Η περίπτωση της Εθνικής Πινακοθήκης περικλείει την προσέγγιση της κυβέρνησης στον πολιτισμό
Γράφει η Μυρσίνη Ζορμπά,
Τέως υπουργού Πολιτισμού
Η θύελλα που ξεσήκωσε η ταµπέλα του Ιδρύµατος Σταύρος Νιάρχος στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου συµπύκνωσε το αρνητικό αποτύπωµα ενός φάσµατος προβληµατικών χειρισµών και απερίσκεπτων δηλώσεων που εδώ και ενάµιση χρόνο χαρακτηρίζουν την πολιτική διαχείριση του σηµαντικού έργου.
Το πλαίσιο των χορηγιών και η δηµόσια διαβούλευση
Με τον τρόπο αυτό η ταµπέλα κατέληξε να µετατραπεί σε στόχο χλευασµού και γενικευµένης αρνητικής κριτικής –όχι µόνο για όσα αντιπροσωπεύει αλλά και ως δηλωτική των όσων βρίσκονται πίσω της και τη στηρίζουν– στο ύφος και ήθος της εξουσίας που θέλησε να στοιχηµατίσει στις εντυπώσεις µιας αχαλίνωτης αλαζονικής επίδειξης, αδιαφορώντας για το περιεχόµενο και γλιστρώντας επιτήδεια από την πραγµατικότητα στην παραπλάνηση αντί να κάνει τη δουλειά της µε την αρµόζουσα σοβαρότητα, νοµιµότητα και προσοχή.
Η ταµπέλα του Ιδρύµατος Σταύρος Νιάρχος µε την υπόµνηση «πτέρυγα» και το όνοµα του χορηγού πάνω από εκείνο της Εθνικής Πινακοθήκης στο εξωτερικό µέρος του κτιρίου είναι προφανώς όχι µόνο αµετροεπής, όχι µόνο ασύµµετρη προς το µέγεθος της χορηγίας (13 εκατ. ευρώ στο σύνολο των 60 εκατ. κόστους του έργου) αλλά και µη σύννοµη, όπως έδειξε η εκ των υστέρων έκδοση απόφασης της αρµόδιας υπηρεσίας του υπουργείου η οποία κάνει λόγο για διορθώσεις που πρέπει να λάβουν χώρα. Από τη µεριά της η διευθύντρια της πινακοθήκης Μ. Λαµπράκη-Πλάκα δήλωνε χωρίς ενδοιασµούς σε ραδιοφωνική της συνέντευξη, µετά τον θόρυβο που προκλήθηκε, ότι η ίδια είχε υπογράψει µε τον χορηγό αυτούς τους όρους της σύµβασης, ακόµη και τις διαστάσεις της ταµπέλας, αφού είχε ανάγκη τα χρήµατα της δωρεάς.
Μια δέσµη ερωτηµάτων προκύπτει από όλα αυτά όχι µόνο για τη συγκεκριµένη περίπτωση αλλά για ολόκληρο το πλαίσιο των χορηγιών και την επάρκειά του, αφού µια σειρά έργων φαίνεται να στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε αυτές στο άµεσο µέλλον, υπό την παρούσα ηγεσία του υπουργείου Πολιτισµού και τις επιλογές του πρωθυπουργού. Τα ερωτήµατα αφορούν τους ορισµούς της χορηγίας και της δωρεάς, τα πρωτόκολλα των διαδικασιών και διαπραγµατεύσεων µέσα από τις οποίες αναπτύσσονται και ολοκληρώνονται, τους όρους των συµβάσεων των µελετών και της εκτέλεσης των έργων από ιδιώτες, το εύρος και την ευθύνη της εποπτείας των υπηρεσιών του υπουργείου, τον οδικό χάρτη και τα χρονοδιαγράµµατα, την πρόβλεψη ευθύνης των υπερβάσεων που έχουν παρατηρηθεί σε πολλά έργα και είναι σηµαντικές, τα ανταποδοτικά οφέλη και πολλά ακόµη.
Η εµπειρία από τη σύµβαση κατασκευής και λειτουργίας του Κέντρου Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος στο Φάληρο, από τις πρόσφατες παρεµβάσεις στην Ακρόπολη, από το ΕΜΣΤ αλλά και από τις επικείµενες παρεµβάσεις στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (όπου αναµένεται η µελέτη που έχει γίνει µε ανάθεση του χορηγού), το Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης, το Τατόι, στους ∆εσµώτες του Φαλήρου και αλλού δείχνει ότι το υπάρχον πλαίσιο όχι µόνο δεν επαρκεί αλλά µπορεί να προκαλέσει σηµαντικά προβλήµατα στις σχέσεις δηµοσίου και χορηγών και –το σηµαντικότερο– στα ίδια τα έργα ως µνηµεία πολιτιστικής κληρονοµιάς.
Το πλαίσιο χορηγιών χρειάζεται όχι µόνο ανανέωση και επεξεργασία που αφορά και τα εποπτευόµενα νοµικά πρόσωπα, αλλά περισσότερη διαφάνεια, δηµοσίευση των συµβάσεων χωρίς καθυστερήσεις και προσχήµατα (κάτι που για τις τελευταίες παρεµβάσεις στην Ακρόπολη δεν έχει τηρηθεί) καθώς και λογοδοσία. Χωρίς αυτά δηµιουργούνται σηµαντικές και περίπλοκες εµπλοκές που δεν ευνοούν κανέναν. Και φυσικά χρειάζεται απαραιτήτως δηµόσια διαβούλευση, χωρίς την οποία κανένα έργο δεν µπορεί να αποφασίζεται στις µέρες µας αν θέλουµε να το υπερασπίζονται, να το αγαπούν και να το φροντίζουν οι πολίτες, αφού γι’ αυτούς γίνεται.
Η αντίληψη του θησαυροφυλακίου
Προτού κλείσουµε ας προσθέσουµε ότι κατά τρόπο ανεπίτρεπτο χάθηκε από τον ορίζοντα το δεύτερο συστατικό του ονόµατος της Εθνικής Πινακοθήκης, δηλαδή το «Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου», χωρίς καµία αιτιολόγηση, σιωπηρά, αποδεικνύοντας πώς εννοεί το υπουργείο τον σεβασµό στους δωρητές, εξαφανίζοντάς τους από την ταµπέλα µόλις περνάει η αρχική λάµψη. Από την άλλη, τοποθετήθηκε στην πρόσοψη µια κεντρική ταµπέλα που πολλοί την παροµοίασαν µε εκείνη της Εθνικής Τράπεζας, συµπαρασύροντας στις εντυπώσεις ολόκληρο το κτίριο.
Φαίνεται ωστόσο πως τα παραπάνω είναι µόνο η αρχή, καθώς πολλά µέτωπα ανοίγουν αναφορικά µε τη σχέση του παλιού κτιρίου µε την επέκταση και τον σεβασµό του διατηρητέου µε τις αλλαγές στα αρχιτεκτονικά σχέδια, µε την περιβαλλοντική επιβάρυνση από την κοπή των δέντρων που υπήρχαν, µε την έκθεση της µόνιµης συλλογής που µένει να γίνει επισκέψιµη εν καιρώ, µε τα ανώγεια και τα υπόγεια, τη συνταξιοδότηση της διευθύντριας και την προκήρυξη της θέσης. Θέµατα που αφορούν το κτίριο, τη λειτουργία, την ταυτότητά του, η οποία δεν περιορίζεται στις ταµπέλες, και κυρίως τον ρόλο του. Οχι βέβαια ως θησαυροφυλακίου όπως το χαρακτήρισε άστοχα η υπουργός ή ως αδρανούς αποθετηρίου, αλλά ως ζωντανού οργανισµού που µας φέρνει σε ζωντανή επαφή και βαθύτερο διάλογο µε την ελληνική τέχνη του 19ου και του 20ού αι.
Τουλάχιστον ας δείξει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου λίγη σωφροσύνη από δω και µπρος. Αφού τα εγκαίνια έτσι κι αλλιώς µαταιώθηκαν και µετατράπηκαν σε ξενάγηση στο ισόγειο και αφού οι ταµπέλες αλλάξουν, ας φροντίσει να λύσει και όλα τα υπόλοιπα προβλήµατα χωρίς παραπλανητικές τυµπανοκρουσίες και τη συνέχιση αλαζονικών µεγαλοστοµιών. Πρόκειται άλλωστε για ένα έργο που θα κριθεί και θα δικαιωθεί από την αποδοχή και την αγάπη του κόσµου και αυτό είναι το πιο σηµαντικό.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 28/3/2021