Οι φάκελοι στην Ελλάδα έκπαλαι είναι κάτι περισσότερο από φετίχ: είναι ανεξάρτητες οντότητες, ανθρώπινες υποστάσεις, αυτόνομες προσωπικότητες, κοινωνικές διαστρωματώσεις και θεωρημένα διαβατήρια ζωής ή θανάτου. Κυρίως θανάτου.
Κάποτε μάλιστα, στις μεγάλες καμπές της Ιστορίας, η ύπαρξη φακέλου ήταν επαρκής λόγος για να συρθεί κάποιος σε ένα έκτακτο στρατοδικείο και να καταδικαστεί –με συνοπτικές διαδικασίες– σε θάνατο «επί εσχάτη προδοσία» και να εκτελεστεί χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Υστερα κύλησε ο καιρός κι η Ιστορία» και οι φάκελοι από διαβατήρια ξαφνικού θανάτου εξελίχτηκαν σε πιστοποιητικά αργού θανάτου.
Ο φακελωμένος δεν έβρισκε δουλειά στο δημόσιο αλλά ούτε να σκάβει στοές σε ορυχεία ή ως βιομηχανικός εργάτης εκεί που λιώνει το ατσάλι.
Το παιδί του φακελωμένου πολύ δύσκολα πέρναγε την πόρτα του πανεπιστήμιου ή του Πολυτεχνείου, ακόμη δυσκολότερα τελείωνε κάποια ανώτατη σχολή αφού με ευκολία τον έκοβαν στις εξετάσεις. Αν τα κατάφερνε, δεν μπορούσε να πάρει ειδικότητα (ο γιατρός), άδεια άσκησης επαγγέλματος (ο δικηγόρος), πτυχιακή εργασία (ο μηχανικός) και δεν μπορούσε να εργαστεί παρά μόνο ως αυτοαπασχολούμενος (αν δεν του έκλειναν το ιατρείο ή το γραφείο απροσχημάτιστα).
Το παιδί του φακελωμένου υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία πάντα στα σύνορα (στην «πινέζα»), πάντα επιτηρούμενος (σε κάποια «μονάδα ανεπιθύμητων»), πάντα άοπλος (χρήσιμος μόνο για τις βαριές αγγαρείες), πάντα υπό την εξευτελιστική πίεση καψονιών (για τη μείωση της προσωπικότητας) και πάντα με μεγάλη παράταση της θητείας (από τις αναίτιες φυλακίσεις).
«Υστερα (ξανα)κύλησε ο καιρός κι η Ιστορία» και το 1989 οι φάκελοι (με εξαίρεση περίπου 2.100, των πλέον επωνύμων όπως του Ν. Μπελογιάννη) κάηκαν στην υψικάμινο, σε μια συμβολική πολιτική κίνηση, αλλά συνάμα κάηκε και ένα σημαντικό μέρος από την σύγχρονη ιστορία μας.
Στην Ελλάδα της ψηφιακής εποχής οι παλιοί φάκελοι αντικαταστάθηκαν με digital folders που συγκροτούν files – αλλά όχι όλοι, μόνο αυτοί που αφορούν τα «δικά μας παιδιά», τον «κατάλογο των αρίστων», τον «κομματικό στρατό» και τα «ανεξόφλητα γραμμάτια», τους φακέλους με τα ονόματα και τις συστατικές επιστολές εκείνων που ξέρουν να στήνουν σωστά το βιογραφικό τους – που λέει και ο Κυρανάκης.
Ωστόσο, όσο κι αν «κύλησε ο καιρός κι η Ιστορία», οι φάκελοι συνταξιοδότησης αυτών που περιμένουν τα ψίχουλα της επιβίωσης στην απομαχία τους (έπειτα από 35, 40 ή και περισσότερα χρόνια σκληρής δουλειάς) παραμένουν παραδοσιακοί (hard copy), ανολοκλήρωτοι, ανέλεγκτοι και ποντικοφαγωμένοι σε κάποια ράφια σκοτεινών υπογείων ή σε υγρούς διαδρόμους.
Η ΝΔ παρέλαβε από τον ΣΥΡΙΖΑ 160.000 εκκρεμείς υποθέσεις συντάξεων και μέσα σε 15 μήνες τις έκανε περίπου 440.000. Εδιωξε τους έμπειρους εκκαθαριστές, τους αντικατέστησε με ανεκπαίδευτους «ημετέρους», μετέφερε τα γραφεία σε νέες εγκαταστάσεις αλλά όχι τους φακέλους που λιμνάζουν στα παλιά λημέρια, δεν προχώρησε την ψηφιοποίηση και την ενοποίηση των διαφορετικών συστημάτων και δεν βρήκε το κουμπί που το πατάς και εκκαθαρίζεται η σύνταξη σε μία μέρα.
Συντάξεις δεν είδαμε, αλλά θα δούμε project manager.