«Η μητέρα του σταθμού»: Το τραύμα της Ελληνίδας γκασταρμπάιτερ

«Η μητέρα του σταθμού»: Το τραύμα της Ελληνίδας γκασταρμπάιτερ

Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας το βραβευμένο ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη «Η μητέρα του σταθμού» για τις γυναίκες που έγιναν μετανάστριες.

Τα λεπτά ευκίνητα χέρια τους ήταν το… διαβατήριο για μια ζωή μετανάστριας στα εργοστάσια της Γερμανίας. Οι πορσελάνες, τα ηλεκτρικά είδη, η κλωστοϋφαντουργία απαιτούσαν κινήσεις ακατάλληλες για αντρικά χέρια. Χιλιάδες Ελληνίδες άφησαν τον τόπο τους για να ταξιδέψουν στο άγνωστο. Σε μια χώρα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχε προκαλέσει ανείπωτες τραγωδίες στην Ελλάδα και στον κόσμο. Οι γυναίκες που αναγκάστηκαν να γίνουν γκασταρμπάιτερ (φιλοξενούμενες εργάτριες) ξεχάστηκαν. Κανείς δεν θυμόταν ότι έγιναν μέρος της κινητήριας δύναμης για το οικονομικό θαύμα της μεταπολεμικής Γερμανίας ή ότι έστελναν κάθε μήνα εμβάσματα στην Ελλάδα.

«Εβλεπα γυναίκες να αποχαιρετούν τα παιδιά τους και να φεύγουν. Γερμανάκια τα λέγαμε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε ότι πολλές μανάδες αναγκάζονταν να τα αφήσουν σε θείους και γιαγιάδες», λέει η Κωστούλα Τωμαδάκη

Παιδιά ενός κατώτερου θεού

Ηταν αόρατες. Επειδή ήταν γυναίκες, επειδή ήταν μετανάστριες, επειδή δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Η ταινία τεκμηρίωσης της Κωστούλας Τωμαδάκη «Η μητέρα του σταθμού» που προβάλλεται από τις 22 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη τις φέρνει στο φως και μας συστήνει πολλές από αυτές. Ολες είναι μία και καθεμία είναι όλες. Γυναίκες που έφυγαν νέες από την πάμφτωχη και ρημαγμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο βόρεια Ελλάδα των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Γυναίκες τις οποίες η πατρίδα μας έστειλε με τις… ευλογίες της σε έναν τόπο αφιλόξενο, σκληρό, ρατσιστικό. Σαν να ήταν παιδιά ενός κατώτερου θεού ή «τεμάχια», όπως τις αποκαλούσαν οι Γερμανοί εργοδότες τους.

Μνήμες, ενοχές, συγκίνηση. Χέρια αμήχανα μπροστά στον φακό, φωνές που χαμηλώνουν για να μη σπάσουν. Μητέρες και κόρες αναθυμούνται, εξιστορούν, γελούν, δακρύζουν. Ξενιτιά. Η κυρία Βασιλική από τη Δράμα, η κυρία Δέσποινα από τις Σέρρες, η κυρία Αγάπη που τραγουδάει μόνη στην αυλή της τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». «Κανένας δεν ακούει πια τα τραγούδια μου». Η οθόνη γίνεται χίλια κομμάτια.

«Οταν ήμουν παιδί τα καλοκαίρια στα Καλάβρυτα έβλεπα γυναίκες να αποχαιρετούν τα παιδιά τους και να φεύγουν. Γερμανάκια τα λέγαμε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε ότι πολλές μανάδες αναγκάζονταν να τα αφήσουν σε θείους και γιαγιάδες γιατί δούλευαν σκληρά και δεν είχαν χέρια να τα κρατήσουν» μας λέει η σκηνοθέτρια. Η ιδέα να γνωρίσει αυτές τις γυναίκες δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια έρευνας, συλλογής στοιχείων, γυρισμάτων στη βόρεια Ελλάδα και τη Γερμανία. «Για μένα οι γυναίκες αυτές δεν είναι αόρατες, έχουν απίστευτη δύναμη ψυχής, αντοχή και κουράγιο. Τις επισκέφθηκα, τις γνώρισα και με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους. Στάθηκαν μπροστά στον φακό και άνοιξαν την καρδιά τους» εξηγεί.

«Χόρτασα ψωμί αλλά όχι το παιδί μου»

Η ταινία της Τωμαδάκη, που έχει πάρει μέρος σε πάνω από πενήντα διεθνή φεστιβάλ, είναι στοχευμένα απλή. Τίποτε δεν μετράει παραπάνω από τις ηρωίδες της. Μάτια που μιλάνε χωρίς λόγια, φράσεις γάργαρες αλλά και λέξεις που βγαίνουν δύσκολα. «Η μητέρα μου έφυγε μόνη της γιατί ο πατέρας μου ήταν κομμένος λόγω πολιτικών φρονημάτων. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μέρα που να μην αναφέρεται στα χρόνια της ξενιτιάς» λέει η Ελενα. Η Ευτυχία γεννήθηκε στη Γερμανία αλλά η σπιτονοικοκυρά δεν ήθελε μωρά. Ετσι πέρασε ένα διάστημα μακριά απ’ το σπίτι, σε παιδικό σταθμό. «Χόρτασα ψωμί αλλά όχι το παιδί μου» της έλεγε η μητέρα της. Η Ελεονώρα εξηγεί ότι η δική της μητέρα αναγκάστηκε να αφήσει τον μεγαλύτερο αδερφό της στην Ελλάδα γιατί δεν υπήρχε ελληνικό γυμνάσιο στη Γερμανία: «Αυτό ήταν ένα μόνιμο, βαθύ τραύμα που δεν ξεπέρασε ποτέ. Ηταν μια γενιά που πολύ συνειδητά πλήρωσε το τίμημα για να είναι η επόμενη καλύτερη». Αλλες γυναίκες θυμούνται ότι ως παιδιά κοίταζαν το τηλέφωνο στο περίπτερο του χωριού χωρίς να ξέρουν πότε θα άκουγαν ξανά τη φωνή της μητέρας από τη Γερμανία.

Τα περισσότερα σπίτια στα οποία διέμεναν οι γυναίκες που έπιαναν δουλειά στα εργοστάσια της Γερμανίας ήταν μικρά και άθλια προπολεμικά παραπήγματα. Και η δουλειά στη φάμπρικα σκληρή, ανθυγιεινή και υποαμειβόμενη

Σύγχρονο σκλαβοπάζαρο

Η μαζική αποδυνάμωση της βόρειας Ελλάδας από το δυναμικότερο εργατικό δυναμικό της κορυφώθηκε μετά τη διμερή συμφωνία Ελλάδας – Γερμανίας «Περί επιλογής και τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις» τον Μάρτιο του 1962. Γερμανικές επιτροπές που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν εξονυχιστικές ιατρικές εξετάσεις, με έμφαση στον θώρακα, στα δόντια και στα άκρα, προκειμένου να υπογραφεί η ατομική σύμβαση του μετανάστη με συγκεκριμένη επιχείρηση. Κανένας δεν σκέφτηκε να διδάξει σε όσους θα στοιβάζονταν σαν σαρδέλες στα τρένα για Γερμανία ή στο πλοίο «Κολοκοτρώνης» για Μπρίντιζι μερικές στοιχειώδεις γερμανικές λέξεις για να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό. Τα ναύλα τους ήταν πληρωμένα. Εφευγαν με πρησμένα μάτια απ’ το κλάμα και με ένα σακουλάκι με λιγοστά τρόφιμα που τους έδιναν για το ταξίδι. Τα περισσότερα σπίτια που τους περίμεναν ήταν μικρά και άθλια προπολεμικά παραπήγματα κοντά στα εργοστάσια. Και η δουλειά στη φάμπρικα σκληρή, ανθυγιεινή, υποαμειβόμενη. Η νικήτρια χώρα του πολέμου Ελλάδα ταπεινωνόταν καθημερινά στην ηττημένη Γερμανία. Για ένα κομμάτι ψωμί.

ΙΝFO
Από 22 Φεβρουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, Ιερά Ιδός 48 & Μεγ. Αλεξάνδρου 134-136, Γκάζι

Documento Newsletter