«Η νύχτα είπε καληνύχτα»: Προδημοσίευση από τη βιογραφία του Γιάννη Μωραΐτη

«Η νύχτα είπε καληνύχτα»: Προδημοσίευση από τη βιογραφία του Γιάννη Μωραΐτη

Προδημοσίευση από τη βιογραφία του δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Γιάννη Μωραΐτη «Η νύχτα είπε καληνύχτα – Το λαϊκό τραγούδι όπως το γνώρισα» που έγραψε ο Γιώργος Αλτής. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος και θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από την Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο:

 ΤΟ «ΧΑΡΒΑΡΝΤ» ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Γύρω στο 1967 έδεσε πια η κομπόστα, πήγαμε με τον Στράτο (Διονυσίου) στο Σου Μου, στην Ιερά Οδό. Το «Χάρβαρντ» του λαϊκού τραγουδιού. Εκεί μάθαινες μπουζούκι. Ήταν πιο κάτω από εκεί που είναι σήμερα η Γεωπονική Σχολή. Ερημιά ήτανε, ούτε φως δεν είχε. Μια μεγάλη παράγκα ήτανε το μαγαζί. Εκεί έπαιζε ο Χρήστος Δημόπουλος, ο παλιός μπουζουξής, με την Αλιφραγκή για καναδυό χρόνια. Η Ανθούλα Αλιφραγκή είχε το μαγαζί με τον άντρα της, τον Γιώργο Φιλιππάτο.

Ο Δημόπουλος ήξερε όλο το ρεπερτόριο, εγώ ήμουνα νέος 22-23 χρονώ, και αυτός τράβαγε μπροστά. Το Σου Μου παρ’ όλο που ήταν ζόρικο μαγαζί είχε από τα καλύτερα ηχητικά της εποχής. Ο Δημόπουλος είχε φέρει από την Αμερική ένα μηχάνημα Μάγκνιτον. Εγώ είχα ένα μηχάνημα, αλλά ήταν λίγο σκληρό.

Ορχήστρα ήταν ο Γιάννης Άντος ακορντεόν, ο Βασίλης Μποτόλης τζασμανίστας, ο Μανώλης Παπαδάκης πιάνο, τυφλός ήτανε, ο Λιτόπουλος μπάσο, κιθάρα δεν θυμάμαι ποιος ήτανε, ο Δημόπουλος και εγώ. Η δουλειά ήταν πολύ σκληρή. Αρχίζαμε από τις εννιάμισι το βράδυ και όσο πήγαινε, πέντε-έξι το πρωί. Εκτός από τον Στράτο και την Αλιφραγκή είχε και πολλές τραγουδίστριες που κάνανε κονσομασιόν, λέγανε και από δυο τραγουδάκια και πηγαίνανε στα τραπέζια, στη γύρω βόλτα. Ο Στράτος δεν είχε κάνει ακόμα καμμιά σπουδαία επιτυχία.

Στο Σου Μου γινόντουσαν τσαμπουκάδες συνέχεια. Έχω δει πιρουνιές στο λαιμό. Μανιάτες και πουτάνες και καργιόληδες, μεθάγανε, τα σπάγανε, χτυπάγανε το κεφάλι τους στο ντουβάρι, μάχες κάθε βράδυ. Εμείς σταματάγαμε, πλακωνόντουσαν αυτοί και εμείς τους βλέπαμε.

Άλλοι βάζανε το πιστόλι πάνω στο τραπέζι και γλεντούσαν. Οι Βόρειοι με τους Νότιους γινόταν κάθε βράδυ. Για το τίποτα. Η Αλιφραγκή με τον άντρα της είχανε κάπου είκοσι σερβιτόρους, άμα σε πιάνανε στα χέρια τους σε λιώνανε. Όποια παρέα έκανε τσαμπουκά πηγαίνανε γύρω-γύρω δεκαπέντε σερβιτόροι και τους παίρνανε έναν-έναν, τους μαγκώνανε και τους βγάζαν έξω στο μουλωχτό.

Πριν πάμε με τον Διονυσίου, όταν τραγουδούσε μόνη της η Αλιφραγκή, δεν υπήρχε πρόγραμμα. Πρώτο τραγούδι ήταν το «Σαν πεθάνω στο καράβι», όλο τεκετζίδικα λέγανε.

Ο Δημόπουλος είχε μάγκικο παίξιμο. Έπαιζε από το πρωί μέχρι του βράδυ στην Οντεόν. Πολλά τραγούδια ηχογράφησε με τον Ζαμπέτα, του έπαιζε σιγόντα. Αρκετά τραγούδια έπαιξε και μόνος του. Ήταν από τα Μανιάτικα, φίλος του Μπάτη. Ήξερα τον πατέρα του και τον γιο του τον Σπύρο που τον βάφτισε ο Μπέμπης. Ο Δημόπουλος και όλοι οι παλιοί μετά το ’50 είχαν μια φαλτσέτα στην κάλτσα. Είχανε αντιμετωπίσει και δύσκολες καταστάσεις. Υπόκοσμος τους άκουγε, σουγιαδιές πέφτανε. Και ο Χιώτης ήταν πάντα φορτωμένος, και στις δόξες του.

Από τον Δημόπουλο, όταν πήγα το ’67, έμαθα πολλά πράγματα, τραγούδια, ταξίμια. Του έπαιζα δεύτερα. Δάσκαλό μου τον θεωρώ και αυτόν. Ήταν καλός άνθρωπος, είχε παίξει και με τον αδερφό μου. Πολλά χρόνια ο Δημόπουλος έπαιζε στου Κεφάλα.

Ένα βράδυ αρρώστησε ο Δημόπουλος και έπαιξα μόνος μου με την Αλιφραγκή. Η Αλιφραγκή δεν είχε πρόγραμμα, έλεγε παίξε μου αυτό το τραγούδι, παίξε μου το άλλο, άμα δεν το ήξερες έτρωγες τακουνιά. Ευτυχώς τα πήγα πολύ καλά. Εντάξει, τότε δεν τα ήξερα και όλα, αλλά ό,τι δεν ήξερα μου το μάθαινε ο Δημόπουλος.

Εκατόν τριάντα δραχμές μεροκάματο έπαιρνα στο Σου Μου. Όταν έπαιζα καμιά δύσκολη κατέτζα ο Παπαδάκης, ο πιανίστας, μου φώναζε από πίσω μπράβο μπράβο. Καλοί μουσικοί, ούτε διαβάζανε ούτε τίποτα. Είχανε ψυχή όμως, με αυτήν παίζανε.

Μια φορά μάς πήρε η Αλιφραγκή και παίξαμε στην Πολυκλινική στην οδό Πειραιώς. Είχε άρρωστη τη μάνα της. Έχω και μια φωτογραφία από εκεί, μαζί με τον Νίκο Κεχαγιά που έπαιζε κοντραμπάσο.

Λίγο πιο πάνω από το Σου Μου, εκεί που είναι τώρα η Γεωπονική Σχολή, ήτανε το μαγαζί του Βλάχου. Το θυμάμαι αμυδρά. Όταν παίζαμε στο Σου Μου δεν υπήρχε πια. Σκληρό μαγαζί. Φασαρίες πολλές. Ο Βλάχος ήτανε μαγκίτης, έβγαζε μαχαίρια…

Ο Μπαγιαντέρας, ο Χιώτης μικρός, ο Γενίτσαρης, ο Χατζηχρήστος, ο Μάρκος, ο Παγιουμτζής, όλοι από εκεί περάσανε. Φουμάρανε μέσα, κλείνανε τις πόρτες και ένας ήτανε καβάτζα για την αστυνομία. Σκληρή μαγκιά, όλο με τα πιστόλια ήτανε. Μου τα είχε πει η Αλιφραγκή όταν δούλευε εκεί με τον Μπίνη.

Ετικέτες

Documento Newsletter