Η μνήμη της ράμπας – Ρεπορτάζ για την Παγκόσμια Μέρα Θεάτρου

Η μνήμη της ράμπας – Ρεπορτάζ για την Παγκόσμια Μέρα Θεάτρου

Πέντε σημαντικοί δημιουργοί ανακαλούν τις πιο σημαντικές στιγμές τους με αφορμή τον σημερινό (27 Μαρτίου) εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου

Στο περσινό μήνυμα για την Παγκόσμια Ημέρα του Θεάτρου η Γαλλίδα ηθοποιός Ιζαμπέλ Ιπέρ έγραψε ότι μια τέτοια μέρα «δεν είναι μια συνηθισμένη καθημερινή μέρα. Είναι η μέρα που αναβιώνει έναν απέραντο χωροχρόνο». Μολονότι η Ιπέρ επικαλέστηκε τη διατύπωση του συμπατριώτη της συγγραφέα Ζαν Ταρντιέ, εμείς –έναν χρόνο μετά, κρατώντας το νήμα του δικού της μηνύματος– αναζητήσαμε στιγμές από τον χωροχρόνο σημαντικών Ελλήνων δημιουργών. Τους ζητήσαμε να εντοπίσουν μέσα σε αυτόν κάποιες στιγμές –λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές– που καθόρισαν τη σχέση τους με την τέχνη του θεάτρου.

Σύμπτωση ή όχι, ο Στάθης Λιβαθινός, η Μαριάννα Κάλμπαρη, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, η Ρούλα Πατεράκη και η Ολια Λαζαρίδου ανέτρεξαν όλοι στον χωροχρόνο του παιδικού τους σύμπαντος· εκεί που η αθωότητα θα βάφτιζε την επιθυμία τους να υπάρξουν στη σκηνή.

Στάθης Λιβαθινός

Καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, σκηνοθέτης

Ο Μάνος Κατράκης και το μουστάκι του Σμοκτουνόφσκι

Παρότι αποφεύγω να είμαι νοσταλγικός –σε μια δουλειά που ζητάει από εμάς σκληρό δέρμα–, υπάρχουν κι εκείνες οι επιπόλαιες στιγμές που αδυνατώ να διώξω από τη μνήμη μου. Οχι μόνο γιατί έχω πολύ καλή μνήμη, αλλά γιατί τελικά συνειδητοποιώ ότι η ζωή μας αποτελείται κυρίως από αυτές. Θυμάμαι, λοιπόν, τη μητέρα μου να με παίρνει από το χέρι –από τα Εξάρχεια όπου μέναμε– και να πηγαίνουμε στο Πεδίον του Αρεως, στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, ώστε να δούμε τον θείο μου τον Μάνο Κατράκη. Μου φαινόταν δύο μέτρα ψηλός καθώς τον έβλεπα στη σκηνή να παίζει τον «Ιούλιο Καίσαρα» και όταν αποσύρθηκα πίσω στα καμαρίνια δοκίμασα να σκαλίσω τις ασπίδες που χρησιμοποιούσαν για την παράσταση· τότε πετάχτηκε από μέσα τους μια μέλισσα και με τσίμπησε. Από το κεντρί της φαίνεται πως δεν απαλλάχτηκα ποτέ…

Θυμάμαι πάλι τον θείο μου στα τέλη της δεκαετίας του ’60 να παίζει τον «Καπετάν Μιχάλη» και στον ρόλο της Εμινέ να εμφανίζεται η Καίτη Παπανίκα. Σε μια σκηνή την κατέβαζε λιπόθυμη από μια σκάλα, με τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα σκαμμένα από ρυτίδες μάγουλά του κι εκείνη, αδιανόητα όμορφη, να με έχει αποσβολώσει με τη χάρη της…

Θυμάμαι όταν χρόνια μετά ζούσα και σπούδαζα στη Μόσχα και παρακολουθούσα τον «Γλάρο» σε σκηνοθεσία του κορυφαίου Ολεγκ Εφρέμοφ. Στη διανομή συμμετείχε ένας ψηλός ηθοποιός, μια ασυνήθιστη φιγούρα που φορούσε ένα περίεργο μουστάκι. Οταν η παράσταση τελείωσε και ο θίασος εμφανίστηκε για την υπόκλιση, το χειροκρότημα διακόπηκε για να μιλήσει εκείνος ο περίεργος τύπος. Ηταν ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, αυτός ο σπουδαίος πρωταγωνιστής που ενορχήστρωσε τότε μια αξεπέραστη στο μυαλό μου στιγμή: «Ωστε όταν έπαιζα δεν με αναγνωρίσατε;» είπε δυνατά. Τι αγάπη πρόδιδε για το θέατρο αυτή η παραδοχή του ηθοποιού που επιδιώκει να γίνει ο ρόλος και μόνο αυτό. Και μόνο μία ανάμνηση από αυτές θα μου αρκούσε…

Μαριάννα Κάλμπαρη

Καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, σκηνοθέτιδα, ηθοποιός

Ο τόπος όπου νιώθεις ελεύθερος

Ως παιδί ένιωθα έντονα την ανάγκη να εκφράζομαι μέσα από το θέατρο. Τα αδέρφια μου κι εγώ ανεβάζαμε παραστάσεις με θεατές τους γονείς μας. Μου άρεσε πολύ να παίζω αλλά και να «σκηνοθετώ», να γράφω κείμενα… Θα μπορούσε βέβαια να μη σημαίνει τίποτε όλο αυτό, γιατί σε όλα τα παιδιά λίγο πολύ αρέσει να παίζουν και να μεταμορφώνονται. Ο μεγάλος έρωτας ήρθε στα 15 μου, όταν έπαιξα για πρώτη φορά ρόλο στο πλαίσιο του σχολικού θεατρικού ομίλου. Σχολή Μωραΐτη, καθηγητής-σκηνοθέτης ο Κώστας Παπαϊωάννου, έργο «Η πιο δυνατή» του Στρίντμπεργκ. Υστερα από ατελείωτες και πολύ απαιτητικές πρόβες φτάνει η ώρα της παράστασης, σβήνουν τα φώτα και πάνω στη σκηνή μού συμβαίνει το μαγικό: ξαφνικά πάγωσε ο χρόνος. Πώς είναι όταν ερωτευόμαστε κεραυνοβόλα; Και βαθιά; Οταν αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τον άλλο; Αυτό ακριβώς έπαθα εκείνη την ημέρα με το θέατρο…

Παρ’ όλα αυτά, μου πήρε χρόνο να πάρω την απόφαση. Ηθελα πολύ να ζήσω στο εξωτερικό, να σπουδάσω, μα πάνω απ’ όλα να βρω τη δύναμη να πιστέψω στον εαυτό μου. Γιατί πώς να διεκδικήσεις κάτι όταν δεν είσαι σίγουρος ότι μπορείς; Ευγνωμονώ τους γονείς μου που –προτού φτάσουν στο σημείο να με στηρίξουν απόλυτα– ήταν εντελώς αντίθετοι με την επιθυμία μου. Τους ευγνωμονώ γιατί με τη στάση τους δυνάμωσαν εντέλει το πάθος μου, με έκαναν να θέλω ακόμη περισσότερο να παλέψω γι’ αυτό. Πάνω απ’ όλα όμως ευγνωμονώ το ίδιο το θέατρο για όλα τα ωραία που μου έχει χαρίσει ως δημιουργό και ως θεατή: τη χαρά της δημιουργίας, της αναζήτησης, των συναντήσεων, της συλλογικότητας. Την παρηγοριά. Τη συγκίνηση. Το όνειρο. Την αίσθηση ότι υπάρχει ένας τόπος όπου μπορεί κανείς να νιώθει λιγότερο μόνος και περισσότερο ελεύθερος.

Θωμάς Μοσχόπουλος

Καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Πόρτα, σκηνοθέτης

Η επιθυμία να γίνω κάποιος άλλος

Αν αναζητήσω όσα με έφεραν στο θέατρο θα πρέπει οπωσδήποτε να περάσω από παιδικές αναμνήσεις που σίγουρα είχαν και άλλα παιδιά στην ηλικία μου αλλά για μένα εξηγούν πολλά. Ηταν οι θεατρικές παραστάσεις που έβλεπα, πιτσιρίκι του νηπιαγωγείου, μαζί με τον πατέρα μου. Και ενώ το θέατρο είχε αναδειχτεί σε επίσημη αφορμή για να ισχυροποιήσει τον μεταξύ μας δεσμό (βλεπόμασταν πολύ λίγο λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων), δεν θα ξεχάσω τη συγκίνηση που ζούσα κάθε φορά όταν έσβηναν τα φώτα, τη στιγμή που ζούσαμε ένα κοινό μυστικό μαζί με άλλα παιδιά. Δεν θα ξεχάσω πόσο ανοιχτός δέκτης ήμουν εκείνη τη στιγμή σε αυτό το συλλογικό βίωμα…

Σκέφτομαι συχνά εκείνες τις παραστάσεις που –ενώ με αντικειμενικά θεατρικά κριτήρια ήταν φριχτές– συνέβαλαν σε αυτό τον πατρικό σκηνοθετικό ρόλο που έχω υιοθετήσει χρόνια τώρα. Δεν είναι καινούργια η διαστροφή να καθοδηγώ τους άλλους· την είχα από μικρός, τότε που μάζευα τα γειτονόπουλα στην ταράτσα του σπιτιού μας στη Θεσσαλονίκη και τα σκηνοθετούσα. Το θέατρο, σε κάθε του εκδοχή, μου προκαλούσε πάντα πολύ έντονα συναισθήματα. Θυμάμαι ακόμη πώς η καρδιά μου κόντευε να σπάσει όταν μας ανακοινώθηκε ότι τα παιδιά της έκτης δημοτικού θα ανέβαζαν μια δική τους παράσταση: ξέρεις τώρα, τα παιδιά του ίδιου σχολείου που μοιραζόμασταν την ίδια αυλή θα φορούσαν κοστούμια, θα γίνονταν κάποιοι άλλοι. Ανυπομονούσα φαίνεται κι εγώ να γίνω κάποιος άλλος.

Ρούλα Πατεράκη

Σκηνοθέτιδα, ηθοποιός

Η ακυρωμένη προσδοκία της λύτρωσης

Υπάρχουν πολλά περιστατικά από την επαγγελματική μου ζωή που μπορώ να ανακαλέσω αλλά πολύ λιγότερες σημαντικές στιγμές. Θα σταθώ στην πρώτη από αυτές, όταν σε ηλικία δέκα χρόνων, ως παιδί-θαύμα τότε, υποδύθηκα τον πρώτο μου ρόλο, αυτόν του Ισαάκ στη «Θυσία του Αβραάμ». Επαιξα, δηλαδή, μια Ιφιγένεια του χριστιανισμού, ένα παιδί που θυσιάζεται. Και αυτή η πρώτη επαφή μου με την έννοια της θυσίας μοιάζει έκτοτε να με ακολουθεί στο θέατρο, έναν χώρο που για μένα αποτέλεσε το θυσιαστήριό μου. Συνειδητοποίησα εν καιρώ πως όποιος ανεβαίνει στον βωμό του θα πρέπει να είναι έτοιμος να πονέσει· γιατί δεν υπάρχει Θεός εκεί για να τον σώσει και να τον λυτρώσει – ο θάνατος είναι σίγουρος. Πλέον είμαι πεισμένη ότι δεν θα ζήσω κάποιου είδους κάθαρση ούτε παίζοντας ούτε σκηνοθετώντας· μια φενάκη ήταν αυτή η προσδοκία μου. Θα πρέπει να αρκεστώ σε μικρές στιγμές ικανοποίησης που κάμπτουν αυτή τη ματαίωση ότι δεν υπάρχει ανάσταση διαμέσου του θεάτρου.

Ολια Λαζαρίδου

Ηθοποιός, σκηνοθέτιδα

Καταλύοντας τη σιωπή

Ημουν μια σπασμένη χορδή. Εψαχνα κάποιον να με επισκευάσει, να με κουρντίσει. Ετσι πήγα στη σχολή. Ψάχνοντας ένα ντο, ένα λα, μια νότα που θα με βοηθούσε να θυμηθώ ολόκληρη τη μελωδία. Τον πρώτο καιρό ήμουν πολύ διστακτική. Κάθε φορά που άνοιγα το στόμα μου ένιωθα να σκορπάω γύρω μου μια μούγγα, μια σιωπή. Αυτήν τη σιωπή που είχα και μέσα μου. Σιγά σιγά πήρα θάρρος. Δοκίμασα πράγματα, τρέμοντας σαν το φύλλο μήπως κάτι μου ζητήσουν που δεν θα μπορώ να το δώσω. Εκείνα τα πρώτα χρόνια ποτέ δεν πίστεψα πως έχω πάνω μου κάτι άξιο να τραβήξει την προσοχή για παραπάνω από μισό δευτερόλεπτο. Και αναρωτιόμουν τι στο καλό κάνω εκεί, στο μέρος όπου αυτό που ζητούν κυρίως είναι να εκτεθείς. Εκείνο, δηλαδή, που έτρεμα πάνω απ’ όλα. Ο χρόνος κύλησε πολύ αργά ή ίσως πολύ γρήγορα· πάντως δεν ήταν γραμμικός. Πώς βρήκε το φυτό χώμα κατάλληλο, πώς σιγά σιγά έπαψε να χρειάζεται τον τοίχο για να στηρίζεται και άρχισε να τολμάει να ακουμπήσει στον διπλανό του είναι για μένα δυσερμήνευτο. Χωρίς τίποτε το θεαματικό που να μπορώ να θυμηθώ ή να περιγράψω αλλά μέσα από πολλά μικρά θαύματα πέρασα από το θέατρο με την επίμονη αστάθεια ενός υπνοβάτη και κλείνω φέτος σαράντα χρόνια.

Ετικέτες

Documento Newsletter