Λέγεται ότι όταν ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν ήταν παιδί χανόταν στους κόσμους της φαντασίας του τόσο ώστε δυσκολευόταν να επικοινωνήσει με τους γύρω του. Αυτή η οργιώδης φαντασία πιθανότατα στάθηκε σύμμαχός του στα πολύ δύσκολα και φτωχικά πρώτα χρόνια του, όταν έχοντας χάσει τον πατέρα του έμεινε μόνος με τη μητέρα του. Ηταν ήδη 32 ετών το 1837 όταν έγραψε τη «Μικρή γοργόνα», ένα από τα 156 παραμύθια που άφησε πίσω του και για τα οποία μνημονεύεται μέχρι σήμερα – παρότι πολυγραφότατος σε όλα τα είδη λογοτεχνίας.
Κόρη του βασιλιά της θάλασσας
Στο παραμύθι η μικρή γοργόνα δεν λέγεται Αριελ – έτσι βαφτίστηκε από την Disney το 1989. Είναι απλώς η «μικρή γοργόνα», η έκτη κόρη του βασιλιά της θάλασσας, η οποία σύμφωνα με την παράδοση όταν γίνεται 15 χρόνων έχει το δικαίωμα να ανέβει στην επιφάνεια του νερού και να δει πώς ζουν στη στεριά. Οι πέντε αδερφές της που είχαν αυτή την εμπειρία πριν από εκείνη επέστρεψαν κανονικά στον βυθό. Εκείνη όμως μαγεύεται από τον κόσμο των ανθρώπων και επιδιώκει να περάσει το υπόλοιπο του βίου της στη στεριά, στο πλευρό του νεαρού πρίγκιπα τον οποίο ερωτεύεται όταν σώζει από ένα ναυάγιο.
«Το δέρμα της ήταν απαλό και τρυφερό σαν ροδοπέταλο και τα μάτια της γαλανά σαν τη βαθιά θάλασσα, αλλά όπως όλοι οι άλλοι δεν είχε πόδια. Το σώμα της κατέληγε σε μια ουρά ψαριού». Ετσι περιγράφει ο Αντερσεν τη μικρή γοργόνα, η ιστορία της οποίας αναγνώστηκε από τις επόμενες γενιές ως σύμβολο του αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση. Η επαφή της με τον έξω κόσμο είναι μια άτυπη τελετή ενηλικίωσης, στην οποία μαθαίνει να ορίζει η ίδια τη ζωή της.
Το σύμβολο της αληθινής αγάπης
Για άλλους η μικρή γοργόνα αποτελεί το σύμβολο της αληθινής αγάπης, καθώς στο παραμύθι (το οποίο δεν έχει happy end) θυσιάζεται για την ευτυχία του αγαπημένου της. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία του 1837 είναι αρκετά πιο σκοτεινή και πολύπλοκη, καθώς θίγει ζητήματα όπως η αποξένωση, ο ανεκπλήρωτος έρωτας και η ανάγκη του ανήκειν.
Στις δεκάδες μεταφορές του παραμυθιού στο σινεμά, το θέατρο και στην τηλεόραση η ιστορία καταλήγει με την αποθέωση του ρομαντικού έρωτα «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Ωστόσο ο Αντερσεν φωτίζει έναν άλλο δρόμο, εκείνον της εσωτερικής αναζήτησης που οδηγεί στην αυτογνωσία. Ενα δρόμο που συχνά δεν έρχεται ανέξοδα.