Το έργο της Ντόνα Ταρτ καταφέρνει να σαγηνεύει ακόμη και τους πιο δύστροπους ρέκτες της βιβλιοφιλίας.
Ποτέ, και για τίποτε, δεν είναι αργά. Πάντα έρχεται ο καιρός για κάτι που ήδη σε προσμένει. Το ξέρουμε άλλωστε από τον «Εκκλησιαστή»: «Τοῖς πᾶσιν χρόνος, καὶ καιρὸς τῶ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν».
Κάποια βιβλία, κάποιοι συγγραφείς μου διέφευγαν, έκαναν ντρίμπλες με τις αναγνωστικές μου συνήθειες, δεν μου δίνονταν. Ωσπου ήρθε ο καιρός, έφτασε η στιγμή.
Και ιδού, καταβυθισμένος να είμαι απριλιάτικα στο καλειδοσκοπικό σύμπαν της Ντόνα Ταρτ (Donna Louise Tartt, 23 Δεκεμβρίου 1963), λελογισμένα χαμένος στις κοντά τρεις χιλιάδες σελίδες που μας έχει προσφέρει ένας αστραφτερός νους που η σκούφια του κρατάει από τον Χένρι Τζέιμς και τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, καθώς επιδίδεται στη συγγραφή ελικοειδών παραγράφων, σε αναπάντεχους συνδυασμούς επιθέτων και ουσιαστικών, σε μια κινηματογραφική εικονοποιία που διόλου δεν μειώνει, απεναντίας λειαίνει, την αφηγηματική κομψότητα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο πατέρας της Ταρτ, ο Ντον, ήταν ροκαμπίλι μουσικός και η μητέρα της, η Τέιλορ, θηριώδης καταβροχθίστρια βιβλίων (διάβαζε, λένε, ακόμη κι όταν οδηγούσε το αμάξι της – απόηχο του γεγονότος αυτού συναντάμε στο δεύτερο μυθιστόρημα της Ταρτ).
Αγάπη για τους δημιουργούς
Στα τρία όλα κι όλα μυθιστορήματά της, που γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν σε χρονικό διάστημα τριών δεκαετιών (στα ελληνικά έξοχα μεταφρασμένα από τον Μιχάλη Δελέγκο, εκδ. Διόπτρα), βρισκόμαστε ευπρόσδεκτα αντιμέτωποι με μια παίκτρια που παντρεύει την παθιασμένη αγάπη της για τους δημιουργούς –στοχαστές, ποιητές, δραματουργούς, εικαστικούς, μουσικούς– με μια μικροσκοπική εξέταση και αναδημιουργία των λεπτομερειών που συνθέτουν την καθημερινή ζωή. Εξοικειωνόμαστε με μια συγγραφική προσωπικότητα που έχει μαθητεύσει στο να παντρεύει την ακόρεστη φιλοδοξία με τη μαθητεία στον εποικοδομητικό ασκητισμό· την εκτυφλωτική δημοσιότητα με ένα φαινομενικά παιδιάστικο «κρυφτούλι» με τα ΜΜΕ· την αδημονία για την καταξίωση με την (τόσο σπάνια πια και σκληρή για τα δεδομένα της εποχής της ταχύτητας) τέχνη της υπομονής. «Αργοπορία σε γυαλί» χαρακτήρισε τη μέθοδο σύνθεσης ενός από τα σημαντικότερα έργα του ο Μαρσέλ Ντισάν.
Η Ντόνα Ταρτ εμφορείται από την αναγνωστική μανία και τη συγγραφική επιτέλεση. Διαβάζει, από πολύ μικρή Θωμά Ακινάτη και Πλάτωνα, μπορεί να απαγγείλει από στήθους την «Ερημη χώρα» του Ελιοτ και το «Μια εποχή στην Κόλαση» του Ρεμπώ· εντρυφεί στον Δάντη και τον Αλμπέρ Καμύ. Αλλά, παιδί της εποχής της, «παλιοσειρά» μας, όπως ο ανυπέρβλητος Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και ο πρωτοδεύτερος μηχανικός της μυθιστοριογραφίας, ο Τζόναθαν Φράνζεν, δύναται με άνεση μεγάλη να σου μιλήσει για την ακραιφνή ροκ διάθεση του Τζόναθαν Ρίτσμαν και των Modern Lovers, για τη διαπολιτισμική ποπ του Ντέιβιντ Μπερν και των Talking Heads. Και, όπως η ιέρεια Μαντόνα, ξέρει να μοσχοπουλάει εαυτόν, να προσφέρει το ξέχειλο και καλώς συγκερασμένο ταλέντο της με το αζημίωτο.
Γιορτή της νιότης
Ξέρει άριστα, λόγου χάρη, να σαγηνεύει ακόμη και δύστροπους ρέκτες της βιβλιοφιλίας με παραγράφους όπως αυτή από το πρώτο της μυθιστόρημα: «Υπάρχει, άραγε, στην πραγματικότητα αυτό που αποκαλούμε “μοιραίο ελάττωμα”, εκείνη η έντονη μαύρη ρωγμή που ανοίγει τη ζωή στα δύο, ή ανήκει αποκλειστικά στη σφαίρα της λογοτεχνίας; Κάποτε πίστευα ότι δεν υπήρχε. Τώρα πιστεύω ότι υπάρχει. Και νομίζω ότι το δικό μου είναι το εξής: μια νοσηρή λαχτάρα για το παράδοξο όποιο κι αν είναι το τίμημα. A moi. L’histoire d’une de mes folies. Σ’ εμένα. Η ιστορία μιας από τις τρέλες μου» («Η μυστική ιστορία», σ. 21).
Ή αυτή από το δεύτερο: «Ψηλά στον ουρανό, το φεγγάρι έλαμπε μέσα από μια τρύπα στα ανταριασμένα σύννεφα κι έλουζε την περίμετρό τους με ένα μπλαβί και μεγαλόπρεπο φως. Πιο πέρα, μέσα από το χάσμα στα σύννεφα, φαινόταν μόνο διαυγής ουρανός. Ψυχρά αστέρια, αχανείς αποστάσεις. Ηταν σαν να ατένιζε μια καθαρή λίμνη που φαινόταν ρηχή, με βάθος μόλις λίγα εκατοστά, αλλά έτσι και έριχνες ένα κέρμα στο κρυστάλλινο νερό θα το έβλεπες να πέφτει και να πέφτει στροβιλιζόμενο για πάντα, χωρίς να φτάνει ποτέ στον πυθμένα» («Ο μικρός φίλος», σ. 703).
Και τούτη από το τρίτο: «Ο,τι μας διδάσκει να μιλάμε στον εαυτό μας είναι σημαντικό· ό,τι μας διδάσκει να τραγουδάμε στον εαυτό μας για να τον βγάλουμε από την απελπισία […] Και πιστεύω ότι έχω κάτι πολύ σοβαρό και επείγον να σου πω, ανύπαρκτε αναγνώστη μου, και πιστεύω ότι πρέπει να το πω όσο επιτακτικά θα το έλεγα αν βρισκόμουν κοντά σου. Οτι η ζωή –άσχετα από το τι άλλο μπορεί να είναι– είναι μικρή. Οτι η μοίρα είναι σκληρή αλλά ίσως όχι τυχαία. Οτι η Φύση (δηλαδή ο Θάνατος) νικάει πάντα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να την προσκυνήσουμε και να της φερόμαστε με δουλοπρέπεια. Οτι ίσως ακόμα κι αν δεν χαιρόμαστε πάντα που βρισκόμαστε εδώ, το καθήκον μας είναι να πλατσουρίσουμε μέσα στον βόθρο και να τον διασχίσουμε, κρατώντας πάντα τα μάτια και την καρδιά μας ανοιχτά» («Η καρδερίνα», σ. 1.251).
Μέχρι νεωτέρας, το έργο της Ταρτ είναι μια θελκτικότατη μουσικοχορευτική celebration της νιότης και της εφηβείας, συνδυασμένη με ηδύτατη συμπάθεια για τους ηλικιωμένους και κριτική αντιπάθεια για τους ενήλικες και μεσήλικες. Καίτοι μπλέκουν άσχημα και τραβάνε σχεδόν συντριπτικά ζόρια, οι ήρωές της (ο Ρίτσαρντ, η Χάριετ, ο Θίο) καταφέρνουν, κλείνοντας το μάτι στον Τομ Ρίπλεϊ της Πατρίσια Χάισμιθ, αν μη τι άλλο να εκφραστούν και συνάμα να εκφράσουν τους στροβίλους μιας κοινωνίας, αυτής των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου μια αμφιλεγόμενη αλλά όλο πείσμα ιδιωτική ηθική μοιάζει να ανθίσταται τελεσφόρα στη δίνη της διεστραμμένης δημόσιας ανηθικότητας.
INFO
Τρία όλα κι όλα τα μυθιστορήματά της, που γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν σε χρονικό διάστημα τριών δεκαετιών και την κατέταξαν στους σπουδαίους της γραφής.