Το βιβλίο της Ντίλις Πάουελ για τη ζωή και το έργο του Βρετανού αρχαιολόγου Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό μέσα από την ιστορία της Βίλας Αριάδνη που ήταν για δεκαετίες το στρατηγείο του.
Η Ντίλις Πάουελ, Βρετανίδα παρουσιάστρια ραδιοφωνικών εκπομπών, πολυγραφότατη δημοσιογράφος και κριτικός ταινιών στους «Sunday Times» για σαράντα χρόνια (1939-1979), έτρεφε μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Στα 25 της παντρεύτηκε τον αρχαιολόγο Χάμφρι Πέιν, o οποίος το 1929 ορίστηκε διευθυντής στη Βρετανική Σχολή Αθηνών. Μετά τον πρόωρο θάνατό του (το 1936 σε ηλικία 34 ετών) η Πάουελ εξακολούθησε να διατηρεί τη σχέση της με τη χώρα μας – μεταξύ άλλων είχε στείλει ανταποκρίσεις στους «Sunday Times» από τις ανασκαφές της Βρετανικής Σχολής στη Χίο.
Μια μεγάλη προσωπικότητα
Το 1973 ήταν η χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο της «Η Βίλα Αριάδνη» με θέμα το σπίτι που χτίστηκε για τον Άρθουρ Έβανς το 1906 και χρησίμευσε ως στρατηγείο του στην Κνωσό. «Πέρασα την πόρτα του φράχτη και πήρα το μονοπάτι προς τη Βίλα. Πεύκα, καλάμια, διψασμένοι φοίνικες, βουκαμβίλιες, σκονισμένες ελιές. Πριν από πολύ καιρό κάποια προστατευτικά χέρια είχαν τοποθετήσει με τρυφερότητα ανάμεσα στα δέντρα μερικά θραύσματα αρχαίων γλυπτών – μια άδεια σαρκοφάγο, τη βάση ενός αγάλματος, ένα σπασμένο κιονόκρανο. Ακέφαλος αλλά μεγαλοπρεπής, ένας μαρμάρινος Αδριανός στεκόταν στη σκιά» περιγράφει η Πάουελ το 1958. Ηταν η χρονιά που ξαναντίκρισε το σπίτι, 23 ολόκληρα χρόνια από την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί εκεί.

Ηδη εκείνη την περίοδο η Βίλα Αριάδνη ανήκε στο ελληνικό κράτος (από το 1955) – πιο πριν είχε περάσει από τα χέρια του Έβανς στη Βρετανική Σχολή Αθηνών. Τα πράγματα είχαν αλλάξει πολύ στο διάστημα που μεσολάβησε από τις δύο επισκέψεις της Πάουελ. «Τίποτα δεν μεγάλωνε πια στα πήλινα πιθάρια της βεράντας όπου συνηθίζαμε να δειπνούμε τυλιγμένοι από το άρωμα των γιασεμιών» γράφει.
Εννέα ταξίδια έκανε συνολικά στην Κρήτη η Βρετανίδα δημοσιογράφος από τις αρχές του 20ού αιώνα έως το 1971 και το υλικό που συγκέντρωσε για τον Άρθουρ Έβανςκαι τη ζωή στη Βίλα Αριάδνη ήταν αρκετό για να σκιαγραφήσει το προφίλ του και να περιγράψει τη ζωή στο περίφημο πέτρινο σπίτι που για δεκαετίες φιλοξένησε εκατοντάδες ανθρώπους. Οταν άρχισε να συγκεντρώνει το υλικό της, θέλησε να μιλήσει με όσους είχαν γνωρίσει τον μεγάλο Εβανς. Ωστόσο, αυτό που κυρίως την ενδιέφερε ήταν να αποσπάσει μαρτυρίες από ντόπιους που είχαν πάρει μέρος στην ανασκαφή της Κνωσού και άλλους που εργάστηκαν στο σπίτι.
Τα πρώτα χρόνια που ο Έβανς ξεκίνησε την ανασκαφή –πρωτοαντίκρισε το σημείο το 1894– ζούσε στην Κάντια και μεταφερόταν καθημερινά στην πλάτη ενός μουλαριού. Το 1905 πήρε την απόφαση. «Εδώ θα μένω όταν θα έρχομαι να σκάβω στην Κνωσό» είπε καθισμένος στην πλαγιά απέναντι από την ολάνθιστη Κεφάλα, τον γνωστό σήμερα λόφο της Κνωσού που τότε λεγόταν Πιθάρια. Ηδη ο εύπορος Βρετανός αρχαιολόγος είχε αγοράσει τον λόφο που ανήκε σε πολλούς μουσουλμάνους, καθώς η ιδιοκτησία γης ήταν η βασική προϋπόθεση για την ανασκαφή της.
Ο Έβανς σχεδίασε μόνος του το σπίτι –προέβλεψε δωμάτια και στο υπόγειο– και του έδωσε το όνομα της κόρης του Μίνωα που πρόσφερε στον Θησέα τον μίτο ώστε να βρει την έξοδο από τον λαβύρινθο. Κάπως έτσι λειτούργησε και η Βίλα Αριάδνη για τον Βρετανό αρχαιολόγο. Εκεί έβρισκε διέξοδο όταν ο λαβύρινθος της Κνωσού τον έβαζε σε περιπέτειες – η αρχαία πόλη ήταν απέραντη όχι μόνο σε έκταση αλλά και σε βάθος. Αλλωστε είχε επισκεφτεί την Κρήτη για να αναζητήσει ένα πρώιμο σύστημα γραφής και βρέθηκε επικεφαλής μιας από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανασκαφές όλων των εποχών.
Αρχαιολόγοι, ακαδημαϊκοί και πράκτορες
Στο βιβλίο της Πάουελ συγκεντρώνονται ιστορίες που αφορούν όσους βρέθηκαν στο περιβάλλον του Έβανς. Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες ήταν ο αρχαιολόγος Τζον Πέντλμπερι – Μπλέμπερι τον έλεγαν οι Κρητικοί που δεν μπορούσαν να προφέρουν το όνομά του. Για δεκαετίες ολόκληρες η Βίλα Αριάδνη έσφυζε από ζωή. Κατακλυζόταν από επισκέπτες από τη Βρετανία, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ. Οι μαρτυρίες που έφτασαν στα αυτιά της Πάουελ περιλάμβαναν ιστορίες για αρχαιολόγους, ακαδημαϊκούς αλλά και Βρετανούς πράκτορες που έφτασαν στο νησί κατά τη διάρκεια της Κατοχής για να βοηθήσουν την οργάνωση της αντίστασης.
Η φιλοξενία ήταν πάντα πλουσιοπάροχη. Ο Μανώλης Μαρκογιαννάκης θυμάται πως την εποχή που εργαζόταν ως παιδί για τα θελήματα του σπιτιού υπήρχαν πάντα προϊόντα πολυτελείας, όπως σαμπάνια, τζιν, ουίσκι, μαρμελάδες, κρέας σε κονσέρβα – ο Έβανςπεριφρονούσε το κρητικό κρασί, προτιμούσε αποκλειστικά το γαλλικό. Το 1936, σύμφωνα με τον Μαρκογιαννάκη, μία μόνο αποστολή τροφίμων και ποτών κόστισε 29.000 δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή.
Ο Έβανς, όπως τον περιγράφει η Πάουελ μέσα από τις αφηγήσεις όσων τον γνώρισαν, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Συχνά επιδείκνυε αλαζονική συμπεριφορά, ενώ κάποιοι αναφέρουν πως υπήρχαν φορές που μπορούσε να γίνει τρομακτικός. «Μόνο ο Θεός μπορεί να με κάνει να αλλάξω γνώμη» έλεγε χαρακτηριστικά. Επίμονος, εργατικός και με αξιομνημόνευτο ένστικτο, είχε μια πλούσια σε εμπειρίες και συγκινήσεις ζωή. Πέθανε στα 90 του, τρεις μέρες μετά τα γενέθλιά του. Οταν κάποτε ρωτήθηκε για τις απόψεις του, απάντησε: «Πιστεύω στην ανθρώπινη ευτυχία».
INFO
Το βιβλίο «Η Βίλα Αριάδνη» της Ντίλις Πάουελ σε μετάφραση της Άρτεμης Κλίτση είναι έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης