Φιλεί ωδίνας τίκτειν νυξ κυβερνήτη σοφώ (η νύχτα συνηθίζει να προκαλεί πονοκεφάλους στον σοφό ηγέτη), μας μεταφέρει ο Αισχύλος. Στην περίπτωση της Ν.Δ. η ηγεσία της προφανώς δεν ανησυχεί.
Γράφει ο Δημήτρης Βέττας, βουλευτής Φθιώτιδας με το ΣΥΡΙΖΑ
Οι ανακολουθίες και οι αντιφάσεις της Ν.Δ. στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων ίσως θα πρέπει να αναζητηθούν και σε ένα επικίνδυνο για τα εθνικό μας συμφέρον μείγμα, που συνιστά μια πολιτικά αντιληπτική τύφλωση: τον παραγκωνισμό του εθνικού και την αναδοχή του εθνικιστικού με την εξουσιολαγνεία της ηγεσίας της, η οποία δείχνει εν τέλει πως δεν έχει αντιληφθεί καν τι έχει συντελεστεί στα Βαλκάνια από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, αλλά και δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσει τόσο πολιτικά όσο και γεωπολιτικά τις συνθήκες και τις διαρκώς μεταβαλλόμενες σχέσεις στο διεθνές και ευρωπαϊκό ανταγωνιστικό πεδίο∙ μια ηγεσία που θυμίζει, δυστυχώς, κομματικό κολαούζο μακρινών δεκαετιών στις επαρχίες, ο οποίος, όταν γινόταν λόγος για δρόμους ανάπτυξης, διεμήνυε στην κοινότητα «ο δρόμος πρέπει να περνάει μόνο μέσα από το χωριό». Ευτυχώς δεν τον ακολουθούν όλοι τον κύριο Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, η Ελλάδα έχει αναλάβει να συγγράψει ένα σύμφωνο, το οποίο αναμένεται να παρουσιαστεί μέσα στον Φλεβάρη, πρώτα στην κυβέρνηση και κατόπιν στην κυβέρνηση των Σκοπίων, στο οποίο θα συμπεριληφθούν «όλα τα θέματα που είναι ανοιχτά σε σχέση με το όνομα, με ειδικό κεφάλαιο για τον αλυτρωτισμό», αλλά και θέματα που έχουν να κάνουν με το μέλλον αυτής της χώρας, την ένταξή της σε διεθνείς οργανισμούς καθώς και πολιτικές που θα οδηγήσουν στην περεταίρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων.
Είναι ολοφάνερο ότι η σταθερότητα του γειτονικού μας κράτους και οι έντιμες διμερείς σχέσεις φιλίας και συνεργασίας έχουν κεφαλαιώδη οικονομική και γεωπολιτική σημασία για την Ελλάδα τόσο στον τομέα των ήδη επενδεδυμένων κεφαλαίων όσο και σε εκείνους του τουρισμού και του διαμετακομιστικού εμπορίου (ιδίως μέσω του λιμένος Θεσσαλονίκης). Δεν θα πρέπει, επίσης, να διαλανθάνει της προσοχής ότι η λύση του προσφυγικού ζητήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον διαβαλκανικό διάλογο, την ασφάλεια και την σταθερότητα της περιοχής. Επιπλέον, η χώρα μας και η ευρύτερη περιοχή αποτελούν τον στρατηγικό διάδρομο για τη μεταφορά του φυσικού αερίου από την Ανατολή προς την Κεντρική και Νότια Ευρώπη. Η απάντηση στα παραπάνω δεν είναι δυνατόν να προκύπτει από φοβικά ή εθνικιστικά σύνδρομα της περιόδου του 1992, που στοίχισε στη χώρα τη διεθνή και ευρωπαϊκή απομόνωσή της.
Αν η κρίση και τα μνημόνια που έχουν ταλανίσει τη χώρα -το τέλος τους η κυβέρνηση σε πείσμα αρκετών το έχει ήδη προσδιορίσει χρονικά – «ευλογούν» τη συνάρθρωση αναχρονιστικών και εθνικιστικών δυνάμεων, που στοχευμένα μετρούν την αυθόρμητη, δημοκρατική και απαραίτητη εν πολλοίς συμμετοχή πολιτών σε ευαίσθητα ζητήματα με το κομπάσο της εθνικοφροσύνης, αναρωτιέται κανείς γιατί η αντιμετώπισή της και οι απαντήσεις στην άσκηση μιας υπεύθυνης και όχι ανεύθυνης εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να αναζητούνται στην εθνική γραμμή και συνεννόηση; Η συνειδητή αυτοεξαίρεση κάποιων δυνάμεων από αυτήν, σίγουρα δεν εξυπηρετεί το εθνικό βέλτιστο και ωφέλιμο.
Συνεπώς, η αντικειμενική πρόσληψη και αντίληψη της πραγματικότητας -ιδιαίτερα στο γεωπολιτικό πεδίο- δεν επιτρέπει ερμηνείες και δράσεις που απορρέουν από ένα στείρο και διχαστικό πλαίσιο, από το οποίο η ΝΔ, με ωφελιμιστικά και ατομικιστικά κίνητρα, εξαρτά την προσωποποιημένη πολιτική της μοίρα κι επιβίωση σε βάρος των συμφερόντων της χώρας, αγκαλιάζοντας επιπλέον ακραίες δυνάμεις εκτός από αυτές που ήδη στεγάζει στους κόλπους της.