Η Θεσσαλονίκη των δερβίσηδων

Η Θεσσαλονίκη των δερβίσηδων

Στην παλιά Θεσσαλονίκη υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα τεκέδες. Κάθε συνοικία είχε τον τεκέ της. Ανάμεσά τους ο πανέμορφος Μεβλεβή χανές, ο τεκές Καντίρ Μπαμπά, ο Φετιγέ, ο Ικί Λουλέ Περσεμπέ, ο Σαατλί, ο Παζάρ, ο Γκιούλμπαμπα και ένας τεκές ωρυόμενων δερβίσηδων. Δεν σώζεται κανένας. Ομως για τον Μεβλεβή χανέ έχουμε κάποιες πληροφορίες και μερικές απεικονίσεις.

Οι τεκέδες ήταν θρησκευτικοί χώροι αντίστοιχοι με τα χριστιανικά μοναστήρια. Τα διάφορα τάγματα δερβίσηδων είχαν τους δικούς τους τεκέδες, που ήταν άσυλα ανεξάρτητα από το κράτος. Οι δερβίσηδες –οι μοναχοί, ας πούμε– ήταν πνευματικοί άνθρωποι και ο σεΐχης –ο ηγούμενος– ήταν φωτισμένος άνθρωπος και πνευματικός οδηγός. Ολα τα τάγματα των δερβίσηδων είχαν δογματικές διαφορές από την επίσημη θρησκεία, ωστόσο η επιρροή που είχαν στους πιστούς μουσουλμάνους, οι οποίοι κατέφευγαν εκεί για πνευματική καθοδήγηση και συνδρομή, ήταν τόσο μεγάλη ώστε η οθωμανική διοίκηση ευνοούσε τη δημιουργία τεκέδων.

Ακολουθώντας τη συμπαντική ροή

Το τάγμα των μεβλεβήδων (ή μεβλανάδων) ήταν από τα πιο σημαντικά μοναχικά τάγματα του Ισλάμ. Ιδρυτής του ήταν ο Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί (δηλαδή ο κύριος ημών Τζελαλεντίν ο Ρωμαίος), που ήταν μυστικιστής, φιλόσοφος, ποιητής και λάτρης της τέχνης. Εισήγαγε στο τελετουργικό της προσευχής τη μουσική και τον χορό. Ο χορός ήταν κυκλικός – κάθε δερβίσης περιστρεφόταν γύρω από τον άξονά του. Η κυκλική κίνηση αναπαριστούσε την κίνηση του ηλιακού συστήματος. Οι συνεχείς περιστροφές οδηγούσαν στην εξαφάνιση του εγώ, την εναρμόνιση με το σύμπαν και την ένωση με τον Θεό.

Για να φτάσει κανείς στον Μεβλεβή χανέ από τα ανατολικά, έμπαινε από τη Νέα Χρυσή Πύλη, περνούσε την Αγίου Δημητρίου, συναντούσε τη Στήλη των Οφεων, που τότε βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου, περνούσε κάτω από τα Τρία Αυγά και έβγαινε από τη Ληταία Πύλη. Στρίβοντας δεξιά, κολλητά στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τείχους, ήταν ο Μεβλεβή χανές με το χαρακτηριστικό κυπαρίσσι του. Η περιοχή λεγόταν Μεβλανές ή Μαβλέ χανές. Στον περίβολο του τεκέ υπήρχε το νεκροταφείο των μεβλεβήδων και το περίτεχνο περίπτερο απ’ όπου η θέα προς το Αιγαίο ήταν υπέροχη.

Από περιγραφή του 1915: «Στο δυτικό άκρο του κτιρίου με θέα στον κόλπο υπήρχε ένα μεγάλο περίπτερο με πλατιά πρόστεγα και οροφή πλούσια διακοσμημένη και λαξευμένη, με μικρούς ξύλινους εξώστες και κόγχες, ένα περίπτερο πολύ όμορφο παρά τη φθορά του, που θύμιζε τα υποστατικά μερικών μεγάλων Τούρκων derebeyi (γαιοκτήμονες)». Ενα μικρό περιφραγμένο νεκροταφείο με μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες, επιστεγασμένες με τους υψηλούς σκούφους των μεβλεβήδων δερβίσηδων, μαρτυρούσε ότι επρόκειτο για τεκέ αυτού του τάγματος.

Ο τεκές ιδρύθηκε από τον Εκμεκτζί Ζαδέ Αχμέτ πασά και ήταν μεγάλος, περίτεχνος και πλούσιος – ο πλουσιότερος τεκές στην οθωμανική επικράτεια. Θεμελιώθηκε πάνω στο καστρομονάστηρο της Αγίας Ματρώνας – η αγία καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη, όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της. Το μοναστήρι είχε ιδρυθεί τον 4ο αι. και ήταν τέτοιων διαστάσεων ώστε λέγεται πως οι Σλάβοι, όταν έφτασαν νύχτα κατά τη δεύτερη επιδρομή τους, νόμισαν ότι βρέθηκαν κιόλας στη Θεσσαλονίκη.

Κρίνοντας από την περιγραφή του Εβλιά Τσελεμπί, ο τεκές των μεβλεβήδων της Θεσσαλονίκης ήταν έργο σπάνιας τέχνης. Στην εσωτερική αυλή του τεκέ ήταν η φιάλη που προοριζόταν για το απτέζι, το πλύσιμο των πιστών πριν από την προσευχή. Γύρω από τη φιάλη βρισκόταν το τζαμί, τα κελιά και το σεμά χανέ, η αίθουσα όπου τελούνταν ο περιστροφικός χορός.

Το 1914-15 βρήκαν καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη 37.000 χριστιανοί πρόσφυγες –το πρώτο κύμα προσφύγων–, χώρια οι μουσουλμάνοι που ήρθαν όταν οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι κατέλαβαν τα χωριά τους. Κάποιοι μουσουλμάνοι από τη Νέα Σερβία βρήκαν καταφύγιο στον τεκέ των μεβλεβήδων μέχρι να έρθει η ώρα να φύγουν για τη νέα πατρίδα, την Τουρκία.

30s: κάθε τέλος και μια νέα αρχή

Είχε φτάσει πια η εποχή της παρακμής του Μεβλεβή χανέ. Οι χριστιανοί ήθελαν να απαλείψουν το οθωμανικό παρελθόν της πόλης. Ο τεκές των μεβλεβήδων έχασε την κορυφή του μιναρέ του, απέμεινε χωρίς το περιτείχισμά του και κατόπιν εξαφανίστηκε από το νέο πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ο Σταμ. Σταμ. (ο δημοσιογράφος Σταμάτης Σταματίου) δίνει μια πολύτιμη περιγραφή της γειτονιάς του Μεβλεβή χανέ την εποχή του μεσοπολέμου. «Δεξιά σου, καθώς ανεβαίνεις, σε ξαφνίζουν προς στιγμήν, καθώς ορθούνται ξαφνικά και απότομα από την γην, λευκά στρογγυλοκέφαλα και χονδροκέφαλα φαντάσματα, καθώς ορθούνται λέμε, εις μίαν κίνησιν ορμητικήν, εις την οποίαν επετρώθησαν θαρρείς αμέσως και απέμειναν εκεί φαντάσματα λησμονηθέντα παλαιών καλών καιρών». Είναι οι πέτρινες και σαρικοφόρες στήλες των νεκρών του μεγάλου μουσουλμανικού νεκροταφείου που είναι σχεδόν εγκαταλειμμένο σήμερα.

Ο Σταμ. Σταμ. αφηγείται ότι η συνοικία του Μεβλεβή χανέ έδινε μια εικόνα «κατατσακισμού και σωριάσματος». Αποτελούνταν από φτωχόσπιτα, καθώς και από σπίτια που φτιάχτηκαν όπως όπως από τα ερείπια άλλων, «κατά συγκατάβαση κατοικίες», όπου όταν έπεφτε το παράθυρο, καρφωνόταν με μια σανίδα αντί να αντικατασταθεί· όταν έσπαζε ένα τζάμι, έμπαινε στη θέση του ένας σκουριασμένος ντενεκές· όταν έπεφτε ο τσατμάς βουλώνονταν οι τρύπες με παλιοπατσαβούρες.

Ομως η περιοχή ήταν καλή και οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι με τη γειτονιά τους. Δεν είχε κουνούπια το καλοκαίρι, άρα δεν είχε και πυρετούς. Το νερό ερχόταν από τον Χορτιάτη και τις πιο πολλές φορές ήταν καλό. Εκτός και αν είχε βρέξει, οπότε τα νεροπότηρα γέμιζαν με ένα θολό και κόκκινο υγρό, σκέτη λάσπη. Η γειτονιά του Μεβλεβή χανέ ήταν γεμάτη καφενεία και καφενεδάκια. Παλούκια ασβεστωμένα και βαμμένα από τη μέση και πάνω με λουλάκι σηματοδοτούσαν το καφενείο και επιδείκνυαν τον πατριωτισμό του καφετζή.

Λατέρνες, ούζο και ρακί δηλητήριο (δηλαδή των εργοστασίων, γιατί τα σπιτικά καζάνια είχαν απαγορευτεί), μεζέδες της συμφοράς, φωνογράφοι, γλάστρες με λουλούδια, καλαμπόκια φυτεμένα στις ρίζες των δέντρων για πρασινάδα, τριαντάφυλλο στ’ αυτί, τραγούδια και αγάπες.

«Σαν δεν σου δώσ’ η μάνα σου

σπίτι στο Μπεχτσινάρι

και μαγαζί στον Μεβλανέ

καρσί στου Καφαντάρη…»

Καθαρό πουκάμισο χωρίς σακάκι, ζωνάρι, παντελόνι μαύρο, κάλτσες διαλεχτές, παντούφλες κεντημένες, μουστάκι μαύρο στριφτό, μάτια γλυκασμένα, καραφάκι και τριαντάφυλλο στ’ αυτί. Ο τύπος του μερακλή της συνοικίας του Μεβλεχανέ. Ο μάγκας κάθεται μισοξαπλωμένος στην καρέκλα και κοιτάζει την κοπέλα στο απέναντι παράθυρο με τ’ άσπρα κουρτινάκια, ενώ η μάνα της πλένει στην αυλή.

«Τη μάνα σου τη μάγισσα

ρακί θα την ποτίσω

να πέσει ν’ αποκοιμηθεί

να ’ρθώ να σε φιλήσω»

— Η καημένη η μαμά της, είπε ο Σταμ. Σταμ. στον καφετζή, θα καταντήσει αλκοολική.

— Μπα, δεν βαριέσαι, που λες, αφεντικό. Αυτός τη φιλεί και όταν η μάνα της είναι ξυπνητή και τον κοιτάει.

— Μα τότε, γιατί τα τραγούδια και το άκουσμα σ’ όλη τη γειτονιά;

— Γιατί τα κορίτσια εδώ θέλουν και λίγο τραγούδισμα και οι άντρες θέλουν…

— Ξύλο;

— Οχι! Θέλουν ν’ ακουστούν!

Ευχαριστίες

Οι τρεις έγχρωμες καρτ ποστάλ, η Στήλη των Οφεων, ο Μεβλεβή χανές και το οθωμανικό νεκροταφείο στα δυτικά τείχη, προέρχονται από το αρχείο του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Ψηφιοποίηση Πολιτιστικών Τεκμηρίων). Ευχαριστώ τον Δήμο Θεσσαλονίκης και το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης για την καλοσύνη τους να μου παραχωρήσουν την άδεια χρήσης.

Περισσότερα κείμενα της Τέτης Σώλου μπορείτε να αναζητήσετε στο https://tetysolou.wordpress.com/

Ετικέτες

Documento Newsletter