Η Ομόνοια αναζητά ταυτότητα

Η Ομόνοια αναζητά ταυτότητα

Μια συγγνώμη και αρκετά υψωμένα κινητά για να ακινητοποιήσουν τα εκτινασσόμενα ύδατα σφράγισαν τα εγκαίνια της αναπλασμένης Ομόνοιας.

Ο δήμαρχος της Αθήνας Κώστας Μπακογιάννης όφειλε να ξέρει πως το «δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού». Το προσυνεννοημένο πέρασμα της Αλκηστης Πρωτοψάλτη από το Μέγαρο Μαξίμου ίσως να μην είχε καμία σχέση με το στριμωξίδι του κόσμου στην πολύπαθη πλατεία.

Ωστόσο, παρά τη δυσμενή συγκυρία της τήρησης των αποστάσεων, ο συνωστισμός και κυρίως ο συγχρωτισμός ήταν αυτά που ανέκαθεν της ταίριαζαν. Οπαδοί και αρχηγοί κομμάτων συνωθούνταν οργισμένοι το 1862 για να διώξουν τον βασιλιά Οθωνα και ορκίζονταν «ομόνοια» χάριν του εθνικού συμφέροντος. Βάφτισαν έτσι, έστω και άθελά τους, την πλατεία κι ας μην κράτησαν τον όρκο τους. Μερικές δεκαετίες αργότερα βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συγκρούονταν κάτω από τις συστάδες των δέντρων. Στοιβαγμένοι πρόσφυγες το ’22 έψαχναν μεροκάματο, ενώ στα Δεκεμβριανά έπεφταν οι σφαίρες σαν το χαλάζι στους γύρω δρόμους.

Το μεγάλο ατού όμως της Ομόνοιας ήταν πάντοτε ο κοινωνικός συγχρωτισμός. Κοσμικές κυρίες διαγκωνίζονταν για ένα εισιτήριο στα θέατρα και τα καφέ σαντάν, παπατζήδες και απάχηδες, μόρτες και βαρύμαγκες, ρεμπέτες και κοκότες «με τουπέ και γλύκα» δίπλα στους αστούς που γλένταγαν στα θρυλικά πάρτι του ξενοδοχείου Ambassadeur. Η κοσμοπολίτικη εσάνς που αποτυπώνεται στο τραγούδι «Ομόνοια πλαζ» σταδιακά φθίνει. Διατηρείται όμως μια ανθρωπογεωγραφία που στη δεκαετία του ’80 περιλαμβάνει φιλάθλους που βουτάνε στο σιντριβάνι να πανηγυρίσουν τη νίκη της ομάδας τους, επαρχιώτες που δίνουν ραντεβού στο φαρμακείο του Μπακάκου, περαστικούς που τρυπώνουν βιαστικά στα λαγούμια του ηλεκτρικού, αγοραστές και πωλητές του εφήμερου έρωτα και ξενύχτηδες του Σαββατόβραδου που κάνουν ουρά για να αγοράσουν τις κυριακάτικες εφημερίδες. Αν ήσουν τυχερός, μπορεί να ’πεφτες πάνω στην μπάσα φωνή της Σαπφώς Νοταρά και τη σεβάσμια μορφή του Γιάννη Τσαρούχη που κουβέντιαζαν ήρεμα στο γαλακτοπωλείο στην αρχή της οδού Αθηνάς στις 3 τα ξημερώματα. Σαλόνια και περιθώριο, φοιτητές και νταβατζήδες, ουσίες κι οινοπνεύματα γίνονταν ένα κάτω από τα χαμηλωμένα φώτα.

Ο νόμος Παπαθεμελή που βάζει τέρμα στα ξενύχτια και το εργοτάξιο για το μετρό δίνουν τη χαριστική βολή στη ζωντάνια της πλατείας. Η παρακμή βροντοφωνάζει ακόμη και στον άχαρο πολεοδομικό σχεδιασμό της. Ο «Δρομέας» έχει φύγει για άλλη γειτονιά, ενώ στα γύρω στενά κουρνιάζουν άνθρωποι που τις

περισσότερες φορές ούτε η αστυνομία δεν καταδέχεται να συλλάβει τη δυστυχία τους. Περιφερόμενοι άστεγοι, κορμιά ρημαγμένα από τα ναρκωτικά, μετανάστες σκυθρωποί και αμίλητοι ριζωμένοι στα πεζούλια.

Εδώ και χρόνια η Ομόνοια δεν είναι πια πλατεία, παρά μονάχα ένας συγκοινωνιακός κόμβος που διασχίζουν αδιάφορα τα τροχοφόρα. Θα μπορέσει η τελευταία ανάπλαση να της δώσει μια ταυτότητα και ποια θα είναι; Σύμφωνα με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη αίρονται οι προηγούμενοι περιορισμοί και ανοίγει ο δρόμος για μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Το παλιό ετερόκλητο ανθρωπομάνι πιθανόν να αντικατασταθεί από τουρίστες που θα ανεβοκατεβάζουν αθόρυβα τις βαλίτσες τους. Θα επικρατήσει τo δόγμα «ησυχία, τάξις και ασφάλεια» και ο γόνος της δυναστείας Μητσοτάκη θα μπορεί να απολαμβάνει το ποτό του στο roof garden κάποιου πεντάστερου χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ζητήσει συγγνώμη.

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης

Documento Newsletter