Ο οίκος αξιολόγησης δεν αναβάθμισε την Ελλάδα, όπως διακαώς ανέμενε η κυβέρνηση, και επισημαίνει τις πέντε μεγάλες αδυναμίες της οικονομίας που μπορούν να οδηγήσουν σε νέα κατρακύλα…
Η ανακοίνωση του οίκου Moody’s ότι αφήνει αμετάβλητη τη βαθμολογία του αξιόχρεου της Ελλάδας στο Βa1, ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η Moody’s είχε αναβαθμίσει τελευταία φορά την Ελλάδα στα μέσα Σεπτεμβρίου 2023 και είχε από τότε δώσει σταθερές προοπτικές, το οποίο σημαίνει ότι δεν προέβλεπε κίνηση αναβάθμισης της χώρας. Το ίδιο έκανε και στις 15 Μαρτίου, που θα πει ότι δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αναβάθμιση της Ελλάδας στο ορατό μέλλον.
Ομως για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία επί τέσσερα χρόνια έπαιζε το χαρτί της επενδυτικής βαθμίδας, το γεγονός αποτέλεσε απρόσμενη ψυχρολουσία. Εχοντας εξασφαλίσει την επενδυτική βαθμίδα από τους άλλους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης (Scope, DBRS, S&P και Fitch) μέσα στο 2023, η κυβέρνηση περίμενε πώς και πώς τη σφραγίδα της Moody’s για να επιβεβαιώσει το αφήγημα της «επιτυχούς της οικονομικής διακυβέρνησης». Είχε την προσδοκία ότι αυτή η τελευταία αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας θα έδινε την κρίσιμη ώθηση για τη μετάβαση του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις αναπτυγμένες αγορές.
Ο στόχος αυτός ενδιαφέρει τόσο την κυβέρνηση όσο και τις μεγάλες εισηγμένες επιχειρήσεις, επειδή προσβλέπουν σε περαιτέρω εισροές κεφαλαίων στα ελληνικά ομόλογα και στο χρηματιστήριο. Αντί γι’ αυτό ήρθε στις 19 Μαρτίου και η έκθεση της JPMorgan που ανέφερε ότι το ελληνικό χρηματιστήριο είναι πολύ ρηχό για να ενταχθεί εκ νέου στις αναπτυγμένες αγορές – και το κακό δίπλωσε για το οικονομικό αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Διπλή ψυχρολουσία!
Παρά τη διπλή αυτή ψυχρολουσία, κανένα στέλεχος της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν προέβη σε επίσημες ανακοινώσεις επί των εκθέσεων είτε της Moody’s είτε της JP Morgan. Αργότερα μέσα στην εβδομάδα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας μέσω πηγών άφησε να διαρρεύσουν στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ κάποια σχόλια που εστίαζαν σε όσα, κατά Moody’s, είχε κάνει σωστά η κυβέρνηση της ΝΔ. Κι αυτό κατά παράβλεψη του πνεύματος της έκθεσης, η οποία εξέπεμψε ένα σαφές μήνυμα δυσπιστίας προς την Ελλάδα, κάνοντας μάλιστα ρητή αναφορά στο σοκ του PSI και υπογραμμίζοντας ότι «η αναδιάρθρωση χρέους του 2012 βαραίνει ακόμη στην πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας».
Η δυσπιστία της Moody’s προς την Ελλάδα προκύπτει εν μέρει ιστορικά, καθώς πριν από την κρίση χρέους του 2010 ο συγκεκριμένος οίκος υπήρξε ιδιαίτερα ευμενής προς τη χώρα μας δίνοντάς της αξιολογήσεις Α από νωρίς και βρέθηκε εκτεθειμένος όταν έγινε η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους – λέγεται μάλιστα ότι απέλυσε τον αναλυτή που έδινε τις υψηλές αξιολογήσεις στην Ελλάδα. Εχει όμως άμεση σχέση με τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία ο οίκος αναδεικνύει ένα προς ένα, τονίζοντας πως παραμένουν σημαντική απειλή για την ελληνική οικονομία, ενώ πρώτη φορά θίγει το πρόβλημα των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων – με την επισήμανση ότι θα λειτουργήσουν σαν βαρίδι στην ανάπτυξη.
Ουσιαστικά η θέση που διατυπώνει στην έκθεσή της η Moody’s είναι: η Ελλάδα, η μία και μοναδική χώρα στην ευρωζώνη που έχει χρεοκοπήσει μια φορά και επιβαρύνεται με το υψηλότερο δημόσιο χρέος, βρίσκεται σε επισφαλή θέση και δεν αρκούν κάποιες μικρές βελτιώσεις στα νούμερα ή κάποιες μεταρρυθμίσεις που επιτάσσει η τρέχουσα νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία· πρέπει να αποδειχτεί ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές έχουν μόνιμα και σταθερά αποτέλεσμα σε επίπεδο βελτίωσης των δεικτών του χρέους και των δημόσιων οικονομικών, γιατί η ελληνική οικονομία πάσχει από σοβαρές ανισορροπίες, είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ και ανά πάσα στιγμή μπορεί εκ νέου να εκτροχιαστεί.
Τα πέντε τρωτά σημεία
Η Moody’s αναγνωρίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει τις βασικές βελτιώσεις που χρειάζονταν μετά τη δημοσιονομική χαλάρωση της πανδημίας σε ό,τι αφορά τα νούμερα για το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος, την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και την αύξηση των επενδύσεων. Ωστόσο, σημειώνει ότι υπάρχουν ακόμη μεγάλες αδυναμίες, τις οποίες κωδικοποιεί στα εξής σημεία:
01 Υψηλό δημόσιο χρέος
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει πολύ υψηλός. Παρότι μειώθηκε από το 172,6% του ΑΕΠ το 2022 στο 161% του ΑΕΠ στα τέλη του 2023 και κατά τις προβλέψεις του οίκου μπορεί να μειωθεί περαιτέρω στο 148% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2025, η σχέση χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει επικίνδυνα υψηλή. Ακόμη χειρότερα, παρά την πράγματι μεγάλη βελτίωση της σχέσης χρέους προς ΑΕΠ που έχει επιτευχθεί κατά την τελευταία τριετία λόγω του υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος έχει αυξήσει το ΑΕΠ σε ονομαστικές τιμές που μπαίνει στον αριθμητή συγκριτικά με τον παρονομαστή, σε απόλυτα μεγέθη το χρέος δεν έχει περιοριστεί καθόλου. Αντίθετα, το 2023 το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της χώρας αντί να μειωθεί κατά 5,25 δισ. ευρώ, όπως προέβλεπε το υπουργείο Οικονομικών, αυξήθηκε εκ νέου κατά 6,25 δισ. ευρώ κι έφτασε τα 406 δισ. ευρώ που αποτελεί νέο ιστορικό υψηλό.
Βεβαίως, προσθέτει η Moody’s, το δυσθεώρητο αυτό δημόσιο χρέος μετριάζεται ως πρόβλημα για την Ελλάδα στο σήμερα, επειδή υπάρχει ένα μαξιλάρι κεφαλαίων στο ελληνικό δημόσιο κι επειδή το χρέος είναι ρυθμισμένο με χαμηλά επιτόκια και μακροπρόθεσμες λήξεις. Μπορεί όμως να αποτελέσει πρόβλημα, όπως είναι γνωστό, μετά το 2032, όταν το χρέος θα αυξηθεί περαιτέρω επειδή θα συνυπολογιστούν σε αυτό αναβαλλόμενοι τόκοι από τα ευρωπαϊκά δάνεια ύψους έως 25 δισ. ευρώ και θα αυξηθεί το κόστος αναχρηματοδότησής του. Εκεί πια μια στραβή μπορεί εύκολα να πετάξει την Ελλάδα ξανά εκτός αγορών.
02 Μεγάλο εξωτερικό έλλειμμα
Η ελληνική οικονομία επιβαρύνεται από σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες επειδή έχει μεγάλο εξωτερικό έλλειμμα και υψηλή εξάρτηση από μόνο δύο πηγές πλούτου, τον τουρισμό και τη ναυτιλία. H Moody’s καταγράφει ως θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η μείωση των τιμών ενέργειας και τα τουριστικά έσοδα–ρεκόρ του 2023 οδήγησαν σε μείωση του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας από τα δυσθεώρητα επίπεδα του 10,3% του ΑΕΠ όπου είχε φτάσει το 2022 σε 6,4% του ΑΕΠ το 2023, το οποίο όμως, όπως σημειώνει, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό.
Το υψηλό εξωτερικό έλλειμμα οφείλεται στο ότι το ισοζύγιο αγαθών (χωρίς καύσιμα και πλοία) ήταν έντονα ελλειμματικό και το 2023, επειδή η χώρα εξαρτάται από τις εισαγωγές και έχει παραγωγικό έλλειμμα. Το υψηλό εξωτερικό έλλειμμα και η μεγάλη εξάρτηση από τουρισμό και ναυτιλία, όπως προειδοποιεί η Moody’s, σημαίνουν ότι η χώρα είναι ευάλωτη στα εξωτερικά σοκ, σαν τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που οδήγησε στην ελληνική χρεοκοπία.
Για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα πρέπει να αλλάξει η δομή της ελληνικής οικονομίας, προσθέτει η Moody’s, να υπάρξουν βελτιώσεις στην παραγωγή και στις εξαγωγές –να γίνει δηλαδή αλλαγή του οικονομικού μοντέλου–, αλλά οι διαδικασίες αυτές παίρνουν χρόνο, καταλήγει ο οίκος. Κι ένα μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία είναι ότι ώσπου να υπάρξει αλλαγή του οικονομικού μοντέλου, –αν υπάρξει–, ο μόνος τρόπος μείωσης των εμπορικών ελλειμμάτων, όταν προκύπτει ανάγκη, είναι η μείωση του κόστους εργασίας, δηλαδή η καθήλωση των μισθών.
03 Στον αναπνευστήρα οι τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες, παρότι εκκαθαρίστηκαν από τα «κόκκινα» δάνεια, έχουν ακόμη χαμηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους αποτελείται ακόμη από αναβαλλόμενο φόρο, δηλαδή από «αέρα». Η αδυναμία, κατά τη Moody’s, όσο παραμένει μπορεί να δημιουργήσει νέα προβλήματα αν υπάρξουν σοβαρές πιέσεις στην ελληνική οικονομία και «κοκκινίσουν» ξανά δάνεια.
04 Καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη
Οι ελληνικοί θεσμοί έχουν ακόμη σοβαρές αδυναμίες και μείζον πρόβλημα παραμένουν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, σημειώνει η Moody’s. Πράγματι, σύμφωνα με μελέτη της AlphaBank που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2023, η Ελλάδα είναι μία από τις ευρωπαϊκές χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις στον τομέα της δικαιοσύνης, με σχετικά χαμηλό ποσοστό επίλυσης υποθέσεων, κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (82,4%, έναντι 100%) και τον χειρότερο χρόνο απονομής δικαιοσύνης από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μάλιστα οι καθυστερήσεις στην ελληνική Δικαιοσύνη διαρκώς επιδεινώνονται αντί να βελτιώνονται και ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση αστικών και εμπορικών διαφορών σε πρώτο βαθμό στην Ελλάδα έχει αυξηθεί από 330 μέρες το 2014 σε 559 μέρες το 2018 και σε 728 ημέρες το 2021.
Η Moody’s όπως και άλλα οικονομικά ιδρύματα επιμένει στο πρόβλημα των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης επειδή λειτουργούν ως ιδιαίτερα αποτρεπτικός παράγοντας για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
05 Δυσμενή δημογραφικά στοιχεία
Οι αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας υπονομεύονται από τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία. Η Moody’s σημειώνει ότι η ανάπτυξη της Ελλάδας, που το 2023 περιορίστηκε στο 2%, υπό την πίεση του υψηλού πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων, τα οποία επιβάρυναν την κατανάλωση και τις επενδύσεις αντίστοιχα, στηρίζεται από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και τις επενδύσεις, όμως επιβαρύνεται από τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία της χώρας.
Τα δυσμενή αυτά δημογραφικά στοιχεία που λειτουργούν ως βαρίδι στην ανάπτυξη είναι η μείωση του πληθυσμού (κατά 3,1% μέσα στην τελευταία δεκαετία) και του εργατικού δυναμικού της (κατά 7,2% στα τελευταία 14 χρόνια) λόγω της φυγής εκατοντάδων χιλιάδων –εκτιμάται ότι έφυγαν από 320.000 έως 700.000 στη δεκαετία της κρίσης, ανάλογα με τις πηγές– Ελλήνων και ξένων εργαζομένων ηλικίας 20 ως 40 ετών στο εξωτερικό, μεταξύ αυτών και ατόμα υψηλής εξειδίκευσης.
Δεδομένου ότι η φυγή αφορούσε κόσμο σε ηλικία δημιουργίας οικογένειας, το αποτέλεσμα ήταν η περαιτέρω μείωση του ήδη χαμηλού εγχώριου δείκτη γεννήσεων.
Βάσει των δημογραφικών προβολών του ΟΗΕ και της ΕΕ η τάση αυτή οδηγεί σε δραματική συρρίκνωση του πληθυσμού της Ελλάδας, έως και τα 8,5 εκατ. ως το 2050, αλλά και του εργατικού δυναμικού της, που με τη σειρά του συνεπάγεται περιορισμό των δυνατοτήτων ανάπτυξης της οικονομίας. Τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία –πρώτη φορά καταγράφονται ως βαρίδι στην ανάπτυξη της Ελλάδας από οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης– είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σήμερα, που είναι αδύνατο να λυθεί με το αναπτυξιακό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας το οποίο προκρίνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη: οικοδομή και τουρισμός, φτηνή ανάπτυξη, φτηνό εργατικό δυναμικό, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, δηλαδή μια συνταγή Τρίτου Κόσμου.
Διαβάστε επίσης: Eurostat: «Φτηνή» η εργασία στην Ελλάδα – Πολύ πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
Η κυβέρνηση αυτοθαυμάζεται για τα νούμερα της φτώχειας – Πανηγυρίζουν για την προβληματική ανάπτυξη
Ανάπτυξη Μητσοτάκη: Μετά την εταιρεία Γιούλα «λουκέτο» και στη Sonoc
Γ. Στουρνάρας: «Εχουμε ολιγοπώλια στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στις τράπεζες…»
Κατά κεφαλήν ΑΕΠ: Και επισήμως η Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στον πάτο της Ευρώπης