Η οικονομία, οι υπερεξουσίες και το «τάιμινγκ του Αφρίν» οδήγησαν τον Ερντογάν στις πρόωρες εκλογές

Η οικονομία, οι υπερεξουσίες και το «τάιμινγκ του Αφρίν» οδήγησαν τον Ερντογάν στις πρόωρες εκλογές

Δεν ήταν και τόσο «ξαφνική» όσο θέλει ο ίδιος να την παρουσιάζει η απόφαση του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να στηθούν διπλές κάλπες στις 24 Ιουνίου, για παράλληλη εκλογή προέδρου και κοινοβουλίου. 

Στο ανατολίτικο πολιτικό παζάρι της Αγκυρας ο σουλτάνος δέχθηκε, υποτίθεται, το σκεπτικό του εθνικιστή εταίρου του, του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ότι «το έθνος δεν μπορεί να περιμένει έως το Νοέμβριο του 2019», οπότε είχαν προγραμματιστεί οι εκλογές.

Στην πραγματικότητα, οι συνέταιροι αποφάσισαν να ποντάρουν, ξανά, στα αντανακλαστικά μεγάλων μαζών συντηρητικών ψηφοφόρων (ανάμεσά τους και Κούρδων «νοικοκυραίων») για να περάσουν μια ώρα αρχύτερα στην επόμενη φάση του εγκλήματος που συνιστά η δολοφονία όσης, ελάχιστης, δημοκρατίας απέμεινε να ψυχορραγεί στη γείτονα.

Η οικονομία, οι προεδρικές υπερεξουσίες και το «τάιμινγκ του Αφρίν» οδήγησαν τον Ερντογάν στην απόφασή του.

Η τουρκική οικονομία έχει μεν ρυθμό ανάπτυξης 7,4% αλλά νοσεί βαθύτατα. Το δημόσιο χρέος (450 δις δολάρια, περίπου το 50% του ΑΕΠ), το αντίστοιχα μεγάλο ιδιωτικό, η κατρακύλα της λίρας έναντι του ευρώ και του δολαρίου, η αποχώρηση πολλών ξένων επενδυτών, η επιβάρυνση των τραπεζών από υπεχρεωμένες επιχειρήσεις, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού του δημοσίου και η «φούσκα» στον τομέα των κατασκευών είναι μερικές από τις όψεις της κρίσης. Ερντογάν και Μπαχτσελί θέλουν αν διασφαλίσουν την παραμονή τους στην εξουσία πριν η οικονομική δυσπραγία φτάσει στα σπίτια των «φτωχών και έντιμων πατριωτών» υποστηρικτών τους.

Με το περσυνό δημοψήφισμα ο αυταρχικός ηγέτης ίσα που κατάφερε, με οριακή πλειοψηφία, να περάσει από το λαό την αλλαγή του πολιτεύματος από κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία. Όλες οι υπερεξουσίες που έκοψε και έραψε για τον ίδιο, θα γίνουν καθεστώς «τώρα», δηλαδή αμέσως μετά τις εκλογές. Ο Ερντογάν ονειρεύεται να κυβερνά μέχρι τα βαθιά του γεράματα, με πολιτικούς αντιπάλους, ενοχλητικούς πανεπιστημιακούς και ανθρώπους του πνεύματος, δεκάδες δημοσιογράφους, εκατοντάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς υπόδικους, φυλακισμένους, απολυμένους ή, στην καλύτερη περίπτωση, φιμωμένους σαν τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Οποιος αντιδρά είναι «εσωτερικός εχθρός», «γκιουλενιστής», δηλαδή οπαδός του εξόριστου σις ΗΠΑ ιμάμη Φεχτουλάχ Γκιουλέν.

Το λεγόμενο «τάιμινγκ του Αφρίν» έπαιξε επίσης ρόλο στην απόφαση για πρόωρες εκλογές. Η στρατιωτική εισβολή το συριακό Κουρδιστάν πυροδότησε εθνικιστική και λαϊκιστική ρητορεία. Τώρα όμως που η φαρισαϊκά ονομαζόμενη επιχείρηση «Κλάδος ελαίας» υποτίθεται ότι ολοκληρώθηκε, θα ξεκινήσει μια περίπλοκη μακροχρόνια διπλωματική διαδικασία με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, που δεν προσφέρεται για εξαργύρωση στην κάλπη.

Δεν πρέπει να υποτιμηθεί, τέλος, ότι οι δημοσκοπήσεις, όσο μπορεί να τις εμπιστευθεί κανείς, εξακολουθούν να καταγράφουν γύρω στο 10% (όριο για την είσοδο στη Βουλή) το φιλοκουρδικό και ευρύτερα προοδευτικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), παρά το γεγονός ότι ηγετικά στελέχη και βουλευτές του βρίσκονται στη φυλακή. Με «όπλο» την αιματηρή καταστολή και τις ανηλεείς δικαστικές διώξεις, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να βγάλει εκτός Βουλής το HDP. Διακινδυνεύει όμως να επιτύχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, όπως συνέβη στις εκλογές του Ιουνίου του 2015, όταν το κόμμα έγραψε ιστορία αποσπώντας ποσοστό 13.12% των έγκυρων ψηφοδελτίων.

Όσο για την υπόλοιπη αντιπολίτευση, οι μεν κεμαλικοί του Κεμάλ Κιλιντσάρογλου (CHP) ισχυρίζονται, προς το παρόν, ότι «δεν φοβούνται να μιλήσει ο λαός», τα δε καινούργια κόμματα, κυρίως το νέο ακροδεξιό «Καλό Κόμμα» της Μεράλ Ακσενέρ, εκλεκτής τμήματος του τουρκικού μεγάλου κεφαλαίου, δεν έχουν δοκιμαστεί πέρα από το πεδίο εκπομπής εθνικιστικών συνθημάτων.  

Documento Newsletter