Η ομορφιά της άμορφης μάζας μπετόν

Ο Τάσος Λάγγης και ο Γιάννης Γαϊτανίδης, δημιουργοί του ντοκιμαντέρ «Χτίστες, νοικοκυρές και οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας», μια παραγωγή του Ιδρύματος Ωνάση, εκθέτουν μια διαφορετική προσέγγιση για την πολυκατοικιοποίση της πρωτεύουσας. 

Ποιοι είναι οι επαρχιώτες που ήρθαν στην Αθήνα µετά τον Εµφύλιο και «τσιµέντωσαν» την πόλη; Ποιοι γέµισαν το λεκανοπέδιο µε πολυκατοικίες; Το ντοκιµαντέρ «Χτίστες, νοικοκυρές και οικοδόµηση της σύγχρονης Αθήνας» εστιάζει στην ιστορία της ανοικοδόµησης της πρωτεύουσας µε προσωπικές αφηγήσεις και µαρτυρίες, ξεκινώντας από το 1950 και φτάνοντας έως το 1970. Η ταινία βασίζεται στο οµώνυµο βιβλίο της Ιωάννας Θεοχαροπούλου που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από το Ιδρυµα Ωνάση, παραγωγή του οποίου είναι και το ντοκιµαντέρ. Μιλήσαµε µε τους δηµιουργούς Γιάννη Γαϊτανίδη και Τάσο Λάγγη για την «άµορφη µάζα του µπετόν», το µεγάλο κύµα της αντιπαροχής, τις «νοικοκυρές» και τη σύνδεση της πολυκατοικίας µε την κοινωνική ζωή.

Οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ Τάσος Λάγγης και Γιάννης Γαϊτανίδης

Το ντοκιµαντέρ σας αφηγείται την ιστορία της αθηναϊκής πολυκατοικίας και της ανοικοδόµησης. Με ποιον τρόπο επιχειρεί να αντιστρέψει την εικόνα της µίζερης και άχαρης πόλης;

Γιάννης Γαϊτανίδης: Η ταινία εστιάζει στην ιστορία της ανοικοδόµησης ξεκινώντας από το 1950 και φτάνοντας περίπου έως το 1970. Ηδη από εκείνη την εποχή υπάρχει αναφορά στα ΜΜΕ για την πολεοδοµική αναρχία, το τέρας της ανοικοδόµησης, το γκρέµισµα των νεοκλασικών κ.λπ. Τέτοιες αφηγήσεις συνήθως αγνοούν κάποιους από τους βασικούς πρωταγωνιστές τους, δηλαδή τους εσωτερικούς µετανάστες που ήρθαν στην Αθήνα για µια καλύτερη ζωή. Η πρόθεσή µας δεν ήταν να εξωραΐσουµε τη σηµερινή Αθήνα όσο να καταλάβουµε τις συνθήκες, τις πολιτικές ατζέντες και κυρίως τις επιθυµίες των απλών ανθρώπων της εποχής που διαµόρφωσαν τον αστικό µας χώρο. Η µατιά µας είναι περισσότερο ανθρωπολογική και ιστορική παρά αρχιτεκτονική.

Τάσος Λάγγης: Η προβολή της Αθήνας ως «αποτυχηµένης» πόλης προκύπτει συνήθως βιαστικά, όταν οι εικόνες της συγκρίνονται µε τις εικόνες από άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης και µέσα από το πρίσµα ενός εθνικού αισθήµατος κατωτερότητας. Συνήθως όταν συµµεριζόµαστε αυτή την άποψη ξεχνάµε, παραβλέπουµε ή αγνοούµε τις ιστορικές παραµέτρους που καθόρισαν τη µορφή αυτής της πόλης όπως είναι σήµερα. Πολλοί πιστεύουµε ακόµη ότι φταίει ο Καραµανλής ή πως η αντιπαροχή κατέστρεψε την όµορφη νεοκλασική όψη της πόλης. Η έρευνα της Ιωάννας Θεοχαροπούλου και το βιβλίο της µας αποκάλυψαν µια σειρά από τεκµήρια, µέσα από ένα ευρύ φάσµα επιστηµονικών πρακτικών πέρα από την αρχιτεκτονική, που κλονίζουν τέτοιου είδους βεβαιότητες και µας προκάλεσαν την ανάγκη να βρούµε αυτούς τους ανθρώπους τους οποίους αναφέρει ως ανώνυµους «συν-δηµιουργούς» της Αθήνας.

Η αρχική µας πρόθεση λοιπόν ήταν να προσπαθήσουµε να κατανοήσουµε αυτούς τους νέους και τις νέες που ήρθαν µαζικά στην Αθήνα µετά τον Εµφύλιο και προσπάθησαν να επιβιώσουν σε ένα µεταφασιστικό κράτος και µε το µόνιµο βάρος της φτώχειας στην πλάτη τους. Αυτό που επιχειρούµε είναι να συνδέσουµε µεταξύ τους στοιχεία που ενώ µας είναι οικεία τα παραβλέπουµε. Στοιχεία όπως η γλώσσα και οι εντάσεις ανάµεσα στη δηµοτική και την καθαρεύουσα, η πολιτισµική σηµασία της προφορικής συναλλαγής, η λαϊκή µουσική, το θέατρο σκιών σαν κιβωτός ανθρώπινων αρχέτυπων συµπεριφορών και ρόλων, η προσπάθεια του να τα βγάλει κανείς πέρα µε την καθηµερινότητα ως αρχαία τακτική επιβίωσης. Αυτά όλα είναι γραµµένα πάνω σε αυτή την άµορφη µάζα του µπετόν, όπως µας αρέσει να αποκαλούµε συχνά την Αθήνα.

Με ποιον τρόπο η ιστορία της πολυκατοικίας αντικατοπτρίζει την κοινωνική ζωή στους κατοικηµένους χώρους της πόλης;

Τ.Λ.: Αν το δούµε πραγµατιστικά, η πολυκατοικία είναι απλώς µια γερή και πολυχρηστική συσκευή κατοίκησης που εµφανίστηκε από την ανάγκη να στεγαστούν µαζικά και γρήγορα οι πολίτες της πρωτεύουσας ενός φτωχού κράτους. Οπως αναφέρει ο καθηγητής Θωµάς Μαλούτας και θα µπορούσε κανείς να διαπιστώσει στις δεκάδες καταπληκτικές µελέτες στον ιστότοπο Athens Social Atlas, ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισµός –το γεγονός δηλαδή ότι στο κέλυφος µιας πολυκατοικίας συνυπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι– προφύλαξε την Αθήνα από την γκετοποίηση που παρατηρείται σε άλλες µεγάλες πόλεις του κόσµου.

Σήµερα, διεθνώς γίνεται λόγος για το σύστηµα του exclusionary zoning (σύστηµα ζώνης χρήσεων γης αποκλειστικά για πλούσιους λευκούς) στον βαθµό που έχει καταστήσει παράνοµη την προσιτή κατοικία στις αµερικανικές πόλεις και θεωρείται ότι έχει συµβάλει στη διάλυση της κοινωνίας. Αυτό το χαρακτηριστικό λοιπόν της πολυκατοικίας –του κάθετου κοινωνικού διαχωρισµού– µαζί µε το φαινόµενο των µεικτών χρήσεων, όπου µέσα της θα συναντήσουµε καταστήµατα, ιατρεία, φροντιστήρια και ένα σωρό άλλες υπηρεσίες, δηµιουργεί τις συνθήκες µιας ώσµωσης του ιδιωτικού µε το δηµόσιο και µιας άµβλυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων που δεν παρατηρείται εύκολα αλλού.

Αρκετοί παραδοσιακοί τεχνίτες από την ελληνική επαρχία και τα νησιά εργάστηκαν στις οικοδοµές. Ποια ήταν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της φιγούρας του χτίστη, σύµφωνα µε τις µαρτυρίες και τις συνεντεύξεις;

Γ.Γ.: Οι άνθρωποι που συµµετέχουν στο ντοκιµαντέρ αντιπροσωπεύουν ένα µέρος και όχι το σύνολο των χτιστών που δούλεψαν στην ανοικοδόµηση της Αθήνας. Τα κοινά τους χαρακτηριστικά είναι πως προέρχονται από µέρη της Ελλάδας ή από οικογένειες µε παράδοση στο χτίσιµο. Οι περισσότεροι δεν έχουν τελειώσει το σχολείο και ξεκίνησαν από πολύ µικρή ηλικία να δουλεύουν στην οικοδοµή, είναι δηλαδή εµπειρικοί τεχνίτες. Η έκρηξη της ανοικοδόµησης της εποχής τούς έδωσε τη δυνατότητα να βγάζουν ένα σταθερό µεροκάµατο, να µάθουν γρήγορα τη δουλειά – µάλιστα µερικοί από αυτούς εξελίχτηκαν σε εργολάβους.

Τ.Λ.: Αυτοί που η Θεοχαροπούλου ονοµάζει «οι χτίστες» παρουσιάζουν ευρεία ποικιλία χαρακτηριστικών που σχετίζεται πάντα µε τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής τους. Καθένας έφερνε στοιχεία της ντόπιας οικοδοµικής πρακτικής, όπως ο κ. Λάµπρος που προέρχεται από την παράδοση των εκκλησιάδων της Σαντορίνης ή ο κ. Νίκος που προέρχεται από τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας και την παράδοση των πετράδων. Ολοι τους είναι άνθρωποι της δουλειάς και την αγαπούν µε πάθος.

Ποιος ήταν ο ρόλος της «νοικοκυράς» δίπλα στον χτίστη και πώς συνδυάστηκε µε το αµερικανικό όραµα για «αποταµίευση, οικονοµία και ασφάλεια» τη δεκαετία του ’60;

Γ.Γ.: Μας ενδιέφερε ιδιαίτερα να ψάξουµε και να αναδείξουµε τη ζωή αυτών των γυναικών, τις επιθυµίες και τον ρόλο τους στο «χτίσιµο» του σπιτιού και της οικογένειας. Η συνεισφορά τους είναι συγκινητική και παραγνωρισµένη.

Τ.Λ.: Οι γυναίκες που αναφέρονται ως «νοικοκυρές» διαδραµάτισαν ρόλους περίπλοκους που είναι δύσκολο να οριοθετηθούν, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή ντοκουµέντα και έρευνες. Οι γυναίκες στον πολιτισµό µας αγνοούνται συστηµατικά και µόνο τα τελευταία χρόνια αποτιµάται η ιστορική τους συνεισφορά. Οι κοπέλες που ήρθαν µε τους άντρες τους από την επαρχία και κατάφεραν να στήσουν ένα σπιτικό στην Αθήνα ήταν ένα είδος «υπουργού των οικονοµικών», όπως µας είπαν επανειληµµένα. Κανόνιζαν τη ροή του εισοδήµατος µες στο σπίτι και έκαναν κουµάντο µάλλον από ένστικτο. Τα µίντια όµως είδαν αυτή την τάση και την εκµεταλλεύτηκαν. Ετσι όλα τα πρότυπα που εισήχθησαν είχαν στόχο τις γυναίκες, εφόσον εκείνες ήταν η κινητήρια δύναµη για την αλλαγή στα καταναλωτικά πρότυπα. Η Γεωργία Βασιλειάδου ενσαρκώνει ιδανικά το δίπολο που επικρατούσε τότε στους φαντασιακούς ρόλους της νοικοκυράς. Από τη µια στον «Θησαυρό του µακαρίτη» παίζει τη Ρωµιά που ξεγελάει τον εργολάβο µε δόλωµα τον θησαυρό και µε σκοπό να εκσυγχρονίσει την παλιά της κουζίνα. Ενώ στη «Θεία απ’ το Σικάγο» παίζει την πλούσια Ελληνοαµερικανίδα που σαρώνει την παλιατζούρα χορεύοντας τζαζ µε σκοπό να καταφέρει να καλοπαντρευτούν οι ανιψιές της.

Η πρακτική της αντιπαροχής οδήγησε στην «παραµόρφωση» της Αθήνας; Υπήρξε µέσο εύκολου πλουτισµού, αλλά και τρόπος εδραίωσης των κυρίαρχων θεσµών της µετεµφυλιακής εξουσίας για την πειθάρχηση του πληθυσµού;

Τ.Λ.: Οταν ξεκινήσαµε την έρευνα νοµίζαµε ότι η αντιπαροχή, ως πρακτική, ήταν κάποιο είδος νοµοθετηµένου θεσµού. Ανακαλύψαµε ότι ήταν µια απλή προφορική συναλλαγή της πιάτσας. Λειτουργούσε στο µιλητό ίσως και προπολεµικά, αλλά εκτοξεύτηκε όταν τέθηκε σε ισχύ το περίφηµο ΚΗ΄ ψήφισµα στις 23 Αυγούστου του 1947. Είχε µάλιστα τον εύλογο τίτλο «Περί παροχής διευκολύνσεων διά την υπό ιδιωτών ανοικοδόµησιν». Πιστεύω ότι αυτό ξεκίνησε τον οικοδοµικό οργασµό. Το ΚΗ΄ ψήφισµα καταργούσε το ενοικιοστάσιο που ίσχυε µέχρι τότε και απάλλασσε από τους φόρους τον ιδιοκτήτη του ακινήτου αλλά και τον κατασκευαστή. Γι’ αυτό µπορούσε κάποιος να ξεκινήσει να χτίζει χωρίς να έχει κεφάλαιο. Είναι εκπληκτικό αν το σκεφτεί κανείς: ο εργολάβος χωρίς κεφάλαιο έστηνε ένα τραπεζάκι στο οικόπεδο ή έξω από το «υπό κατεδάφιση» σπίτι και «πουλούσε» επιτόπου τα διαµερίσµατα. Με τις προκαταβολές ξεκινούσε να πληρώνει τους εργάτες και να στήνει την οικοδοµή. Καθώς πουλούσε, προχωρούσε και τη δουλειά. Αυτό όλο ήταν στον αέρα και στο ρίσκο, αλλά στην αρχή βασίστηκε στη ρωµαίικη µπέσα και στο φιλότιµο. Σε µια προφορική δέσµευση και σε ένα µεσογειακό χαρακτηριστικό ταµπεραµέντο.

Αργότερα, όταν συνέβησαν περιστατικά κακοδιαχείρισης, οι αγοραστές έγιναν πιο προσεκτικοί και ζητούσαν εγγυήσεις και έτσι η όλη πρακτική άρχισε να αυτορυθµίζεται. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες υπήρχαν και µεγαλοεργολάβοι µε περιουσίες που στήθηκαν µε σκαιό τρόπο στην Κατοχή, αλλά αυτό είναι θέµα άλλης ταινίας. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η νοµοθετική ρύθµιση βοήθησε πολλούς ανθρώπους από τα χειµαζόµενα από τη φτώχεια λαϊκά στρώµατα να φτιάξουν ένα υποτυπώδες σπιτικό, δεδοµένου ότι το κράτος δεν έδινε καµία άλλη διευκόλυνση, όπως η εργατική κατοικία ή τα δάνεια, ή έστω κίνητρα για την ανάπτυξη µιας κοινωνικά δίκαιης στεγαστικής πολιτικής. Ολα τα χρήµατα που έµπαιναν στο δηµόσιο κατευθύνονταν αµέσως στην ελίτ και στους βιοµήχανους. Είναι παραπλανητικό λοιπόν να επιµένει κανείς στην επικρατούσα αντίληψη που αναφέρατε.