Η Νέα Υόρκη του Γούντι Αλεν: επινόηση και νοσταλγία

Η Νέα Υόρκη του Γούντι Αλεν: επινόηση και νοσταλγία

Είναι η πιο κινηματογραφημένη πόλη στον κόσμο. Ο Γούντι Αλεν
«την αγάπησε άνευ όρων» και χρησιμοποίησε τους δρόμους
και τα κτίριά της ως το κατεξοχήν ντεκόρ των ταινιών του. 

«Κεφάλαιο
ένα. Λάτρευε τη Νέα Υόρκη». Με αυτήν τη φράση και υπό τους ήχους του «Rhapsody in blue» του Τζορτζ Γκέρσουιν ξεκινά το «Μανχάταν», η ταινία με την οποία ο Γούντι Αλεν εξομολογείται το 1979 τη λατρεία του για τη Νέα Υόρκη. Εδώ μπαίνουν για πρώτη φορά οι σκέψεις και τα συναισθήματα του Αμερικανοεβραίου σκηνοθέτη για τη μεγαλούπολη-μούσα του σε λογική σειρά και τάξη. Ο ορυμαγδός της ερωτικής θύελλας στον «Νευρικό εραστή» εδώ καταλαγιάζει και γίνεται μέσο προς την προσωπική ωρίμανση και την εσωστρέφεια.

Ο Αλαν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μπρούκλιν. Εκεί ενηλικιώθηκε, ερωτεύτηκε και βρήκε τον δρόμο του. Στην τέχνη του αλλά και την ίδια τη ζωή. Το Μπρούκλιν το αποχωρίστηκε μόνο για το Μανχάταν. Περνώντας στην άλλη όχθη του ποταμού βρήκε τον πραγματικό του εαυτό και τον τρόπο να κάνει ίνδαλμά του την πόλη που συμβόλιζε μερικές από τις αγάπες του: τις ταινίες, τη μουσική, το μπέιζμπολ. Αυτές οι δύο περιοχές της Νέας Υόρκης μονοπωλούν το ενδιαφέρον του στις περισσότερες ταινίες που έφτιαξε. Σε αυτά τα δύο μέρη έχτισε τον ρομαντισμό του.

Από τότε που ο Γούντι Αλεν ρίζωσε κινηματογραφικά στη Νέα Υόρκη δύσκολα την εγκατέλειπε κι όποτε συνέβαινε υπήρχε σοβαρός λόγος. Είτε για να ειρωνευτεί το Λος Αντζελες («η μεγαλύτερη πολιτισμική του κατάκτηση είναι η περίφημη στροφή των αυτοκινήτων στα δεξιά χωρίς χρήση φλας») είτε τη Φιλαδέλφεια του «βαθύ επαρχιωτισμού» είτε τη Μινεσότα: «Πού στο διάολο πέφτει αυτή; Δεν ξέρω καν πού βρίσκεται». Αλλά και για τις μη αμερικανικές πόλεις η άποψή του κινείται μεταξύ φολκλορισμού (Βαρκελώνη, Ρώμη, Βενετία) και απλής συμπάθειας (Λονδίνο, Παρίσι), όπως απέδειξε με το άνισο ευρωπαϊκό του πέρασμα μεταξύ 2005-2015.

Η ασφάλεια που νιώθει στο Μανχάταν πάντως δεν νοθεύει την κρίση του. Ξέρει ότι πίσω από την εξιδανικευμένη γοητεία του ασπρόμαυρου φιλμ επικρατούν η ίδια απανθρωπιά και βία που συναντά κανείς σε οποιαδήποτε άλλη μεγαλούπολη της υφηλίου. Μπορεί το κέντρο του σύμπαντός του να είναι αποκλειστικά σχεδόν λευκή, δημοκρατική και ριζοσπαστική υπόθεση αλλά, όπως φάνηκε και στο «Ολοι λένε σε αγαπώ», ο βενιαμίν μιας τέτοιας προοδευτικής οικογένειας ενστερνίστηκε ακροδεξιές ιδεολογίες λόγω όγκου στον εγκέφαλο! Επίσης έχει επίγνωση πως πολλές λύσεις στα (συναισθηματικά κυρίως) αδιέξοδα των διανοούμενων και μεγαλοαστών κατοίκων της Νέας Υόρκης έρχονται μέσω της παρανομίας και μερικές φορές του στυγερού εγκλήματος (στις «Απιστίες και αμαρτίες» ο Μάρτιν Λαντάου καθαρίζει την ερωμένη του Αντζέλικα Χιούστον) χωρίς να υπάρχουν συνέπειες για τους υπεράνω υποψίας δράστες.

Νέα Υόρκη και Γούντι Αλεν χωρίς νεύρωση είναι ένα σχήμα που απλώς δεν υφίσταται. Εχοντας ο ίδιος ξεκινήσει την ψυχοθεραπεία από τα 19 του κιόλας χρόνια, προτού την αμφισβητήσει για τα καλά στα 60 του, μπόλιασε μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής μαστοριάς του με το ντιβάνι και το αδύνατο της προσωπικής ευτυχίας που επικαλούνται οι επαγγελματίες Νεοϋορκέζοι επίγονοι του Φρόιντ, απεικονίζοντας όλο το χάος και τον φρενήρη ρυθμό μιας πόλης που μοιάζει φιλική και ανθρώπινη αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Βαθιά ανήσυχος, εκείνος κάθεται σε ένα παγκάκι του Μπρούκλιν Χάιτς και μετρά τις απώλειές του.

Από τα πρώτα προσωπικά βιώματά του στις «Μέρες ραδιοφώνου» όπου η ανεμελιά των παιδικών χρόνων ανακατεύεται με την πολύκοσμη και πολύβουη οικογένεια, τις εβραϊκές συνήθειες (η ταινία διαδραματίζεται στην εβραϊκή συνοικία Φλάτμους του Μπρούκλιν), τους κομμουνιστές γείτονες και τη μυρωδιά του πολέμου, μέχρι τα περισσότερα γυρίσματα στο αγαπημένο του Κόνι Αϊλαντ, όπου καταφεύγει όταν επιδιώκει να δώσει διέξοδο στον ρομαντισμό του, ο Αλεν συνεχώς αναζητά το αληθινό πρόσωπο της αγαπημένης του πόλης.

Ο κυνισμός της καθημερινότητας που αντιπαλεύει τη φιλική διάθεση των κατοίκων. Το μελαγχολικό προφίλ μιας ακραία φωτογενούς πόλης. Ο βαρύς χειμώνας που γλυκαίνει υπέροχα με τις πρώτες μέρες της άνοιξης. Η αέναη πάλη του μικροαστισμού και της underground ζωής της «πόλης που δεν κοιμάται ποτέ». Το πάντρεμα των κλισέ και του απρόσμενου. Ο Γούντι τα λατρεύει όλα αυτά και κυρίως το γεγονός πως «στη Νέα Υόρκη μπορώ να έχω τα πάντα και να πάω περπατώντας από το σπίτι μου στα γυρίσματα μιας ταινίας, στο θέατρο και στους κινηματογράφους, στο Madison Square Garden». Οχι, δεν είναι μια πεζή διαπίστωση αλλά μια ακόμη ένδειξη ότι η μαγεία και η αλήθεια βρίσκονται πολύ κοντά στην περίπτωση της Νέας Υόρκης. Και η κύρια απόδειξη μιας «λατρείας χωρίς όρους και όρια. Λάτρευε τη Νέα Υόρκη. Η Νέα Υόρκη ήταν το αντικείμενο της λατρείας του…».

New York επί 3

Annie Hall (1977)

Ο ανασφαλής Αλβιν Σίνγκερ βρίσκει τον μπελά του από τη δυναμική και θεσπέσια Ανι Χολ. Το στιλ της Νταϊάν Κίτον άφησε έντονο αποτύπωμα στην ταινία που αφηγούνταν μια ιδιότροπη ερωτική ιστορία που γεννήθηκε στο Racquet Club (δεν υπάρχει πλέον) της Γουόλ Στριτ, άνθησε στο Upper West Side και έσβησε στο Zoo του Σέντραλ Πάρκ.

Wonder wheel (2017)

Με μια εξαίσια σκιαγράφηση χαρακτήρων, εύστοχη ανάπλαση της αγαπημένης του ρετρό γωνίας του Κόνι Αϊλαντ με τον περίφημο τροχό του και σύζευξη σύγχρονης τραγωδίας και αισθηματικού ρομάντζου, ο Αλεν μιλάει και πάλι για χαμένα όνειρα και αδιέξοδους έρωτες.

Cafe society (2016)

Επιστροφή στο αγαπημένο του Σέντραλ Παρκ, όπου ύστερα από επεισοδιακά ειδύλλια και ατυχείς περιπάτους αποφασίζει να δώσει την ελπίδα στη νέα γενιά. Οι Τζέσι Αϊζενμπεργκ και Κρίστεν Στιούαρτ δεν είναι βέβαια και το πιο ταιριαστό ζευγάρι, αλλά όταν η βιομηχανία του θεάματος συναντά το αμερικανικό όνειρο με φόντο την Μπόου Μπριτζ του περίφημου πάρκου όλα γίνονται. 

Documento Newsletter