Αποστειρωμένοι θάλαμοι, στολές του νοσηλευτικού προσωπικού που θυμίζουν την «Οδύσσεια του διαστήματος» και αφηγήσεις ασθενών παρελαύνουν καθημερινά από τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τις περισσότερες φορές ξεφεύγουν από την ενημέρωση, μετατρέποντας την πανδημία σε θέαμα με πολλαπλή αποστολή: να ενσπείρει τον φόβο στους θεατές, να προκαλέσει τον έστω και επιδερμικό οίκτο στους πάσχοντες πρωταγωνιστές και να αποδείξει την ύπαρξη του κορονοϊού σε όλους όσοι την αμφισβητούν. Ισως στο βάθος να ισχύει αυτό που γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο βιβλίο «Η αδερφή μου»: «Ο πόνος της συλλογικής συμφοράς είναι πολύ λιγότερο βαρύς από τον πόνο που προκαλεί η ατομική συμφορά, εκείνη που χτύπησε μόνο εσένα ή τους δικούς σου. Η συλλογική συμφορά μοιράζεται. Δεν είσαι μόνον εσύ ο δακτυλοδεικτούμενος της μοίρας. Η κοινότητα του πόνου είναι από μόνη της παρηγορητική». Ετσι λοιπόν αδηφάγες κάμερες τρυπώνουν σε σπίτια και εντατικές, ζουμάρουν στο μετέωρο δάκρυ, δείχνουν σε πανοραμική θέα τα αστόλιστα φέρετρα και τους νιοσκαμμένους τάφους.
Δεν συνέβαινε πάντοτε έτσι. Υπήρξαν ασθένειες όπως η φυματίωση, τα ψυχικά νοσήματα, ακόμη και ο καρκίνος, που μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα έφεραν πάνω τους ένα κοινωνικό στίγμα και ένα φορτίο ενοχής. «Στεναχωριόσουνα με το παραμικρό και να τώρα που αρρώστησες». Τα σώματα των ασθενών ήταν οι μιαρές περιοχές του κοινωνικού σώματος που έπρεπε να περάσουν στην περιθωριοποίηση και την απόκρυψη. Ασθενείς και οικεία πρόσωπα θεωρούσαν ότι η αποσιώπηση θα ξόρκιζε το κακό, πως κανένας τρίτος δεν μπορούσε να γίνει μέτοχος στον πόνο. Επομένως μια κοινοποίηση θα οδηγούσε σε ανόητες ερωτήσεις που θα έξυναν συνεχώς την πληγή. Τα δράματα, όταν δεν μεταφέρονταν στις Σπιναλόγκες και στα σανατόρια, εκτυλίσσονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Εκεί δινόταν η μάχη. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται στρατιωτικοί όροι σε βαριές αρρώστιες, όπως έχει αναλύσει στο κλασικό πλέον βιβλίο της «Η νόσος ως μεταφορά» η Σούζαν Σόνταγκ. Το ευάλωτο σώμα δέχεται ασύμμετρη απειλή από τον εχθρό και επιστρατεύει όλα του τα όπλα. Αυτή η εμπόλεμη κατάσταση αναπαράγει την ιδεολογία που επιμένει να βλέπει τιμωρούς και αμαρτωλούς, όπως η χριστιανική ηθική. Αλλωστε μια από τις παράπλευρες απώλειες μιας νόσου είναι για πολλούς και η δοκιμασία της πίστης. Σε κάποιους το θρησκευτικό αίσθημα κλονίζεται με το παράπονο «γιατί, Θεέ μου, σε μένα;» και σε άλλους ενδυναμώνεται, αποδίδοντας την ίαση στη θεϊκή παρέμβαση. Πολλές φορές και οι γιατροί ασπάζονται μια τέτοια αντίληψη, «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Τώρα είναι στα χέρια του Θεού», συμφιλιώνοντας τον ορθολογισμό της επιστήμης με τη μεταφυσική της θρησκείας.
Είναι επίσης λογικό όταν βλέπεις τον Χάρο με τα μάτια σου να αναθεωρείς τις προτεραιότητές σου, να εκτιμάς τα απλά πράγματα βάζοντας στην άκρη καριέρα, υλικές ανέσεις και χρήμα. H τωρινή πανδημία είναι μια ευκαιρία για επαναξιολόγηση του κώδικα αξιών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ο Θεός έχει πάψει εδώ και καιρό να ασχολείται με το δημιούργημά του. Ηρθε η ώρα της επιστήμης να χοροστατήσει στη διάλυση συνωμοσιών και δεισιδαιμονιών και να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι σαν έναν περιφερόμενο space cowboy.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης