Με βάση το παράθυρο που άνοιξε ο Πιερ Μοσκοβισί για τη μη περικοπή των συντάξεων από 1/1/2019, η ΝΔ κατέθεσε την τροπολογία που είχε προαναγγείλει ο Κυρ. Μητσοτάκης από το βήμα της Βουλής, εγείροντας το ερώτημα αν ο Ευρωπαίος Επίτροπος είναι τελικά αναξιόπιστος και τα λεγόμενά του επιδέχονται αμφισβητήσεων ή όσα διατυπώνει πρέπει να λαμβάνονται υπόψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ανακόλουθη μοιάζει για άλλη μια φορά η αξιωματική αντιπολίτευση. Μετά την τοποθέτηση του κ. Μοσκοβισί στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ, Κωστής Χατζηδάκης, «εγκάλεσε» τον Ευρωπαίο Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων για το «παράθυρο» μη περικοπής των συντάξεων και μετέπειτα ο κ. Μητσοτάκης τον αντιμετώπισε ως αφερέγγυο κατά τη συνάντησή τους, προβαίνοντας σε δημόσιες υποδείξεις και συστάσεις κατά του Επιτρόπου. Εν τέλει, η ΝΔ καταστάλαξε, υιοθετώντας τα λεγόμενα του «αναξιόπιστου» μέλους της Κομισιόν και κατέθεσε τροπολογία, με την οποία ζητά τη μη εφαρμογή του μέτρου.
«Η Κυβέρνηση θριαμβολογεί ότι η χώρα θα συνεχίσει να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους. Υπεραπόδοση που οφείλεται στην υπερφορολόγηση των πολιτών, στην περικοπή των συντάξεων και των κοινωνικών επιδομάτων, στα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης καθώς και στην εσωτερική στάση πληρωμών στην πραγματική οικονομία» σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας και προστίθεται:
«Παράλληλα, υποστηρίζει ότι η χώρα βγαίνει με “καθαρό” τρόπο από τα μνημόνια και ο αρμόδιος Ευρωπαίος Επίτροπος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην εφαρμοστεί το ψηφισμένο αυτό μέτρο από την Κυβέρνηση».
Δηλαδή, μπορεί ο κ. Μοσκοβισί να είναι ένας κοινός ψεύτης για την αξιωματική αντιπολίτευση και ως τέτοιος να αντιμετωπίστηκε, ωστόσο αυτό κατά την πολιτική αξιολόγηση της Πειραιώς δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να κατατίθενται τροπολογίες με βάση τα λεγόμενά του.
Επίσης, στην αιτιολογική έκθεση διευκρινίζεται ότι το μέτρο της περικοπής των συντάξεων δεν είχε συμπεριληφθεί στο «αχρείαστο» τρίτο μνημόνιο, το οποίο ψήφισε και η ΝΔ, η οποία πίεζε την κυβέρνηση να κλείσει «εδώ και τώρα» τη δεύτερη αξιολόγηση που οδήγησε στη ψήφιση του μέτρου μαζί με δέσμη αντιμέτρων. «Σημειώνεται ότι οι σχετικές περικοπές δεν περιλαμβάνονται στο τρίτο αχρείαστο μνημόνιο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2015 αλλά ενσωματώθηκαν μεταγενέστερα και αποτελούν το κόστος των καθυστερήσεων και της ανικανότητας της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ», σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση.
Ολόκληρη η τροπολογία:
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις – Αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας – Ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων – Επιτροπεία ασυνόδευτων ανηλίκων και άλλες διατάξεις.».
Θέμα: Παύση ισχύος των συνταξιοδοτικών παρεμβάσεων με τις οποίες εφαρμόζονται περαιτέρω περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις από 1-1-2019.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Με το ν. 4387/2016 (Α’ 85), ο οποίος τροποποιήθηκε με το ν.4472/2017 (Α’74) και ενσωματώθηκε στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 του ν. 4549/2018 (Α’105), αποφασίστηκαν, αποκλειστικά με ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας, νέες περικοπές συντάξεων από 1-1-2019.
Η Κυβέρνηση θριαμβολογεί ότι η χώρα θα συνεχίσει να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους. Υπεραπόδοση που οφείλεται στην υπερφορολόγηση των πολιτών, στην περικοπή των συντάξεων και των κοινωνικών επιδομάτων, στα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης καθώς και στην εσωτερική στάση πληρωμών στην πραγματική οικονομία.
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι η χώρα βγαίνει με “καθαρό” τρόπο από τα μνημόνιακαι ο αρμόδιος Ευρωπαίος Επίτροπος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην εφαρμοστεί το ψηφισμένο αυτό μέτρο από την Κυβέρνηση.
Σε αυτή την περίπτωση η Κυβέρνηση οφείλει τώρα να καταργήσει τις διατάξεις που προβλέπουν την αναπροσαρμογή κύριων και επικουρικών συντάξεων από 1-1-2019, ως ελάχιστη ανταπόκριση στα υπερβολικά βάρη τα οποία επωμίστηκαν οι Έλληνες πολίτες, ειδικότερα τα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα, από τις πολιτικές της σημερινής Κυβέρνησης.
Σημειώνεται ότι οι σχετικές περικοπές δεν περιλαμβάνονται στο τρίτο αχρείαστο μνημόνιο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2015 αλλά ενσωματώθηκαν μεταγενέστερα και αποτελούν το κόστος των καθυστερήσεων και της ανικανότητας της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Για τον λόγο αυτό, αλλά και επειδή η Νέα Δημοκρατία δεν πιστεύει ότι είναι αναγκαία η νέα μεγάλη μείωση των συντάξεων, την οποία άλλωστε είχε καταψηφίσει τόσο το 2016, όσο και το 2017 και το 2018, προτείνεται η κατάργηση των επιπλέον περικοπών κύριων και επικουρικών συντάξεων. Δηλαδήπροτείνεται η κατάργηση της περικοπής της προσωπικής διαφοράς από 01.01.2019, η οποία θα μειώσει αναλόγως τα ποσά των καταβαλλόμενων κύριων και επικουρικών συντάξεων, καθώς και η μείωση των κύριων και επικουρικών συντάξεων, συμπεριλαμβανομένων και των οικογενειακών παροχών. Οι περικοπές αυτές, σύμφωνα με το Παράρτημα του άρθρου 119 του ν. 4549/2018 (Α’105) ανέρχονται, σε μικτή βάση, στο ποσό των 2.882 εκ. ευρώ για το έτος 2019, στο ποσό των 2.967 εκ. ευρώ για το έτος 2020, στο ποσό των 3.115 εκ. ευρώ για το έτος 2021 και στο ποσό των 2.918 εκ. ευρώ για το έτος 2022, σωρευτικά. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται απαραίτητο να καταργηθούν οι σχετικές διατάξεις του ν. 4472/2017, καθώς και να παύσει η ισχύς των διατάξεων του ν. 4387/2016 που προβλέπουν περαιτέρω περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς από 1-1-2019, στα προαναφερθέντα ποσά, όπως αποτυπώνονται στο Παράρτημα του άρθρου 119 του ν.4549/2018 (Α’105).
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
Άρθρο…
1. Η παρ. 1 του άρθρου 1 και το άρθρο 2 του ν. 4472/2017 καταργούνται.
2. Οι προβλεπόμενες στις διατάξεις του εδαφίου β’ της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4387/2016 όπως ισχύει, πρόσθετες περικοπές στις συντάξεις από 1-1-2019, που προκύπτουν από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017 καταργούνται.
3. Η περίπτωση β της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν.4387/2016, αντικαθίσταται ως εξής:
«Από 1.1.2019, εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παρ. 1 του παρόντος, το υπερβάλλον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά. Η προσωπική διαφορά συμψηφίζεται, κατ’έτος, μέχρι την πλήρη εξάλειψή της, με την προκύπτουσα βάσει της παρ. 3 αύξηση των συντάξεων.»