Πώς θα ήταν αν κάποιος_x000D_
προσπαθούσε να συνδυάσει την αγάπη του για τη μουσική και για τα ταξίδια και_x000D_
έκανε μια πρόσκληση να συναντηθεί κόσμος από όλες τις περιοχές της Ελλάδας σε_x000D_
μέρη απομακρυσμένα με ελάχιστους κατοίκους;
Αφορμή γι’ αυτό υπήρξε μια ανάρτηση η οποία περιέγραφε «ένα καφενείο σε ορεινό χωριό, χειμώνα καιρό». «Μια σκηνή που την έχω ζήσει πολλές φορές» λέει ο Δημήτρης Μυστακίδης ‒από το 2001 είναι καθηγητής στο τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου, όπου διδάσκει λαϊκή κιθάρα, λαούτο και σύνολα, ενώ από το 2014 διδάσκει στο μεταπτυχιακό τμήμα της σχολής Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας‒, εξηγώντας ότι αυτό το σκηνικό τού δημιουργεί σταθερά μια αίσθηση μελαγχολίας και ηρεμίας.
Βλέποντας μια ανάρτηση που έκανε στον λογαριασμό της στο Facebook η συγγραφέας Πέλα Σουλτάτου σκέφτηκε ότι «θα ήταν καλό να οργανώσουμε ένα ταξίδι και να πάμε να παίξουμε σε χωριά απομακρυσμένα. Στα καφενεία τους».
Μαζί με φίλους του, λοιπόν, ο δεξιοτέχνης της λαϊκής κιθάρας και λάτρης της μοτοσικλέτας γύρισε τον χειμώνα την ελληνική επαρχία για να βρει τα κατάλληλα μέρη. Και ύστερα από ένα δημόσιο ανοιχτό κάλεσμα για μια διήμερη εκδρομή, όρισε το ραντεβού για το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Απριλίου. Μια συνάντηση για την οποία ο Δημήτρης Μυστακίδης έπαιξε παντού αφιλοκερδώς και κάλεσε όποιον μουσικό ‒ερασιτέχνη ή επαγγελματία‒ θέλει να λάβει μέρος.
Πρώτη στάση, Άγραφα
«Εδώ είναι μέρη απάτητα, άγρια» μου εξηγεί ο Κώστας που συμμετείχε σε μια από τις βόλτες για το «ρεπεράζ». Με καταγωγή από τη λίμνη Πλαστήρα, πρότεινε εξερεύνηση στην Ανατολική Αργιθέα στα Αγραφα, ένα μέρος που καλύπτει τέσσερα πέντε χωριά τα οποία έχουν συνολικά 14 κατοίκους.
Συνεχίζοντας από το Μουζάκι μετά την Καρδίτσα ανεβαίνεις στα 1.650 μ. υψόμετρο για να κατέβεις ξανά περίπου στα 800 μ., σε μια εκπληκτική διαδρομή που ειδικά την άνοιξη φέρνει τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων αντιμέτωπους με τα υπαρξιακά τους.
Εδώ τα βουνά κρατούν πολύ χιόνι. Οπως λένε οι ντόπιοι, υπάρχουν σημεία που δεν τα βλέπει ο ήλιος μέχρι και το καλοκαίρι. Και έτσι πολλές φορές μαζεύουν το χιόνι που έχει μείνει για να παγώνουν τις μπίρες στα πανηγύρια. «Πριν από χρόνια χιόνισε πολύ, έφτασε τα έξι μέτρα. Αποκλειστήκαμε. Μείναμε χωρίς ρεύμα, νερό και τηλέφωνο» μου λέει ο Βάιος με το που γνωριζόμαστε και μας καλωσορίζει στο μαγαζί του. «Τότε κατάλαβα πόσο την αγαπάω την κυρά μου» λέει γελώντας και εξηγεί ότι «δεκατρείς μέρες περάσαμε έτσι οι δυο μας».
Πιάνουμε κουβέντα λίγο προτού ξεκινήσει να φτάνει ο πολύς κόσμος. Μέχρι το 1983 ο πατέρας του Βάιου είχε το «μονοπώλιο» της περιοχής: το μαγαζί στα χωριά που πουλούσε τα κρατικά μονοπώλια: σπίρτα, αλάτι, τράπουλες και πετρέλαιο. Υστερα έγινε αποθήκη και από το 2000 είναι ένα από τα ελάχιστα καφενεία της περιοχής.
Μεσημέρι Σαββάτου και αρχίζει να καταφτάνει ο κόσμος. Μηχανόβιοι, οικογένειες και παρέες με αυτοκίνητο. Στα πεντακόσια μέτρα από το καφενείο, δίπλα στο ποτάμι, στήνονται οι πρώτες σκηνές. Σε λίγη ώρα κιόλας ένα μικρό αυτοσχέδιο χωριό έχει σηκωθεί.
Και όπως κάνουν οι παρέες στις εκδρομές, πρώτα στήνουν τη σκηνή τους, ύστερα όλοι μαζί για φαγητό και έπειτα το γλέντι ξεκινάει. Ο Δημήτρης Μυστακίδης μαζί με τον παλιό μαθητή του και σταθερό συνεργάτη του Γιώργο Τσαλαμπούνη αρχίζουν τα πρώτα παιξίματα για να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα. Και σταδιακά προστίθενται στο σχήμα και παραπάνω όργανα.
«Τα πιο πολλά κομμάτια από αυτά που ακούμε είναι προϊόν παρέας. Είναι συλλογική σύνθεση αυτό που ακούμε» μου λέει ο Δημήτρης. «Λέμε για παράδειγμα ένα κομμάτι του Παναγιώτη Τούντα ή κάποιου άλλου. Επειδή το έχω ζήσει κι εγώ ως μουσικός στο στούντιο, τα κομμάτια διαμορφώνονται από όλους που είναι μέσα εκείνη τη στιγμή και γράφουν. Δεν είναι σύνθεση του ενός. Η παρέα γράφει τα κομμάτια».
Οπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στις εμφανίσεις του, έτσι και σε αυτό το κάλεσμα, εκτός των ανθρώπων που για χρόνια ασχολούνται με το ρεμπέτικο, μπορεί να αντιληφθεί κανείς την ανανέωση του ακροατηρίου και των μουσικών που ασχολούνται με το αστικό λαϊκό τραγούδι.
Από τις αρχές του 2000 ο Δημήτρης Μυστακίδης έχει συμβάλει όσο λίγοι στην αλλαγή της αντίληψης γύρω από τη λαϊκή κιθάρα. Πρόκειται για καλλιτέχνη που ανήκει σε αυτή την κατηγορία που δικαιώνει τον ίδιο τον «μουσικό», καταργώντας στην πράξη την κυρίαρχη αντίληψη που λέει ότι ο μουσικός δεν φέρει ονοματεπώνυμο, τεχνική και ύφος, αλλά είναι απλώς «ένας» ο οποίος προσδιορίζεται μόνο από αυτόν με τον οποίο συνεργάζεται.
Γι’ αυτό τον λόγο φέρει σημαντικό μερίδιο στο ότι πλέον μπορεί κανείς να βρει πολλούς/ές 15χρονους/ες να θέλουν να ασχοληθούν με το όργανο, να μελετήσουν και να δώσουν τη δική τους ανάγνωση στη λαϊκή μουσική ή να έχουν μέσα στ’ αγαπημένα τους τραγούδια την «Υπόγα».
Το σκηνικό στην Ανατολική Αργιθέα αρχίζει να γεμίζει με περισσότερα όργανα. Βιολιά, κιθάρες, μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Εκεί μπαίνει στο παιχνίδι της μουσικής και ο Στέλιος. Τρομπετίστας που παίζει τζαζ, βρίσκεται και αυτός εδώ, σε αυτήν τη συνάντηση. Σιγά σιγά ο αυτοσχεδιασμός του θα φέρει κοντά όλους τους θαμώνες, μουσικούς και ακροατήριο. Και όλοι μαζί στέλνουν προς τα έξω τη μελωδία της «Μισιρλούς». Αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, όσο η νύχτα προχωρά, είναι μια εμπειρία η οποία τα συνδυάζει όλα μαζί. Ταξίδι, συνάντηση, κατασκήνωση, μουσική και γλέντι. Γέλια, τσίπουρο, και χώμα στα χείλη. Σαν μέρα ευτυχίας, σαν νύχτα ελεύθερη. Σαν λαϊκό τραγούδι που θα ’χε στο ρεφρέν τον στίχο «ας πέθαινα κι απόψε». «Τρομάξαν τα ζαρκάδια και τα ελάφια με τόσο κόσμο» λέει γελώντας ο Βάιος κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα.
Από τα Άγραφα στον Κίσσαβο
Το κάλεσμα για τη δεύτερη ημέρα είναι στην Ανατολή ή Σελίτσανη, όπως είναι η παλιά της ονομασία, περίπου 40 χιλιόμετρα από τη Λάρισα, ένα χωριό που απ’ τα 1.000 μέτρα βλέπει όλο τον θεσσαλικό κάμπο. Ο κ. Στέλιος πήρε το μαγαζί από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη το 2000 και μαζί με τη γυναίκα του την κ. Ευθυμία κράτησαν ανοιχτό το καφενείο, το οποίο λειτουργεί από το 1936. «Δες όταν θα κατεβάσω τα ρολά, θα φανούν οι τρύπες από τον Εμφύλιο» μου λέει όσο συζητάμε. Ανοιχτό όλο τον χρόνο, το καφενείο είναι το σημείο συνάντησης για τους κατοίκους της Ανατολής. «Ανοίγω κάθε πρωί. Τι να κάνω στο σπίτι;» εξηγεί. «Ερχομαι, φτιάχνω καφέ για όλους κι έτσι περνάει η μέρα. Είκοσι άτομα είναι οι μόνιμοι κάτοικοι. Τώρα που αρχίζει και καλοκαιριάζει θα γίνουν περισσότεροι».
Αυτό το κυριακάτικο μεσημέρι, όμως, το χωριό πλημμυρίζει με κόσμο σαν να έχει πανηγύρι. Αλλοι για μονοήμερη εκδρομή, άλλοι για βόλτα από τα κοντινά μέρη και φυσικά όσοι συνεχίζουν από την Αργιθέα. Κάτω από τον πλάτανο στο κέντρο του χωριού ο δρόμος έχει κλείσει από τα τραπέζια και το μεσημεριανό γλέντι ξεκινά.
Η Μελπομένη ξεκίνησε από την Αθήνα μαζί με την παρέα της και μάλιστα το διήμερο αυτό έτυχε να «πέσει» κοντά στα γενέθλιά της. Και τελικά, λίγο προτού φύγει, μια τούρτα έκπληξη από τους ανθρώπους που γνώρισε και ήρθε πιο κοντά μαζί με το τραγούδι των γενεθλίων θα κλείσουν με τον καλύτερο τρόπο αυτή την εκδρομή. «Ωραίες εκδηλώσεις είναι αυτές, φέρνουν ζωή στα χωριά» λέει ο κ. Στέλιος. «Εμείς θέλουμε κόσμο» συμπληρώνει η σύζυγός του η κ. Ευθυμία όσο συζητάμε μέσα στο καφενείο. Κάπου εκεί παρατηρώ ότι ενώ έξω το γλέντι συνεχίζεται, γύρω μας οι κάτοικοι του χωριού στις θέσεις τους, όπως κάθε μέρα, παίζουν χαρτιά.
Από το απόγευμα ο κόσμος αρχίζει σταδιακά να αποχωρεί, εργάσιμη εξάλλου η επομένη. Οι εναπομείναντες έχουν γίνει μια παρέα γύρω από ένα τραπέζι. «Δεν είναι δική μου συναυλία» λέει ο Δημήτρης Μυστακίδης όσο συζητάμε και ακούμε τους μουσικούς που παίζουν τώρα. «Με είδες πώς ήμουν και χθες, είχα τον νου μου αλλά δεν ήθελα να κάνω εγώ το σόου μου. Είχα επίβλεψη αλλά ήμουν παντού» μου εξηγεί. «Ηθελα να κάνω κάτι για μένα, να υλοποιήσω μια ιδέα μου. Η μουσική και οι μοτοσικλέτες είναι κάτι μαγικό, άρα ο συνδυασμός τους είναι εκρηκτικό πράγμα».
Η νύχτα περνά και ολοκληρώνεται ένα διήμερο που έφερε κοντά εκείνους που συμμετείχαν ενεργά σε αυτό, δημιούργησε τον πληθυντικό αριθμό του «εμείς», αυτόν που φτιάχνουν οι παρέες, και υπενθύμισε το αυτονόητο: είναι μεγάλη ιστορία όταν μπορείς να τραγουδάς στο ίδιο τραπέζι παρέα με τον άλλο.
Κατεβαίνοντας τις στροφές από την Ανατολή παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής θυμάμαι δυο πράγματα. Προτού φύγω από την Αργιθέα, ο Βάιος μου είπε να του στείλω την εφημερίδα. «Μόνο λογαριασμοί μου έρχονται, δεν φτάνει ποτέ ένα γράμμα». Και κάτι ακόμη, μάλλον το σημαντικότερο: μια φράση που περιγράφει τελικά πώς είναι να ζεις σε έναν τόπο απομονωμένο. Οταν ο κ. Στέλιος πήρε το καφενείο, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του είπε: «Ο ξένος και σκόνη να σου αφήσει, καλό είναι».
INFO
Ο τελευταίος δίσκος «Amerika» του Δημήτρη Μυστακίδη κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2017. Περιλαμβάνει τραγούδια της πρώιμης περιόδου του ρεμπέτικου που γράφτηκαν από Ελληνες μετανάστες στην Αμερική και είναι όλα διασκευασμένα με την τεχνική της «τσιμπητής» κιθάρας, τεχνικής σαφώς επηρεασμένης από τη fingerpicking τεχνική των Αφροαμερικανών μουσικών των blues