Αντιπαράθεση ξέσπασε το πρωί της Τρίτης ανάμεσα στον υπουργό Ανάπτυξης, Άδωνη Γεωργιάδη και την πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου για την κατάθεση της πρώην εισαγγελέως Εφετών, Γεωργίας Τσατάνη.
Η Βασιλική Θάνου σε τηλεφωνική παρέμβαση στην εκπομπή της ΕΡΤ1, όπου ήταν προσκεκλημένος ο κ. Γεωργιάδης με τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννη Αμανατίδη υποστήριξε ότι τα όσα κατέθεσε η κυρία Τσατάνη για την εμπλοκή του ονόματός της με τις δήθεν μεθοδεύσεις που έγιναν εις βάρος της για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι ανακριβέστατα.
Πρόσθεσε δε, πως οι ενέργειες και οι παραλείψεις της ίδια της κυρίας Τσατάνη οδήγησαν στην άσκηση πειθαρχικής δίωξης.
Συγκεκριμένα η κ. Θάνου ανέφερε:
1) «Πρώτον, η πειθαρχική δίωξη όχι μόνο δεν υπήρξε αποτέλεσμα μεθοδεύσεων, αλλά αντίθετα ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών της ίδιας της κ. Τσατάνη.
Συγκεκριμένα: Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της έκδοσης της από 22 Φεβρουαρίου 2016 διάταξης της εν λόγω Εισαγγελέως, με την οποία έθεσε στο αρχείο όλες τις ποινικές υποθέσεις, που αφορούσαν τα αδικήματα, τα αποδιδόμενα στον επιχειρηματία Βγενόπουλο, υπήρξε μεγάλος θόρυβος, με πληθώρα επικριτικών δημοσιευμάτων, στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο, τόσο στον Ελλαδικό χώρο, όσο και στην Κύπρο.
Επίσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Κύπρου και ο Γεν. Εισαγγελέας της Κύπρου απέστειλαν αναφορές (από 24 Φεβρ. 2016), προς την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου στις οποίες αναφέρονταν σε αιτιάσεις κατά των χειρισμών και του τρόπου της διαδικασίας που ακολούθησε η Εισαγγελέας, ειδικώς, ως προς το μέρος της υπόθεσης, που αφορούσε τη δωροδοκία του Τραπεζίτη της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, για την οποία όπως ανέφεραν, παρότι σε συντονιστική συνάντηση, στην οποία συμμετείχε και η Εισαγγελέας Τσατάνη, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των Ελληνικών και των Κυπριακών Αρχών, ότι η υπόθεση αυτή θα διερευνηθεί από τις Κυπριακές Αρχές, εν τούτοις η κ. Τσατάνη χωρίς να αναμένει το πόρισμα από τις Κυπριακές Αρχές, έσπευσε να αρχειοθετήσει και την υπόθεση αυτή. Κατόπιν όλων αυτών, δηλαδή λόγω της μεγάλης δημοσιότητας και του μεγάλου θορύβου, που προκλήθηκε από τη διάταξη της Εισαγγελέως περί αρχειοθέτησης λόγω του μεγάλου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος της υπόθεσης καθώς και λόγω των ως άνω αναφορών – καταγγελιών των αρμοδίων θεσμικών οργάνων τρίτου Κράτους, η πρόεδρος υποχρεούτο, όπως ορίζει το άρθρο 99 παρ. 2 Ν1756/1988, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της και των υπηρεσιακών καθηκόντων της, να παραγγείλει τον πειθαρχικό έλεγχο, ο οποίος, είναι προφανές, ότι προκλήθηκε από τις ενέργειες και τις παραλήψεις της Εισαγγελέως και όχι βεβαίως, λόγω «μεθοδεύσεων», όπως αναληθώς κατέθεσε η τελευταία. Εξ άλλου, είναι παράλογο να ισχυρισθεί ότι όλα σχεδόν τα Μέσα Ενημέρωσης ή ακόμα και τα αρμόδια θεσμικά όργανα τρίτου Κράτους συμμετείχαν στις εις βάρος της μεθοδεύσεις!
Δεύτερον, είναι ψευδής η κατάθεση της, ως προς το ότι «έγινε αλλαγή νόμου μόνο και μόνο για να διωχθώ. Επειδή αρχειοθετήθηκε η υπόθεση, αλλάζει το πειθαρχικό και δόθηκε δικαίωμα ελέγχου από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, που μέχρι τότε δεν υπήρχε και ξεκίνησε η πειθαρχική μου δίωξη από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου». Το αληθές είναι ότι η διάταξη περί αρμοδιότητος και του Πρόεδρου του Αρείου Πάγου ψηφίσθηκε και τέθηκε σε ισχύ το 2015 (αρθ. 46, παρ. 3 Ν4356/2015/ΦΕΚ Α 181/24-12-2015) δηλαδή αρκετούς μήνες πριν από την έκδοση της διάταξης της Εισαγγελέως Τσατάνη περί αρχειοθέτησης και σε ανύποπτο χρόνο, κατά τον οποίον ουδείς ήταν δυνατόν να «προφητεύσει» την αρχειοθέτηση ώστε «να γίνει αλλαγή νόμου, μόνο και μόνο για να διωχθεί» και δεν έγινε μετά τη διάταξη περί αρχειοθέτησης και επ’ ευκαιρία αυτής, όπως αναληθέστατα κατέθεσε.
Τρίτον είναι ψευδές ότι η πρόεδρος του Αρείου Πάγου την «εδίωξε πειθαρχικά και ανέλαβε και την κρίση της δίωξης. Και διώκτης και κριτής». Το αληθές είναι ότι: η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ως έχουσα την προς τούτο αρμοδιότητα (αρθ. 99, παρ. 1, εδαφ.δ Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων) έδωσε την εντολή προς διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου. Η έκθεση – πόρισμα (αιτιολογημένη) για το αποτέλεσμα του ελέγχου έγινε από Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος πρότεινε, με την έκθεση του, την παραπομπή της ελεγχόμενης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Με την έκθεση αυτή συμφώνησε η πρόεδρος του Αρείου Πάγου και άσκησε την πειθαρχική αγωγή, σύμφωνα με την κατά νόμο αρμοδιότητα της (αρθ. 99, παρ. 1, εδαφ. δ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων Ν1756/1988), χωρίς έκτοτε να έχει οποιαδήποτε ανάμιξη στην περαιτέρω πειθαρχική διαδικασία και χωρίς ουδεμία συμμετοχή στην κρίση και απόφαση των Πειθαρχικών συμβουλίων (Πρωτοβάθμιου και Δευτεροβάθμιου – Επταμελούς και Εννεαμελούς αντίστοιχα), στη σύνθεση των οποίων ασφαλώς δε συμμετείχε, αφού, αυτό, εξ άλλου, απαγορεύεται και από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (αρθ. 97. παρ. 5 εδαφ. γ Ν1756/1988)
Επισημαίνεται ότι η ελεγχόμενη κρίθηκε ότι τέλεσε, από βαρεία αμέλεια, τα αποδιδόμενα σε αυτήν πειθαρχικά παραπτώματα και τιμωρήθηκε με πειθαρχική ποινή και από τα δύο πειθαρχικά Συμβούλια.
Επισημαίνεται επίσης ότι μετά την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, ανασύρθηκαν από το αρχείο, με εντολή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, όλες οι υποθέσεις που είχαν αρχειοθετηθεί από την Εισαγγελέα Τσατάνη και συνεχίστηκε η ποινική έρευνα αυτών από τους Εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς και ασκήθηκαν ποινικές διώξεις εναντίον των εμπλεκομένων προσώπων, τόσο από τις Ελληνικές Δικαστικές αρχές, όσο και από τις Κυπριακές».