Δεν εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Δεν εκφωνήθηκαν επικήδειοι. Ακόμη και η είδηση του θανάτου του Μανώλη Γλέζου πέρασε σχεδόν στα ψιλά, αν αναλογιστεί κανείς τις διαστάσεις που θα έπαιρνε η απώλεια ενός εθνικού συμβόλου υπό άλλες συνθήκες.
Μια λοιπόν από τις αθέατες παρενέργειες του κορονοϊού είναι η ανατροπή –αν όχι η κατάργηση– της τελετουργίας του θανάτου. Από την αρχαιότητα μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση η επίγνωση του αναπόφευκτου τέλους επέβαλλε στον άνθρωπο τον σεβασμό στον νεκρό που τον συμφιλίωνε με τη μοίρα του. Η τελευταία ραψωδία της «Ιλιάδας» δεν είναι αφιερωμένη σε κάποια ηρωική μάχη αλλά στην ταφή του Εκτορα. Εχει προηγηθεί η ικεσία του Πρίαμου προς τον σκληροτράχηλο Αχιλλέα να του παραδώσει το πτώμα του γιου του.
Στο τέλος της συνάντησής τους και οι δύο αναλύονται σε δάκρυα, κλαίγοντας ο καθένας τους δικούς του. Στον Μεσαίωνα η υπόσχεση της μεταθανάτιας ζωής και η συχνή απεικόνιση του Χάρου χαράσσουν τα όρια μεταξύ του επίγειου κόσμου και του επέκεινα, προσφέροντας στον άνθρωπο τις αισθητικές μορφές που θα διευκολύνουν τη διαχείριση της αγωνίας του.
Εντούτοις, όσο το ανθρώπινο γένος εξελίσσεται και εφευρίσκει μέσω της τεχνολογίας τρόπους που κολακεύουν την αίσθηση της παντοδυναμίας του τόσο σταδιακά απωθεί την ιδέα του θανάτου. Αντίθετα, στο παρελθόν ο άνθρωπος τον ένιωθε οικείο και θεωρούσε αυτονόητο καθήκον να συμμετάσχει στο πένθος γνωστών και αγνώστων. Οι κηδείες του Παλαμά (1943) και του Σεφέρη (1971) μετατράπηκαν σε μαζική αντιστασιακή κίνηση και αντιδικτατορική διαμαρτυρία αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι κανένας πόλεμος και κανένα απολυταρχικό καθεστώς δεν μπόρεσαν ποτέ να εμποδίσουν ή να απαγορεύσουν το ύστατο χαίρε.
Και ήρθε ξαφνικά ο μικροσκοπικός ιός να απλωθεί σ’ ένα οικουμενικό τοπίο όπου οι εφιάλτες ακινητοποιούνται και μοιάζουν γεγονότα. Ο φόβος της μετάδοσης εκμηδένισε τον πόνο, το αριστοτελικό κοινωνικό ον μεταμορφώθηκε σε απομονωμένο άτομο. Οποιος ψυχορραγεί σε έναν θάλαμο νοσοκομείου είναι πλέον μόνος του, χωρίς ένα χάδι στο κεφάλι, χωρίς ένα σφιχταγκάλιασμα παρηγοριάς. Στην ψηφιακή αυτοκρατορία του 21ου αιώνα ο θάνατος αναμεταδίδεται σε παγκόσμια σύνδεση αλλά στερείται τον οικογενειακό και φιλικό θρήνο. Από οικόσιτος γίνεται ανέστιος στη νεκρική πομπή στο Μπέργκαμο. Οι ασυνόδευτες σοροί μπάζουν με το στανιό λίγη ανεπιθύμητη αιωνιότητα μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες.
Μοναξιά νιώθουν και οι ζωντανοί που επιχειρούν να την ξεγελάσουν με άλλες δραστηριότητες για να ξεχάσουν την επαπειλούμενη πύρινη ρομφαία. Η δίνη της προηγούμενης καθημερινότητας που είχε συνθλίψει την αφή και την ουσιαστική επαφή επανήλθε εκδικητικά. Τώρα σε κάθε χειραψία ουρλιάζουν οι ερινύες, τα φιλιά στα αγαπημένα μας πρόσωπα μένουν αξόδευτα στις αποθήκες της αναβολής. Ο ιός μας ανάγκασε να αλλάξουμε πίστα, να πετρώνουμε το δάκρυ και να φτύνουμε τον ίσκιο μας με την επωδό της καραντίνας.
Καιρός επομένως να ξαναδούμε στο πυρίμαχο γυαλί της συλλογικής μνήμης ότι κάθε διάρρηξη στην αλληλουχία των ημερών και των σχεδίων μας είναι πιθανή, ότι τη ζωή μας εκτός από τις οικονομικές ελίτ μπορεί να τις κυβερνά και το αναπάντεχο. Μόνο τότε θα ξαναβγούμε υγιείς και όχι διασωληνωμένοι στους δρόμους να απολαύσουμε τον ήλιο.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης