Η οπαδική βία έπεσε κατηγορία

Η οπαδική βία έπεσε κατηγορία

Από το κακό στο χειρότερο βαδίζει το ελληνικό ποδόσφαιρο, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με την ακραία συμπεριφορά των οπαδών. Και είναι χαρακτηριστικό ότι τους τελευταίους τρεις μήνες τα επεισόδια οπαδικής βίας όχι μόνο έχουν ενταθεί αλλά έχουν δημιουργηθεί αρκετά νέα δεδομένα, τα οποία πιθανότατα θα αλλάξουν ριζικά και τον χάρτη του χουλιγκανισμού ως απόρροια της κοινωνικής κυρίως κρίσης λόγω της φτωχοποίησης που επικρατεί γενικότερα. Ενα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τα επεισόδια έχουν μεταφερθεί για τα καλά στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, είτε αφορούν τη Γ΄ Εθνική είτε τα τοπικά (κυρίως αυτά) πρωταθλήματα. Ομως μέσα από αυτά ο χουλιγκανισμός δείχνει να ξεφεύγει από γνώριμες καταστάσεις (επεισόδια στα τοπικά πρωταθλήματα γίνονταν πάντα…), όπως για παράδειγμα τα επεισόδια οργανωμένων οπαδών ή «ιδιωτικών στρατών» με ντου σε συνδέσμους, μαχαιρώματα σε ανυποψίαστους φιλάθλους ή ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με κροτίδες, φωτοβολίδες, κλομπ, λοστούς κ.λπ., κι έχει πάει σε ακόμη πιο επικίνδυνα μονοπάτια που δημιουργούν ένα εντελώς μαφιόζικο τοπίο μέσα κι έξω από τα γήπεδα. Και όλα αυτά ερήμην του επιφανειακού υφυπουργού που επιμένει να διαλαλεί ότι δήθεν καταπολεμάει τον χουλιγκανισμό, τη στιγμή που αυτός γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα ακόμη και στις μικρές κοινωνίες…

«Η οπαδική βία τα τελευταία χρόνια εξαπλώθηκε και σε χώρους έξω από τα γήπεδα, ανεξαρτητοποιήθηκε χωροχρονικά από τους αθλητικούς αγώνες και παράλλαξε τον ιδιότυπο πόλεμο που μαίνεται αρκετές δεκαετίες μεταξύ μερίδας οπαδών. Και δυστυχώς, όπως σε κάθε πόλεμο, δεν υπάρχουν μόνο τραυματίες αλλά και νεκροί, δεδομένου ότι η σημαντικότερη ειδοποιός διαφορά της βίας όπως αυτή εμφανίζεται συνολικά στην –υπό κρίση αξιών– κοινωνία μας τα τελευταία χρόνια είναι ότι έχει αναβαθμιστεί ποιοτικά και λαμβάνει ακραίες μορφές» δηλώνει στο Documento ο δικηγόρος με ειδίκευση στην εγκληματολογία Διονύσης Χιόνης, ο οποίος προσθέτει: «Η ακραία βία έχει διεισδύσει ακόμη και στα ερασιτεχνικά ενίοτε και τοπικά πρωταθλήματα, κάτι που αποδεικνύει ότι πρόκειται για κοινωνική βία που βρίσκει ευκαιρίες εκτόνωσης σε σημεία πλησίον του αθλητισμού και δεν πρόκειται για αμιγώς αθλητική ή οπαδική βία. Τα γήπεδα των ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων αποτελούν πρόσφορο τόπο εγκλημάτων βίας, επειδή μεταξύ άλλων η αστυνομική παρουσία είναι από τυπική έως μηδενική, δεν υπάρχει υλικοτεχνικός εξοπλισμός βιντεοεπιτήρησης και γενικότερα απουσιάζει οποιοδήποτε μέτρο πρόληψης, επομένως οι πιθανότητες σύλληψης των δραστών είναι από αμελητέες έως ανύπαρκτες».

Για τον κ. Χιόνη είναι πάντως παρήγορο ότι ο φίλαθλος κόσμος αντιδρά σε όλες αυτές τις ακραίες συμπεριφορές. «Η στάση της λεγόμενης κοινής γνώμης σήμερα είναι ενθαρρυντική –εκτός από θλιβερές μειονότητες– και ίσως πρωτοφανής σε έκταση λόγω και της τεράστιας δυναμικής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όμως θεωρώ ότι δεν αρκεί για να αλλάξει την αρνητική κατάσταση. Αν όμως δεν παρέμβει η πολιτεία για να λάβει ουσιαστικά μέτρα και να συντονίσει κι άλλους φορείς που μπορούν και υποχρεούνται να συμβάλουν, όπως είναι οι σύνδεσμοι οργανωμένων οπαδών που γλαφυρά αναφέρονται στο νομικό μας πλαίσιο ως “λέσχες φιλάθλων”, τα αθλητικά σωματεία ή ΠΑΕ, ΚΑΕ κ.λπ., δεν θα περιοριστεί το φαινόμενο».

Αναζητώντας μια απάντηση στο ερώτημα γιατί εδώ και χρόνια στη χώρα μας είναι ανεξέλεγκτη η ακραία οπαδική βία, ο κ. Χιόνης εκτιμά ότι «το πρόβλημα των εγκλημάτων της λεγόμενης οπαδικής βίας ή της βίας στα γήπεδα, όπως αναφερόταν κατά κόρον στο παρελθόν, μας ταλανίζει ως κοινωνία τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια και για την αντιμετώπισή του δεν έχει υιοθετηθεί αποτελεσματική λύση πέρα από τις αυστηροποιήσεις του νομοθετικού πλαισίου», ενώ κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη σημασία της έγκαιρης παρέμβασης των αρχών. «Ο έλεγχος των αρμόδιων αρχών επί του φαινομένου είναι μέχρι σήμερα τουλάχιστον διακριτικός και ενεργοποιείται κυρίως σε κακουργηματικές περιπτώσεις, όταν δηλαδή είναι πολύ αργά. Τότε οι ομάδες σπεύδουν να καταδικάσουν τη βία, ενίοτε γενικώς και αορίστως, και λίγες ημέρες αργότερα επανέρχονται στο προσκήνιο τα εγκλήματα που διέπραξαν οι “αντίπαλοι” και έμειναν ατιμώρητα ή δεν τιμωρήθηκαν ιδιαίτερα αυστηρά. Και το νερό στον μύλο της οπαδικής βίας δεν σταματά να τρέχει ποτέ, ποτίζοντας το μίσος και υποδαυλίζοντας τα ανθρωποκτόνα πλέον πάθη με την εκ πλαγίου προσφορά τεχνικών ουδετεροποίησης, όπως λέμε στην εγκληματολογία, της απαξίας των πράξεων των “δικών μας” οπαδών-εγκληματιών».

Οσον αφορά τέλος την αντιμετώπιση του φαινομένου της οπαδικής βίας, ο δικηγόρος στέκεται στη σημασία που έχει το «να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι πολλοί διαφορετικοί φορείς και παράγοντες με ειλικρινείς προθέσεις εξεύρεσης βιώσιμης λύσης και με κοινή θέση ότι η βία δεν έχει χρώματα, άρα δεν υπάρχουν οι δικοί μας και οι άλλοι οπαδοί. Εχει αποδειχτεί ότι δεν αρκούν οι συστάσεις επιτροπών με διάφορους σοφούς και “σοφούς”, οι διαδοχικές τροποποιήσεις και συχνά αυστηροποιήσεις του νομικού πλαισίου, οι μεμονωμένες συλλήψεις και οι σποραδικές καταδίκες εγκληματιών. Πέρα από τα παραπάνω, χρειάζεται κοινωνική συσπείρωση των υγιών φιλάθλων, των αθλητών, του Τύπου και των επιστημόνων –εγκληματολόγων, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων– που θα συνδράμουν στην κατάστρωση ενός ρεαλιστικού σχεδίου καταπολέμησης της ακραίας βίας που εμφανίζεται με αφορμή τις αθλητικές ομάδες. Διαφορετικά» καταλήγει, «είμαι βέβαιος ότι θα ζούμε τη μέρα της μαρμότας ξανά και ξανά και σε λίγους μήνες θα συζητάμε και πάλι για το πρόβλημα της βίας μέσα ή έξω από τα γήπεδα με αφορμή άλλη μία ανθρωποκτονία με αφορμή τις αθλητικές ομάδες».

Ετικέτες

Documento Newsletter