Η οπτική και η προοπτική στα ελληνοτουρκικά

Μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις να τρέχουν ταχύτατα και να αναδιαμορφώνουν τα δεδομένα στην ευρύτερη γειτονιά μας, από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις εχθροπραξίες στον Καύκασο μέχρι τη συνεχιζόμενη εμπόλεμη κατάσταση στη Συρία και την ένοπλη σύρραξη στο Ισραήλ, η χαμηλή ένταση των ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων είναι μεγάλης σημασίας. Το ίδιο ισχύει και για το άνοιγμα διαλόγου με τη γείτονα χώρα. Ολα αυτά πρέπει να τύχουν αξιολόγησης και διαχείρισης, έχοντας όμως πάντα στο μυαλό μας ότι οι προσδοκίες πρέπει να είναι προσγειωμένες όσον αφορά την Τουρκία.

Ο Ερντογάν, όπως έχει πράξει και στο παρελθόν, χρησιμοποιεί προς όφελός του τις συνομιλίες με την Αθήνα για δικούς του λόγους. Οι λόγοι αυτοί σχετίζονται κυρίως με την επιθυμία του να ευαρεστήσει την αμερικανική πλευρά για να εξασφαλίσει την προώθηση της τουρκικής ατζέντας όσον αφορά τα εξοπλιστικά και την προμήθεια των F-16, αλλά και με το γεγονός πως μπορεί να διαβλέπει ότι η Ελλάδα και η οικοδόμηση σχέσεων ικανοποιητικού επιπέδου με τη χώρα μας μπορεί να ανοίξουν ταχύτερα τον δρόμο για την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ΕΕ. Παράλληλα ωφελείται από τις συμφωνίες που κλείνει με την ευρωπαϊκή πλευρά, όπως αυτή για το μεταναστευτικό. Η επίσκεψη Ερντογάν και η επακόλουθη Διακήρυξη των Αθηνών κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση διατήρησης ενός θετικού κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες.

Παρ’ όλα αυτά ανησυχίες, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν και πρέπει να σημειωθεί ο κίνδυνος παρερμηνείας ή έλλειψης συγκλίσεως στην ερμηνεία όρων του κειμένου της Διακήρυξης της Αθήνας της 7ης Δεκεμβρίου, το οποίο δεν είναι νομικά δεσμευτικό αλλά αποτυπώνει σαφή πολιτική βούληση και κατεύθυνση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το ήπιο κλίμα που επικρατεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό, δεδομένης της πάγιας τακτικής της Τουρκίας να προσθέτει ή να δημιουργεί διαρκώς νέες διαφορές προς επίλυση ή και αλλαγή προσωπείου από τον Ερντογάν κατά το δοκούν. Η ευχή είναι να διατηρηθεί το καλό κλίμα που έχει αναπτυχθεί την τελευταία περίοδο, να παραμείνει ανοιχτός ο διάλογος με τη γείτονα και να χτιστούν γέφυρες.

Ομως η ανησυχία παραμένει ότι μόλις για την Τουρκία κλείσει επιτυχώς ο κύκλος των διεκδικήσεων και αποκομίσει τα όποια οφέλη, θα επανέλθει στη συνήθη πρακτική των προκλήσεων στο Αιγαίο, που δεν έχουν εκλείψει εντελώς. Η ελληνική πλευρά οφείλει να διαθέτει και να συντηρεί απαρέγκλιτα μια πάγια εθνική στρατηγική στα εξωτερικά θέματα. Αναγκαίες προς αυτό τον σκοπό είναι η επικοινωνία και ενημέρωση όλων των πολιτικών κομμάτων.

Αναφορικά με το μέλλον της υποστήριξης των Ενόπλων Δυνάμεων, οι δηλώσεις του υπουργού Αμυνας μπορούν να χαρακτηριστούν με θετικό πρόσημο καθώς τοποθετούν σε πρώτο πλάνο την ανάγκη προτεραιοποίησης και σχεδιασμού των εξοπλιστικών προγραμμάτων, τα οποία θεωρώ ότι πρέπει να αξιοποιούν τις τεχνολογικές εξελίξεις και να βασίζονται στα συμπεράσματα από τις πρόσφατες συρράξεις σε Συρία, Ουκρανία, Ναγκόρνο Καραμπάχ και Ισραήλ για να έχουν προστιθέμενη αξία για τη χώρα, χωρίς να παραβλέπεται ο δημοσιονομικός παράγοντας. Τέλος, θεωρώ κρίσιμη για το μέλλον της εξέλιξης των ελληνοτουρκικών σχέσεων την ύπαρξη σαφών και δεδηλωμένων κόκκινων γραμμών.

Η εθνική μας κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα, η υποστήριξη της επιχειρησιακής δυνατότητας των Ενόπλων Δυνάμεων σε όλη την επικράτεια και ειδικά στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πρέπει να είναι οι βάσεις για τη χάραξη μιας συμπαγούς εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.

Ο Ευάγγελος Αποστολάκης είναι βουλευτής Επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, τομεάρχης Εθνικής Αμυνας