Η διεύρυνση των δυτικών Βαλκανίων αντιμετωπίζεται στην ημεδαπή σαν εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι με πολλή ίντριγκα, σασπένς και επεισόδια όπως σε τηλεοπτικό σίριαλ. Ομως για να είμαστε ειλικρινείς η συμφωνία των Πρεσπών άνοιξε για τη χώρα μας ένα πεδίο δόξης λαμπρό προκειμένου να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή, εκμεταλλευόμενη την εδώ και χρόνια πλήρη ενσωμάτωσή της στις ευρωπαϊκές δομές.
Το πεδίο παραμένει ακόμη και σήμερα ανοιχτό. Καθίσταται μάλιστα πιο επιτακτικό όσο η πανδημία υποχωρεί και βγαίνουν στην επιφάνεια οι προ Covid-19 αναγκαιότητες ειδικά στη Γερμανία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα διασώζεται εσαεί από τα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα της Ανγκελα Μέρκελ ούτε από την απέχθεια του Εμανουέλ Μακρόν για την εσωτερική κατάσταση στην Αλβανία. Το Κόσοβο παραμένει πολύ δύσκολο πρόβλημα και θα τους αναγκάσει σύντομα, λέει το ρεπορτάζ, να ξαναβάλουν το θέμα στο τραπέζι.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός θα αναγκαστεί να περάσει τις τρεις ενδιάμεσες συμφωνίες, πιθανότατα στα θερινά τμήματα όπου θα βρει 60 πρόθυμους βουλευτές του.
Ομως η χώρα μας χάνει μια ακόμη μεγάλη ευκαιρία: να πάρει από τώρα πρωτοβουλίες και να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην ενσωμάτωση των Βαλκανίων στην ΕΕ.
Μία ακόμη ευκαιρία, διότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι σπαρμένη με χαμένες ευκαιρίες, με εξαίρεση τη συμφωνία των Πρεσπών. Ηταν η πρώτη φορά που η Αθήνα εγκατέλειψε την πάγια πολιτική της ομφαλοσκόπησης, βγήκε από το καβούκι της και επιχείρησε να βάλει στο τραπέζι τετελεσμένα υπέρ της. Ισως γι’ αυτό πολεμήθηκε τόσο άγρια από τη ΝΔ, την εκκλησία και τα ΜΜΕ. Οσους δηλαδή εδώ και δεκαετίες έχουν κάνει πράξη το «κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη».