Η ΝΔ ακρίβυνε τα φτηνά σπίτια

Η ΝΔ ακρίβυνε τα φτηνά σπίτια

Ο κακός σχεδιασμός μπλόκαρε τις τράπεζες και απορρύθμισε την αγορά για νέα ζευγάρια και ενοικιαστές

Οταν μια κυβέρνηση με νεοφιλελεύθερο DNA αντιμετωπίζει τα ακίνητα ως επενδυτικά προϊόντα, καταργεί τις εισφορές υπέρ του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), αδιαφορεί για το κοινωνικό πρόβλημα της στέγης, δεν αξιοποιεί τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσει τη στεγαστική πολιτική, βλέπει ασυγκίνητη το κόστος στέγασης να αυξάνεται κατά 36% σε ένα χρόνο ενώ οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι –το πρόβλημα των ακριβών ενοικίων κακοφορμίζει τόσο που αρχίζει να απασχολεί έως και τη συνδεδεμένη με την τάξη των εργοδοτών διαΝΕΟσις– και σχεδιάζει ένα στεγαστικό πρόγραμμα το οποίο αφήνει κι αυτό στα χαρτιά μέχρι την παραμονή των εκλογών, οπότε λίγο πριν από τη διάλυση της Βουλής προωθεί ένα κουτσουρεμένο τμήμα του μήπως και πάρει μερικές ψήφους παραπάνω από τις νεότερες ηλικιακές ομάδες, αναμενόμενο είναι το συγκεκριμένο πρόγραμμα που φτιάχτηκε στο πόδι να βγάζει προβλήματα.

Οι όροι του προγράμματος

Ο λόγος για το στεγαστικό πρόγραμμα «Σπίτι μου», ύψους 500 εκατ. ευρώ, που αφορά την παροχή χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων σε 5.000 άτομα ή ζευγάρια από 25 έως 39 χρόνων με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Τα δάνεια χορηγούνται για αγορά κατοικίας έως 150 τ.μ., παλαιότητας από 15 χρόνων και πάνω, με δυνατότητα να καλυφθεί έως και το 90% της αξίας τού προς αγορά ακινήτου και να φτάσουν ως τις 150.000 ευρώ, με διάρκεια αποπληρωμής έως 30 χρόνια. Είναι πράγματι χαμηλότοκα επειδή το 75% του δανείου χορηγείται απολύτως άτοκα από τα αποθεματικά του πρώην ΟΕΚ που τα διαχειρίζεται πλέον η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ, πρώην ΟΑΕΔ) και μόνο το υπόλοιπο 25% παρέχεται εντόκως από τις τράπεζες. Αρα οι δικαιούχοι μπορούν να εξασφαλίσουν πραγματικό επιτόκιο για το σύνολο του δανείου 1,6% (όχι το μεσοσταθμικό 1,23% που διαφημίζουν οι τράπεζες), το οποίο είναι πολύ καλύτερο από τα τρέχοντα επιτόκια των στεγαστικών που κυμαίνονται από 5,5 έως 6,5%.

Με δεδομένα τα υψηλά επιτόκια των απλών στεγαστικών δανείων και τα πανάκριβα ακίνητα και ενοίκια της αγοράς, το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε υπήρξε απρόσμενα μεγάλο. Μέσα σε τρεις εβδομάδες, από τις 3 Απριλίου που άνοιξε το πρόγραμμα ως τις 25 του μήνα, υποβλήθηκαν 20.000 αιτήσεις, τέσσερις φορές περισσότερες από τις προϋπολογισθείσες, από τις οποίες πήραν έγκριση ή προέγκριση 1.200 ενώ 1.000 απορρίφθηκαν λόγω οικονομικών και περιουσιακών κριτηρίων.

Παράλληλα φάνηκαν τα προβλήματα στον σχεδιασμό. Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσαν οι υποψήφιοι δανειολήπτες που άρχισαν να ψάχνουν για σπίτι στην αγορά, επομένως και οι τράπεζες που υποδέχτηκαν τις αιτήσεις τους, είναι πρακτικά πολύ δύσκολο να βρεθούν ακίνητα που να πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του προγράμματος: ακίνητο τουλάχιστον 15ετίας, μέχρι 150 τ.μ., με εμπορική αξία ως 200.000 ευρώ. Επιπλέον να είναι σε συμπαθητική γειτονιά, να μη χρειάζεται ακριβή ανακαίνιση, να έχει και ο δανειολήπτης έως 50.000 ευρώ για να χρηματοδοτήσει το υπόλοιπο της αγοράς, αφού υπάρχει πλαφόν 150.000 ευρώ στα δάνεια.

Συν τοις άλλοις, κάποιες χιλιάδες υποψήφιοι δανειολήπτες έσπευσαν να υποβάλουν αίτηση για προέγκριση στις τράπεζες προκειμένου να «κλειδώσουν» το δάνειο προτού εξαντληθεί ο προϋπολογισμός του προγράμματος, χωρίς όμως να έχουν βρει το ακίνητο, καθώς το πρόγραμμα το επιτρέπει υπό τον όρο ότι θα φέρουν τα στοιχεία του ακινήτου σε δύο μήνες. Ετσι συσσωρεύτηκαν 18.000 αιτήσεις στις τράπεζες, τις οποίες πρέπει να τις επεξεργαστεί το μειωμένο λόγω εθελουσιών προσωπικό τους σε 60 μέρες, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν ακίνητα ή θα δώσουν τα δάνεια, με αποτέλεσμα οι τραπεζικές διοικήσεις να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν από την κυβέρνηση «διορθωτικές κινήσεις».

Αυτές, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, θα ανακοινωθούν εντός των ημερών και θα περιλαμβάνουν αλλαγές στα κριτήρια επιλογής των σπιτιών που καλύπτει το πρόγραμμα και τον διπλασιασμό του προϋπολογισμού στο 1 δισ. ευρώ, ώστε αντί 4.600 δικαιούχων που καλύπτει σήμερα (με μέσο όρο αιτούμενου δανείου τις 108.000 ευρώ) να καλύψει 9.200 δικαιούχους. Βεβαίως το κονδύλι που θα δώσει ατόκως η ΔΥΠΑ θα φτάσει τα 750 εκατ. ευρώ – και θα εξαντλήσει το μισό των αποθεματικών του πρώην ΟΕΚ, για να επιδοτήσει την κερδοσκοπία των τραπεζών.

Προχειρότητα

Υπάρχει και δεύτερο πρόβλημα, πολύ πιο σημαντικό. Μέσα σε τρεις εβδομάδες αυξήθηκαν οι τιμές των κατοικιών συγκεκριμένων κατηγοριών σε φτηνές περιοχές της Αττικής που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του προγράμματος. Οπως εξήγησε ο πρόεδρος των μεσιτών Αττικής Λευτέρης Ποταμιάνος, την περασμένη εβδομάδα, με εγκεκριμένο μόνο το 5% των αιτήσεων, σημειώθηκε αύξηση της ζήτησης η οποία άσκησε πίεση σε περιοχές όπου ήδη υπήρχε πρόβλημα, με αποτέλεσμα, χωρίς να αλλάξουν οι μέσες τιμές, ειδικώς για τις κατοικίες που μπορούν να ενταχτούν στο πρόγραμμα, οι ιδιοκτήτες για ένα ακίνητο που πριν από λίγες εβδομάδες το έδιναν προς 150.000-160.000 ευρώ, τώρα να ζητούν 180.000 ευρώ.

Παράγοντες της κτηματομεσιτικής αγοράς κάνουν λόγο για προχειρότητα στον σχεδιασμό και καταλογίζουν στην κυβέρνηση ότι δεν έλαβε υπόψη τις συνθήκες στην αγορά και την έλλειψη προσφοράς κατοικιών στις περιοχές με φτηνά ακίνητα που μπορούν να ενταχτούν στο πρόγραμμα. Ετσι το πρόγραμμα «Σπίτι μου», που έχει στόχο την ενίσχυση της ιδιοκατοίκησης των νεότερων γενιών μέσω της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή στέγη, οδηγεί σε αντίθετο αποτέλεσμα: αυξάνει τις ήδη υψηλές τιμές στις πιο φτηνές περιοχές και καθιστά σε όλους δυσκολότερη την απόκτηση πρώτης κατοικίας. Ακόμη χειρότερα, συντηρεί υψηλά και τα ενοίκια, τα οποία στο κέντρο της Αθήνας κινούνται κοντά στα 9 ευρώ το τετραγωνικό. «Καίει» επομένως και τις νέες γενιές των ενοικιαστών, που πρέπει να εγκαταλείψουν κάθε ελπίδα για οικονομικά προσιτή στέγη.

Documento Newsletter