Το μοναδικής αισθητικής ξενοδοχείο The Dolli αποτελεί κόσμημα για την οδό Μητροπόλεως και την ευρύτερη περιοχή, διατηρώντας την ιστορία του και τη θέση του στην πόλη
Η στενή και πολύβουη Μητροπόλεως, την οποία συχνά προσπερνάμε βιαστικά, εξακολουθεί να είναι από τους ωραιότερους δρόμους της Αθήνας, όπου η Ιστορία συνομιλεί δημιουργικά με το σήμερα. Πολύτιμο κόσμημα για τον δρόμο αλλά και την ευρύτερη περιοχή αποτελεί το κτίριο στον αριθμό 49, που για δεκαετίες στέγασε το κατάστημα Χυτήρογλου. Από τα σημαντικότερα τοπόσημα της πόλης, το κτίσμα έχει συνδεθεί με τη συλλογική μνήμη, καθώς χιλιάδες εικόνες γεννήθηκαν κάτω από τα ψηλά ταβάνια με τους μεγαλειώδεις πολυελαίους, όπου τα ψαλίδια των έμπειρων πωλητών έκοψαν… χιλιόμετρα υφάσματος. Τους τελευταίους δέκα μήνες το ιστορικό κτίριο λειτουργεί ως boutique hotel. Το The Dolli του ομίλου Grecotel, το οποίο ξεχωρίζει για την κομψότητά του, βραβεύτηκε πριν από λίγες μέρες από το ταξιδιωτικό περιοδικό «Condé Nast Traveler» για την αισθητική του ταυτότητα και την ποιότητα της φιλοξενίας που προσφέρει.
Το Μέγαρο Καλλιμασιώτη (όπως ονομάζεται το κτίριο) οικοδομήθηκε το 1925 βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Απόφοιτος του Πολυτεχνείου του Μονάχου και εκφραστής ενός νεοακαδημαϊκού εκλεκτικισμού, ο Κριεζής στη λαμπρή του πορεία οικοδόμησε επίσης το Αρσάκειο στο Ψυχικό και το Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου, ενώ το μεγαλύτερο έργο του ήταν η διαρρύθμιση των παλαιών ανακτόρων και η μετατροπή του κτιρίου το 1929 σε κοινοβούλιο – η σημερινή Βουλή των Ελλήνων.
Μουσελίνες, οργάντζες και μπροκάρ
Στέκομαι απέναντι από την κεντρική είσοδο του ξενοδοχείου για να θαυμάσω τη λεπτή αισθητική και παρατηρώ τους περαστικούς. Οι περισσότεροι είναι επισκέπτες από το εξωτερικό οι οποίοι έχουν βγει για πρωινό περίπατο και απολαμβάνουν τη στιγμή και τον ήλιο του Οκτωβρίου. Παράλληλα κάνουν κάτι που δεν συνηθίζει ο μόνιμος κάτοικος: αφήνουν το βλέμμα να φύγει ψηλά ώστε να αποτυπώσει τις λεπτομέρειες της πόλης στην οποία έχουν την ευκαιρία να βρεθούν για λίγες μόνο μέρες.
Κοιτάζω τα καφέ και τα εστιατόρια της Μητροπόλεως και αναρωτιέμαι πώς να ήταν η γειτονιά το 1925. Τότε που στον χωματόδρομο που υπήρχε μπροστά από το κτίριο σηκωνόταν σκόνη από τα κάρα και ακούγονταν οι φωνές των πλανόδιων γαλατάδων οι οποίοι διαφήμιζαν την πραμάτεια τους στους κατοίκους της περιοχής που συναντιούνταν την Κυριακή στον Ναό της Παναγιάς Καπνικαρέας – μόλις λίγα μέτρα μακριά. Το κτίριο σχεδόν από τα πρώτα χρόνια της οικοδόμησής του φιλοξενούσε επιχειρήσεις που ασχολούνταν με το εμπόριο υφασμάτων, καθώς η Μητροπόλεως και οι γύρω δρόμοι αποτελούσαν τη σημαντικότερη αγορά του είδους.
Γνωρίζουμε ότι από το 1930 στεγαζόταν στο κτίριο η εταιρεία υφασμάτων Μπαζάρ ντ’ Οριάν, ακολούθησε ο οίκος Τσαντίλη από το 1960 έως το 1978 και στη συνέχεια ο οίκος Χυτήρογλου, στον οποίο πέρασε σταδιακά όλο το κτίριο. Λίγοι είναι αυτοί που θυμούνται ότι για δεκαετίες οι δύο τελευταίοι όροφοι λειτουργούσαν ως βιοτεχνίες και καταστήματα, ενώ στον τέταρτο όροφο επί σειρά ετών υπήρχαν διαμερίσματα – πολλά οικογενειακά γλέντια έγιναν με φόντο την Ακρόπολη στην ταράτσα που κάποτε υπήρχαν πλυσταριά και γλάστρες με δέντρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εκ Καππαδοκίας Παύλος Χυτήρογλου, ιδρυτής της εταιρείας το 1919, ήταν εκείνος που άλλαξε την αισθητική των νοικοκυριών της πόλης, παρακινώντας τις οικογένειες να πετάξουν διαπαντός τις σελίδες των εφημερίδων που μέχρι τότε κολλούσαν στα παράθυρα και να επιλέξουν σχέδια από τα υφάσματα που εισήγε από τις μεγαλύτερες αγορές της Ευρώπης. Κάπως έτσι ακόμη και τα φτωχικά νοικοκυριά ντύθηκαν μέσα στις δεκαετίες με βαμβακερά, μουσελίνες και οργάντζες και διεκδίκησαν μια θέση στο όνειρο για τη μέρα που θα μπορούσαν να αποκτήσουν υφάσματα μπροκάρ. Μικρή λεπτομέρεια που ωστόσο είναι σημαντική για το πώς συνδυάζεται το παρελθόν με το παρόν: στο σημερινό ξενοδοχείο όλες οι κουρτίνες προέρχονται από τον οίκο Χυτήρογλου.
Θέα που κόβει την ανάσα
Μπαίνοντας στο lounge του boutique hotel The Dolli η πρώτη σκέψη είναι πόσο ωραία έχει αξιοποιηθεί το αττικό φως μέσα από τις μεγάλες τζαμαρίες και πόσο αναλλοίωτος έχει παραμείνει ο χαρακτήρας του κτιρίου, το οποίο έχει προσαρμοστεί στο σήμερα. Το μαρμάρινο δάπεδο και το ανάγλυφο μοτίβο με το αστέρι της Βεργίνας στο ταβάνι έχουν διατηρηθεί και έχουν αναδειχθεί με την προσθήκη φυσικών υλικών όπως το ξύλο αλλά και επίπλων χαμηλόφωνης κομψότητας, τα οποία έχουν δημιουργηθεί ειδικά από σχεδιαστές όπως οι Πιερ Αγκουστίν Ροζέ και Σέουνγκ Τζιν Γιανγκ. Το βλέμμα του επισκέπτη αιχμαλωτίζει η συλλογή που αποτελείται από αντίκες του 18ου αιώνα και αντίγραφα αρχαίων ελληνικών κεραμικών καθώς και αυθεντικά έργα τέχνης κορυφαίων δημιουργών, όπως οι Ζαν Κοκτώ, Αλεξάντερ Κάλντερ, Φρανσουά Ξαβιέ και Κλοντ Λαλάν.
Οι τέσσερις όροφοι του ξενοδοχείου φιλοξενούν 46 δωμάτια και σουίτες τα οποία είναι πλημμυρισμένα στο φως. Ξεχωρίζουν για τη γαλήνια ηρεμία, το εκλεπτυσμένο γούστο, τις πολυτελείς υφές αλλά και την εξαιρετική θέα που προσφέρουν στην πόλη – κάποια βλέπουν στην Ακρόπολη, τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού και τη Ρωμαϊκή Αγορά και άλλα στη Μητροπόλεως. Η μεγαλύτερη έκπληξη έρχεται με την επίσκεψη στην κομψά ενταγμένη στο περιβάλλον πισίνα και στο εστιατόριο (ειδικεύεται στις εκλεπτυσμένες μεσογειακές και ασιατικές γεύσεις) που βρίσκονται στον πέμπτο όροφο.
Η ταράτσα, όπως σημειώνει ο αρχιτέκτονας Στέλιος Κόης, στον οποίο είχε ανατεθεί η ανακατασκευή του κτιρίου, δεν λειτουργεί ως σκηνογραφικό στοιχείο αλλά ενσωματώνεται στην πόλη. Ακόμη κι αν κάποιος έχει μεγαλώσει στην Αθήνα, ακόμη κι αν έχει κοιτάξει την Ακρόπολη χιλιάδες φορές στη ζωή του από δεκάδες διαφορετικά σημεία, η ανεμπόδιστη θέα του ιερού βράχου από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία κόβει την ανάσα. Ανάμεσα στον επισκέπτη και τον Παρθενώνα δεν υπάρχει τίποτε που να υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, συμβάλλοντας έτσι στην αδιαμεσολάβητη σύνδεση με τον κλασικό κόσμο.