλών της Ρωσίας προς την Ασία, με αύξηση του εμπορίου της Κίνας με τη Ρωσία αλλά και τις άλλες χώρες της Ασίας και με κάποια πρώτα βήματα για αντικατάσταση του δολαρίου από τα εθνικά νομίσματα των χωρών εκτός Δύσης στο μεταξύ τους εμπόριο.
Η παγκοσμιοποίηση βοήθησε για πολύ καιρό τη Δύση να έχει χαμηλότερες τιμές χάρη στις φτηνές πρώτες ύλες στα καταναλωτικά αγαθά και στο χαμηλό εργατικό κόστος της Κίνας. Για τον λόγο αυτό, τονίζουν οι οικονομολόγοι, η αναδιάταξη των εμπορικών ροών θα φέρει τιμές σταθερά υψηλότερες στη Δύση κι έναν πληθωρισμό με διάρκεια. Ιδίως μάλιστα στην Ευρώπη που λόγω της επιμονής της στην πράσινη ενέργεια τροφοδοτεί από μόνη της τα υψηλά της ενεργειακά κόστη και το φαινόμενο που έχει αποκληθεί «πράσινος πληθωρισμός» και η οποία αναμένεται να αντιμετωπίσει τα μεγαλύτερα προβλήματα και τις περισσότερες γκρίνιες από το 2024, με την επιστροφή στον επίσης ευρωπαϊκής κοπής «στενό κορσέ» της δημοσιονομικής ορθοδοξίας.
Ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση
Βρισκόμαστε πλέον στο τέλος Μαΐου του 2023 και η Ευρώπη δείχνει να έχει αφήσει πίσω της την ενεργειακή κρίση που την ταλάνισε επί 18 μήνες καθώς η τιμή του φυσικού αερίου τις τελευταίες εβδομάδες έχει πέσει στα επίπεδα που ήταν ακριβώς πριν από δύο χρόνια, στα 30 ευρώ η μεγαβατώρα.
Στην πτώση των τιμών του φυσικού αερίου έχει συμβάλει ο ήπιος καιρός και το γεγονός ότι οι αποθήκες φυσικού αερίου της Ευρώπης είναι γεμάτες κατά 66% – ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα για την εποχή. Ομως για την Ευρώπη που έως το 2021 εισήγε το 50% του φυσικού αερίου που κατανάλωνε από τη Ρωσία και πλέον καλύπτει τις ανάγκες της με LNG –ακόμη και εισαγόμενο από τη Ρωσία– όλα είναι θέμα καιρού, όπως αναγνώρισε άλλωστε κι η Κομισιόν στις εαρινές προβλέψεις της για την οικονομία.
Μεταβλητότητα σε συνέχεια
Υιοθετώντας το καλύτερο σενάριο από τις προβλέψεις διεθνών αναλυτών, η Κομισιόν λοιπόν προέβλεψε πριν από 15 μέρες ότι για ένα χρόνο ακόμη θα υπάρχουν ισχυρή μεταβλητότητα και αβεβαιότητα στις τιμές του φυσικού αερίου για την Ευρώπη. Είναι δηλαδή πιθανόν οι τιμές να ξανανέβουν απότομα και πολύ αν αυξηθεί η ζήτηση, είτε επειδή θα κάνει πολλή ζέστη το καλοκαίρι είτε πολύ κρύο τον χειμώνα. Η έξοδος της Ευρώπης από την ενεργειακή κρίση θα έρθει, όπως εκτιμά, την άνοιξη του 2024 με σταθεροποίηση της τιμής του φυσικού αερίου λίγο πάνω από τα 50 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δηλαδή σε υπερδιπλάσια από τα προ κρίσης επίπεδα – που θα πει ότι η άνοδος του κόστους ενέργειας στην Ευρώπη ήρθε για να μείνει. Το εναλλακτικό αρνητικό σενάριο κατά τις προβλέψεις των διεθνών αναλυτών αναφέρει ότι οι τιμές για την Ευρώπη θα εξομαλυνθούν έστω σε υψηλότερα επίπεδα το 2025, επειδή τότε θα κατορθώσει να αυξήσει το Κατάρ την παραγωγή LNG και θα υποχωρήσει το τρέχον παγκόσμιο έλλειμμα LNG.
Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει η Κομισιόν, η τιμή του φυσικού αερίου θα εξακολουθήσει να επηρεάζει κεντρικά την Ευρώπη όχι μόνο επειδή το συγκεκριμένο καύσιμο θα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ των 27 κατά τα επόμενα 10-20 χρόνια, αλλά κι επειδή παρ’ όλες τις συζητήσεις για μεταρρύθμιση των αγορών ενέργειας, όπως συνηθίζεται στην Ευρώπη, ουδεμία μεταρρύθμιση έγινε τελικά, με αποτέλεσμα η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος να παραμένει εξαρτημένη από την τιμή του φυσικού αερίου και οι δυο μαζί από την κερδοσκοπία των αγορών.
Ο,τι ισχύει για την Ευρώπη σχετικά με το φυσικό αέριο ισχύει ακόμη περισσότερο για την Ελλάδα, καθώς βάσει του νέου Εθνικού Σχεδίου για το Κλίμα της ΝΔ, υποτίθεται για να προσαρμοστεί η χώρα στην ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση, ο ρόλος του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα αντί να μειωθεί, ενισχύθηκε περαιτέρω, με πρόβλεψη για αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο κατά 40% ως το 2030. Αν λοιπόν οι αυξημένες τιμές φυσικού αερίου επανέλθουν, το κόστος του ρεύματος στη χώρα μας θα βρεθεί ξανά στα ύψη.
Ο κίνδυνος «ατυχήματος»
Τους τελευταίους δώδεκα μήνες οι κεντρικές τράπεζες των χωρών των ΗΠΑ και της ευρωζώνης αύξησαν με πρωτοφανή ταχύτητα τα επιτόκια, προκειμένου να θέσουν υπό έλεγχο την έκρηξη του πληθωρισμού που βρέθηκε πέρσι σε επίπεδα άνω του 10%. Και ενώ πλέον ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει στη ζώνη του 5-6%, τα στελέχη των κεντρικών τραπεζών δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν ψηλά για όσο καιρό χρειαστεί ενώ υπάρχουν και οι φωνές που ζητούν περαιτέρω αύξηση επιτοκίων.
Με τη μόνη διαφορά ότι το τρέχον πληθωριστικό κύμα έχει πολλές αιτίες και οι κεντρικές τράπεζες μόνο ένα εργαλείο: την προσφορά και το κόστος του χρήματος. Ενδεχομένως, λοιπόν, οι τιμές να συνεχίσουν να αυξάνονται επειδή η Ευρώπη δρομολογεί επενδύσεις υψηλού κόστους σε πράσινη ενέργεια μετακυλώντας το κόστος στο ρεύμα που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις ή επειδή οι ΗΠΑ αποφάσισαν να επεκτείνουν το ΝΑΤΟ ως το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας και θέλουν ρήξη με την Κίνα. Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί να χρειαστούν χρόνια ολόκληρα μέχρι να πέσει ο πληθωρισμός από το 5-6% που βρίσκεται σήμερα κάτω του 3% στις χώρες της Δύσης, ενώ σε «πληθωρισμό διαρκείας» αναφέρθηκε η Κομισιόν στις τελευταίες συστάσεις της προς τα κράτη.
Υφεση, ανεργία, τράπεζες
Εάν όμως οι κεντρικές τράπεζες κρατήσουν ψηλά τα επιτόκια για πολύ καιρό αυξάνοντας το κόστος του χρήματος και του χρέους, είναι σίγουρο, λένε οι οικονομολόγοι, ότι θα προκαλέσουν σοβαρά ατυχήματα – ύφεση, αύξηση της ανεργίας ή μια μεγάλη τραπεζική κρίση.
Μέχρι στιγμής οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης έχουν γλιτώσει έστω και οριακά την ύφεση. Ομως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού έχει ξεκινήσει και βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη τραπεζική κρίση που έχει οδηγήσει ήδη στην κατάρρευση τριών τραπεζών –Silicon Valley Bank, Signature Bank και First Republic Bank (αλλά και της ελβετικής Credit Suisse)– και στον κλονισμό άλλων δύο –PacWest και Western Aliance– που ακόμη αντέχουν, όμως άγνωστο για πόσο.
Το πρόβλημα ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και ειδικού στην τραπεζική Αμίτ Σερού, είναι ότι με τους σημερινούς όρους οι μισές περίπου από τις 4.800 τράπεζες των ΗΠΑ είναι εν δυνάμει αφερέγγυες – επειδή επένδυσαν το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού τους σε τίτλους του αμερικανικού δημοσίου επί μηδενικών επιτοκίων και αν επιχειρήσουν σήμερα να τα πουλήσουν θα γράψουν ζημιές εξανεμίζοντας τα ίδια κεφάλαιά τους, όπως ακριβώς έγινε με τις τράπεζες που κατέρρευσαν. Επομένως, καταλήγει ο Σερού, όσο κι αν ακούγεται σοκαριστικό, το μισό αμερικανικό τραπεζικό σύστημα διατρέχει κίνδυνο άμεσης κατάρρευσης μες στους επόμενους 9-12 μήνες και κανείς σήμερα δεν μπορεί να προβλέψει αν και πόσες τράπεζες τελικά θα καταρρεύσουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο κίνδυνος μιας ευρείας τραπεζικής κρίσης στις ΗΠΑ όμως είναι μεγάλος, διότι η πείρα του παρελθόντας έχει δείξει πως όταν υπάρχει μεγάλη τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλες οι οικονομίες επηρεάζονται. Κι αν υπάρξει μεγάλη τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ, θα έρθει στην Ελλάδα με κάποιον τρόπο, π.χ. περιορισμό του δανεισμού, ύφεση, στάση πληρωμών ή αλλιώς.