Παρακολουθούμε ενεοί τον καθημερινό κατάλογο θυμάτων της πανδημίας. Απαντες περιμένουμε το νέο lockdown που δεν έρχεται. Μένουμε μάλιστα εντυπωσιασμένοι από τη ραγδαία αλλαγή της κυβερνητικής στάσης, η οποία πέρυσι είχε αναγάγει σε πανάκεια την καραντίνα-ακορντεόν ενώ φέτος κωφεύει στις εκκλήσεις των επιστημόνων.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη του «δεν υπάρχουν ενδείξεις και μελέτες», ο οποίος αρνήθηκε να ενισχύσει το ΕΣΥ στα δύο αυτά χρόνια της πανδημίας, η «χρέωση» είναι καθημερινή. Χρεώνεται τους νεκρούς λόγω του καθημαγμένου συστήματος υγείας και το στοίχημα είναι η αντοχή της κοινωνίας στην εκατόμβη νεκρών. Γιατί όμως πέρυσι με περισσή ευκολία επέβαλε lockdown και φέτος με πολύ περισσότερα θύματα, διασωληνώσεις, εισαγωγές σε νοσοκομεία το αρνείται; Το μυστικό βρίσκεται στις αντοχές της οικονομίας, που η σαθρότητά της δημιουργεί πολλαπλούς κινδύνους πτώχευσης!
Τρίζει η οικονομία
Η κυβέρνηση μπορεί να πανηγυρίζει για τη στρεβλή ανάπτυξη και το χαμηλό κόστος δανεισμού (οφείλεται στην εγγυητική δύναμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέσω του προγράμματος PEPP), όμως γνωρίζει καλά ότι αυτή η δύναμη έχει ημερομηνία λήξης την 31-3-2022.
Μετά την «D day» η άντληση χρημάτων από τις αγορές ομολόγων θα καταστεί δυσκολότερη και σίγουρα ακριβότερη αφού θα πάψει η εγγυητική δύναμη της ΕΚΤ. Εδώ εισέρχεται στο παιχνίδι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΗΧ). Με βάση το πλάνο που έχουν καταρτίσει και προκειμένου να μην ξεφύγουν τα επιτόκια δανεισμού σε επίπεδα άνω του 4% –αν τα υπερβούν, σημαίνει μνημόνια–, θα πρέπει οι έκτακτες δαπάνες για την πανδημία να μην ξεφύγουν.
Στο όριο η Ελλάδα
Η Ελλάδα κινείται στα όρια της ασφάλισης που ζητούν όσοι δανείζουν τα κράτη. Το πρώτο και μεγαλύτερο ανάχωμα είναι τα 37 δισ. ευρώ που άφησε παρακαταθήκη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –πλέον είναι 40 δισ. ευρώ–, ενώ τα άλλα δύο αναχώματα είναι η πλήρης εξόφληση του χρέους προς το ΔΝΤ και η μερική εξόφληση του διακρατικού χρέους. Στον προσφάτως ψηφισθέντα προϋπολογισμό οι δημοσιονομικές δαπάνες και τα ελλείμματα είναι στο ανώτατο όριο αντοχής αν θέλει να δανείζεται εντός ορίων και να μην μπει σε νέα μνημονιακή εποχή. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για εκτόξευση των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου εδράζεται σε δύο κυρίαρχα σημεία.
• Ο παρατεταμένος κύκλος των πληθωριστικών πιέσεων. Μπορεί ο Αδωνης Γεωργιάδης ως υπουργός Ανάπτυξης να μπουρδολογεί μιλώντας για παροδικότητα της ακρίβειας και για το αναπόδραστο φαινόμενο του ελατηρίου, όμως στα υψηλά πατώματα της ΕΚΤ αλλάζουν τη θέση τους για παροδικότητα του φαινομένου της ακρίβειας στην ευρωζώνη.
• Σταδιακή απόσυρση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τη στήριξη των κρατών (κυρίως το PEPP). Αυτήν τη στιγμή με βάση τις «διαθέσεις» της ΕΚΤ η Ελλάδα μετά τον Μάρτιο είναι εκτός των τειχών προστασίας, αφού δίνει ελάχιστες εγγυήσεις για το 2022, της τάξης των 2-3 δισ. ευρώ.
Ολα αυτά έχουν και συνέπειες στην πραγματική οικονομία, πέραν του ότι απομακρύνουν το ενδεχόμενο καθολικής καραντίνας. Η μείωση των εκκρεμών συντάξεων και των χρεών του δημοσίου προς τους ιδιώτες –δηλαδή ο κρυφός δανεισμός άνω των 4 δισ. ευρώ, σύμφωνα και με τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ– μάλλον δεν θα επιτευχθεί το 2022. Η κυβέρνηση πρέπει να ανεμίζει τη σημαία της στρεβλής ανάπτυξης που στηρίζεται στον δανεισμό.