Η Μυρσίνη Ζορμπά γράφει για τη Ροσάνα Ροσάντα

Η Μυρσίνη Ζορμπά γράφει για τη Ροσάνα Ροσάντα

Η Μυρσίνη Ζορμπά γράφει στο Docville για τη Ροσάνα Ροσάντα (1924 -2020), βουλευτή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας -από το οποίο διαγράφτηκε στο 12ο Συνέδριο καθώς κριτίκαρε τη σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία- στα 60s και συνιδρύτρια του περιοδικού (που μετεξελίχθηκε σε εφημερίδα) «Il manifesto» και μέλος αργότερα της Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό. 

Ηταν ένα μυθικό πρόσωπο που το γνώρισα για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα από τις μικρές καθημερινές αναγνώσεις του editorial της εφημερίδας «Il manifesto». Κάθε μέρα για πολλά χρόνια, βρέξει χιονίσει, με κατείχε η ακατανίκητη έξη της εφημερίδας και δη της ιταλικής εφημερίδας στη δεκαετία του ’70 και του ’80 με την αφοσίωση στην κουλτούρα και τη γλώσσα του Γκράμσι, την ακολουθία των νέων εννοιών που ιχνηλατούσε η εποχή εκείνη αλλά και την πολιτική περιπέτεια από το «compromesso storico» (ιστορικός συμβιβασμός) του Μπερλινγκουέρ έως τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.

Στη Ρώμη του Γκράμσι και του PCI

Ιδεολογικά βρισκόμουν στο ΚΚΕ εσ. και στον ευρωκομμουνισμό· όταν βρισκόμουν στη Ρώμη περνούσα πάντοτε από τη Rinascita, το βιβλιοπωλείο του PCI (Partito Comunista Italiano) στις Botteghe Oscure, ξόδευα ώρες στο αναγνωστήριο του Istituto Gramsci κοντά στο Τίβολι και δεν παρέλειπα την επίσκεψη στα γραφεία των Editori Riuniti.

Αλλά εκείνα που με μάγευαν ήταν τα κείμενα της Ροσάντα. Μετέτρεπαν την πεζή καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση σε καταιγισμό ιδεών, διαθλούσαν τον πολιτικό λόγο μέσα από κρυστάλλους ιστορικών συνειρμών, έπαιρναν τα γεγονότα και τα έτριβαν πάνω στη θεωρία – πότε για να τα κάνουν να λάμψουν και πότε για να σταθμίσουν το βάρος τους. Η Ροσάντα ήταν μια καταιγίδα του γραπτού λόγου. Κείμενα ριζοσπαστικά, επιχειρήματα φρέσκα και απροσδόκητα, πραγματική τροφή για σκέψη, ποτέ δεοντολογικά, αυτονόητα, βαρετά. Ούτε μπορούσες να προβλέψεις πότε θα αναδυόταν εκείνη η ξαφνική πνοή που ανάβλυζε για να πλέξει το δημόσιο με το προσωπικό, να σε συγκινήσει ανοίγοντας τη φλέβα ευαισθησίας που έτρεχε στην ελευθερία, την ισότητα, στις ιστορίες των γυναικών, στην αντίσταση στον φασισμό, την επανάσταση.

Το καλοκαίρι του 1981 βρέθηκα στη Ρώμη αναζητώντας τη συνέχεια των σπουδών που έλειπαν όχι από το βιογραφικό αλλά από τη ζωή μου. Παρότι είχα ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό στη Φιλοσοφία του Δικαίου και ήδη είχα πορεία αρκετών χρόνων ως εκδότρια βιβλίων, αναζητούσα εκεί τη δυνατότητα ενός διδακτορικού. Αλλά τα ιταλικά πανεπιστήμια ακόμη δεν είχαν θεσμοθετήσει διδακτορικά και αυτό μου έκοψε τη φόρα. Ωστόσο το κλίμα ήταν αναζωογονητικό κι εγώ, έχοντας μόλις κλείσει τα τριάντα, δεν ήθελα να πάει χαμένη η ευκαιρία που είχα να μείνω μερικούς μήνες σε μια χώρα που με προκαλούσε διανοητικά και συναισθηματικά.

Κρατώντας την εφημερίδα στο χέρι ανέβηκα τα μαρμάρινα σκαλιά ενός palazzo στο κέντρο της πόλης και μπαίνοντας στα γραφεία της εφημερίδας ρώτησα κάποιον απ’ όσους πηγαινοέρχονταν αν μπορούσα να μιλήσω στη Ροσάνα Ροσάντα. Δεν υπήρχε πρωτόκολλο, δεν υπήρχε θυρωρός ούτε γραμματέας. Τη γνώριζα ελάχιστα. Της είχα πάρει μια συνέντευξη μήνες πριν και είχαμε εκδώσει στον Οδυσσέα το θαυμάσιο βιβλίο της «Γυναίκες και πολιτική», αλλά αμφέβαλλα αν με θυμόταν. Μου έδειξαν την πόρτα του γραφείου της. Χτύπησα και μπήκα. Την αντίκρισα απέναντί μου· μια ωραία ώριμη γυναίκα στα πενήντα πέντε της που σήκωσε τα μάτια από το χειρόγραφο που είχε μπροστά της και άκουσε χωρίς να ενοχλείται τη διαθεσιμότητά μου να δουλέψω στην εφημερίδα γράφοντας άρθρα για την Ελλάδα και τις επικείμενες εκλογές. Μου είπε ότι θα ενημερώσει τον αρχισυντάκτη και από την επομένη ήμουν εκεί για να συμμετέχω στη μεσημεριανή σύσκεψη.

Μέλος της δημοσιογραφικής ομάδας του «Manifesto»

Η εφημερίδα δούλευε σαν κολεκτίβα, με βασικούς εργατικούς μισθούς για όλους χωρίς εξαίρεση και με μεγάλο βαθμό συντροφικότητας μέσα σε μια αύρα μποέμ. Οι νεότεροι συντάκτες ζούσαν μέσα σε έναν ενθουσιασμό για τα πολιτικά θέματα αλλά όλα κατέληγαν στην κουλτούρα. Ο Γκράμσι παρών – μπορούσες να ανασάνεις τις αποχρώσεις των ιδεών του στις καθημερινές συζητήσεις. Οι μεγαλύτεροι, όπως η Ροσάντα, ο Πίντορ, ο Παρλάτο, ήταν λιγότερο παρόντες, τους συναντούσες στον διάδρομο ή στο γραφείο τους όταν είχες κάτι να κουβεντιάσεις γιατί διαφωνούσε ο αρχισυντάκτης.

Θυμάμαι ένα τέτοιο ραντεβού με τη Ροσάντα με αφορμή το άρθρο που έγραφα λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου που θα έφερναν για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ο αρχισυντάκτης θεωρούσε πως ήταν αδύνατον να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στις προηγούμενες εκλογές του 1977 είχε συγκεντρώσει ποσοστό γύρω στο 25%. Το ακλόνητο επιχείρημά του ήταν ότι για να φτάσει στο 42% που χρειαζόταν ώστε να κερδίσει τη ΝΔ έπρεπε να καλύψει 17 ολόκληρες μονάδες και κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο με τα εκλογικά δεδομένα που ο ίδιος παρακολουθούσε. Φοβόταν ότι η εφημερίδα θα έπεφτε τελείως έξω. Ηταν η ώρα της Ροσάντα να αποφασίσει. Διάβασε το άρθρο και με άκουσε χωρίς να με διακόψει. Εμοιαζε σκεπτική και αναποφάσιστη αλλά καταλάβαινα ότι την είχα κάπως μετακινήσει από αυτό με το οποίο συμφωνούσε με τον αρχισυντάκτη. «Το πιστεύεις, ε;» με ρώτησε κι έδωσε το πράσινο φως να δημοσιευτεί το άρθρο.

Οταν λίγες μέρες μετά την αποχαιρετούσα και επέστρεφα αισθανόμουν σαν να είχα μπει κι εγώ στον κύκλο των γυναικών για τις οποίες μιλάει στα βιβλία της. Πάνω απ’ όλα αισθάνθηκα πως η συνάφεια μαζί της αυτό το σύντομο διάστημα αποτέλεσε για μένα και την πολιτική μου εμπειρία μια ανεπανάληπτη αισθηματική αγωγή.

Documento Newsletter