Η μικρή επιχειρηματικότητα, το παραγωγικό πρότυπο και η κρίση Covid-19

Η μικρή επιχειρηματικότητα, το παραγωγικό πρότυπο και η κρίση Covid-19

Οι φόβοι των διεθνών οργανισμών και πολλών policy makers ότι οι επιπτώσεις της κρίσης της πανδημίας (Covid-19) στην παγκόσμια οικονομία θα είναι μεγαλύτερες ακόμη και από εκείνες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 φαίνεται να επιβεβαιώνονται.

Ηδη οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τη διεθνή οικονομία αναθεωρήθηκαν τον Ιούνιο επί τα χείρω κατά 1,9 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με τον Απρίλιο, με την παγκόσμια ύφεση να αναμένεται πλέον να κλείσει στο 4,9% για το 2020. Το ταμείο ομολογεί ότι η ύφεση κατά το πρώτο εξάμηνο ήταν πιο βαθιά απ’ ό,τι περίμενε, ενώ η ανάκαμψη θα επιτευχθεί περισσότερο σταδιακά. Οπως ωστόσο επισημαίνεται (The Economist – Intelligence Unit), το ύψος και η μορφή αυτών των επιπτώσεων δεν θα είναι συμμετρικά σε όλες τις χώρες. Αντίθετα, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων σε κάθε χώρα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αντανακλαστικά.

Ως εκ τούτου, εξαιρετικά σημαντικό ρόλο θα έχουν τα δημοσιονομικά μέτρα και η άμβλυνση των επιπτώσεων στην πραγματική παραγωγή, η ανταπόκριση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η δομή, η στόχευση και η διάρθρωση των επιμέρους οικονομικών πολιτικών αλλά και η σύνθεση της ίδιας της οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα το μέγεθος των επιχειρήσεων και ο κλάδος οικονομικής δραστηριότητας πρόκειται να διαδραματίσουν εξαιρετικά ιδιαίτερο ρόλο στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης της πανδημίας.

Αυτό που διαφαίνεται μέχρι σήμερα είναι ότι οι οικονομίες με μεγαλύτερο μερίδιο μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες συνήθως ακολουθούν και δεν ορίζουν οι ίδιες τις εξελίξεις στην ψηφιοποίηση και την τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και εκείνες που παρουσιάζουν ισχυρή εξάρτηση από τον τουρισμό είναι πολύ περισσότερο ευαίσθητες σε αναταράξεις από άλλες. Και τούτο γιατί οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι είναι περισσότερο πιθανό να κινδυνεύσουν από πτώχευση.

Στην Ελλάδα, όπου η σύνδεση οικονομίας και τουρισμού είναι εξαιρετικά δυνατή, εμφανίστηκαν οι πρώτες αποθαρρυντικές ενδείξεις. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το πεντάμηνο από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 78,5%, ενώ η εισερχόμενη τουριστική κίνηση κατά 63,8%. Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το τρίτο τρίμηνο είναι το πλέον σημαντικό για τα τουριστικά έσοδα για τη χώρα σε συνδυασμό με τη μη ανάπτυξη εμβολίου ή έστω αποτελεσματικής θεραπείας μέχρι σήμερα, γίνεται κατανοητό ότι το πλήγμα για τη χώρα θα είναι τεράστιο. Παράλληλα, ο τομέας του τουρισμού δεν πρόκειται να ορθοποδήσει βραχυχρόνια, όσο δηλαδή διατηρούνται η αβεβαιότητα και οι αρνητικές προσδοκίες των καταναλωτών σε παγκόσμιο και εγχώριο επίπεδο.

Από την άλλη πλευρά, οικονομίες με πρωτογενή ή δευτερογενή παραγωγή (όσων δηλαδή το προϊόν δεν εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από τον τουρισμό), πιθανότατα θα βιώσουν ταχύτερη ανάκαμψη, η οποία βέβαια εξαρτάται και από τη δυνατότητά τους να ανασυντάξουν ουσιαστικά και έγκαιρα την εφοδιαστική αλυσίδα. Σε αυτή την περίπτωση η ανανέωση των παραγγελιών που θα ληφθούν αμέσως μετά την κρίση υγείας με στόχο την τροφοδότηση της αγοράς θα μπορούσε να αντισταθμίσει σε μεγαλύτερο βαθμό τις διαταραχές.

Η παραπάνω προβληματική βρίσκει άμεση εφαρμογή και στην ελληνική περίπτωση, όπου ισχύουν οι παραπάνω προβληματισμοί και επιπλέον οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν από τους θεσμούς. Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ τόσο στον αριθμό των πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και στο μερίδιο που κατέχει ο τουρισμός στο κρατικό ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα βαίνει φθίνουσα, καθώς η εν λόγω παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 24,7% την περίοδο 2008-19.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (SBA Fact Sheet) για την Ελλάδα, το 97,4% των επιχειρήσεων είναι micro επιχειρήσεις (ή αυτοαπασχολούμενοι) με συμμετοχή

στο 62% στη συνολική απασχόληση και 17,6% στη συνολική προστιθέμενη αξία. Οι μικρές επιχειρήσεις βγήκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση πιο αδύναμες, με μεγάλη δυσκολία πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης και τραπεζικό δανεισμό, με αυξημένες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις και με μια αγορά με περιορισμένη εσωτερική ζήτηση. Ολα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ύψος του ιδιωτικού χρέους που στην Ελλάδα είναι (αρκετά) πάνω από το 100% του ΑΕΠ (περίπου 240 δισ. ευρώ) καθιστούν την επόμενη μέρα τουλάχιστον θολή.

Ταυτόχρονα με την παραπάνω διαπίστωση έρχεται να προστεθεί και η εξαιρετικά υψηλή συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ, που αγγίζει το 20% περίπου (Δ-2). Ειδικά στην Ελλάδα οι απώλειες μόνο για το τρίμηνο Μαρτίου – Μαΐου θα είναι πάνω από 2,17 δισ.

Η παραπάνω εικόνα φαντάζει γκρίζα τόσο από την οπτική των επιπτώσεων για την ελληνική οικονομία όσο και αναφορικά με το μέλλον των πολύ μικρών επιχειρήσεων αλλά και του «όλου αστερισμού της μικρής επιχειρηματικότητας» γύρω από τον τουριστικό τομέα. Ο κίνδυνος για εκτίναξη της ανεργίας όχι μόνο των μισθωτών αλλά και των μικρών επιχειρηματιών δεν είναι απλώς ορατός αλλά έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται. Οι φόβοι ότι πολλές μικρές επιχειρήσεις ενδεχομένως να μην ξανανοίξουν είναι απολύτως βάσιμοι. Οι παρενέργειες θα είναι πολλαπλάσιες αφού θα θιγούν περιοχές όπως η επαγγελματική στέγη και τα εισοδήματα που της αναλογούν (σε καθεστώς ενοικίου περίπου το 70%), το ιδιωτικό χρέος, ο κοινωνικός ιστός των πόλεων, το ασφαλιστικό σύστημα και τα δημόσια έσοδα. Συγχρόνως θα αμφισβητηθεί και το αναπτυξιακό μοντέλο που διαχρονικά έχει επενδύσει στον τουρισμό, το οποίο μάλλον φαίνεται ότι δεν έχει τα χαρακτηριστικά της βαριάς βιομηχανίας.

Στο πλαίσιο αυτό η παρέμβαση του κράτους θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να ενισχύσει τα δομικά γνωρίσματα της ελληνικής οικονομίας. Ο επαναπροσδιορισμός της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας είναι απαραίτητος όσο ποτέ άλλοτε, με πλήρη και προσεκτική ωστόσο αξιοποίηση του νέου ΕΣΠΑ καθώς και του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς η ΕΕ δεν βλέπει ιδιαίτερα φιλικά τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Η μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, ιστορικός πυλώνας οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, θα πρέπει να υποστηριχτεί έπειτα από μια δεκαετία ύφεσης, ώστε όχι μόνο να προσαρμοστεί στις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις αλλά και να βρει τον ρόλο και τον χώρο της στην αναγκαία και επείγουσα οικονομική ανασυγκρότηση της κοινωνίας μας. Μια ανασυγκρότηση που φυσικά θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τις συνέπειες-μαθήματα από τις δύο κρίσεις, τη χρηματοπιστωτική και αυτήν της πανδημίας. Μια ανασυγκρότηση που θα ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με τις ευκολίες που παρελθόντος και θα αξιοποιεί τις δυνατότητες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στο πλαίσιο που διαμορφώνει η δυναμική του διεθνούς περιβάλλοντος.

Η Βάλια Αρανίτου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης

Documento Newsletter