Μέσω της γοτθικής φόρμας η Αμερικανίδα συγγραφέας Σίρλεϊ Τζάκσον αποτύπωσε τις ανησυχίες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Η γοτθική λογοτεχνία που υπηρέτησε η Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965) δεν αρκέστηκε στον φόβο που προκαλεί το «άλλο», το ξένο, το απόκοσμο. Η Αμερικανίδα συγγραφέας θέλησε να συνομιλήσει με το ανοίκειο που κοιμάται εντός μας. Οι ηρωίδες της –γράφει κατά βάση με επίκεντρο τη γυναίκα– είναι γυναίκες της διπλανής πόρτας που βιώνουν τη φρίκη στο περιβάλλον τους. Στην ουσία ζουν μια ήρεμη ζωή έως τη στιγμή που αποσυντονίζονται γιατί τους είναι δύσκολο να αποδεχτούν όσα αποκαλύπτονται στη μεγάλη εικόνα. Το πιο τρομακτικό μέρος για εκείνες είναι συχνά το ίδιο τους το σπίτι, δηλαδή η οικογένειά τους και ο ίδιος τους ο εαυτός.
Εισβάλλει υποδόρια
Αυτό συμβαίνει και στο μυθιστόρημα «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Βάσια Τζανακάρη), που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1962. Το βιβλίο επανακυκλοφορεί στα ελληνικά έπειτα από οκτώ χρόνια και αυτήν τη φορά εντάσσεται στη νέα σειρά τρόμου και μυστηρίου Tenebrae που επιμελείται ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες συγγραφείς τρόμου. Η ιστορία αφορά δύο αδελφές που ζουν με τον άρρωστο ηλικιωμένο θείο τους έξω από ένα χωριό. Οι υπόλοιποι κάτοικοι τις αποφεύγουν επιδεικτικά από τότε που η μεγάλη κατηγορήθηκε ότι δηλητηρίασε όλη την οικογένεια με αρσενικό, με αποτέλεσμα τον επώδυνο ομαδικό θάνατό τους. Η έλευση ενός ξαδέλφου θα πυροδοτήσει απρόσμενες εξελίξεις, οι οποίες θα οδηγήσουν στην απαραίτητη αλλά όχι ευχάριστη κάθαρση.
Το «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο» δεν είναι κλασική ιστορία τρόμου. Στις ντουλάπες δεν υπάρχουν πτώματα ούτε βρικόλακες ξαποσταίνουν στα κελάρια. Το κακό εισβάλλει υποδόρια και γι’ αυτό είναι ακόμη πιο τρομακτικό. Η Τζάκσον μάς προσκαλεί να παρακολουθήσουμε την ψυχική κατάρρευση της κεντρικής ηρωίδας. Μας «αναγκάζει» να δούμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τις κλειστές κουρτίνες. Αυτό δηλαδή που δεκαετίες μετά θα κάνει πιο θεαματικά ο Στίβεν Κινγκ –η Τζάκσον είναι από τις σημαντικές επιρροές του– καθώς εκείνος συνομιλεί ανοιχτά με την ποπ κουλτούρα της εποχής του, εντάσσοντας κατά βάση στο έργο του αναφορές από τον κινηματογράφο και τη μουσική.
Η Τζάκσον έγινε γνωστή το 1959, όταν εξέδωσε το μυθιστόρημα «Οι δαίμονες του Χιλ Χάουζ» (εκδ. Θύραθεν/Επιλογή, μτφρ. Χρ. Τσαλικίδου). Το βιβλίο, που έγινε ταινία από τον Ρόμπερτ Γουάιζ το 1963, θεωρείται το σημαντικότερο στη θεματική του στοιχειωμένου σπιτιού μαζί με το «Στρίψιμο της βίδας» του Χένρι Τζέιμς. Η ιστορία εξελίσσεται σε μια στοιχειωμένη έπαυλη όπου απομονώνεται οικειοθελώς μια ομάδα άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων για να πάρει μέρος στο ψυχολογικό πείραμα που οργανώνει ένας ανθρωπολόγος. Μέρα με τη μέρα όμως η έπαυλη απομυζά τη ζωή των επισκεπτών, σαν να πρόκειται για ζωντανό οργανισμό.
Το αριστούργημα της Τζάκσον θεωρείται το διήγημα «Η λοταρία». Οταν το 1948 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «New Yorker», προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις από οποιοδήποτε άλλο στην ιστορία του εντύπου, με τα γράμματα των αναγνωστών, κυρίως υβριστικά, να κατακλύζουν τα γραφεία.
Ακόμη και η μητέρα της Τζάκσον –με την οποία είχε μια επώδυνη σχέση που επηρέασε βαθιά την ανάπτυξη της προσωπικότητάς της– διαμαρτυρήθηκε για το περιεχόμενο της ιστορίας που αφορά έναν ασυνήθιστο διαγωνισμό στην κεντρική πλατεία ενός μικρού αμερικανικού χωριού της Νέας Αγγλίας. Οι τριακόσιοι κάτοικοι συγκεντρώνονται μια ειδυλλιακή μέρα για την κλήρωση μιας λοταρίας. Το έπαθλο όμως δεν είναι αυτό που θα περίμενε κάποιος. Ο νικητής εδώ κερδίζει έναν δημόσιο λιθοβολισμό.
Το κλίμα αβεβαιότητας
Το έργο, που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, αναφέρεται στην Αν Χάτσινσον, η οποία καταδικάστηκε ως αιρετική και εξορίστηκε από την αποικία της Μασαχουσέτης τον 17ο αιώνα. Ωστόσο, αποτελεί σχόλιο για τις πληγές που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος έκανε τους ανθρώπους να χάσουν την εμπιστοσύνη στο γένος τους βλέποντας για πόσο φριχτά πράγματα είναι ικανό. Το διήγημα μεταφράστηκε πριν από λίγα χρόνια στα ελληνικά από τη Μαριάννα Παπουτσοπούλου και περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Γοτθικές ιστορίες από μοντέρνες συγγραφείς» (εκδ. Ars Nocturna), ενώ πρόσφατα μεταφράστηκε και από τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη για την έκδοση «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» (εκδ. Μεταίχμιο, σειρά Tenebrae).
Η Σίρλεϊ Τζάκσον συχνά παρεξηγήθηκε για τη ροπή της προς το αλλόκοτο. Ενα από τα άδικα παρατσούκλια που της κόλλησε ένας κριτικός λογοτεχνίας ήταν «Virginia Werewoοlf», κάνοντας λογοπαίγνιο με τη Βιρτζίνια Γουλφ και τη λέξη werewolf που σημαίνει λυκάνθρωπος. Σήμερα το κοινό ανακαλύπτει ξανά τα έργα της, τα οποία εξέφρασαν –μέσα από τη φεμινιστική ματιά– το κλίμα αβεβαιότητας της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου.
Εύθραυστη και πολυγραφότατη
Η Σίρλεϊ Τζάκσον γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, σπούδασε στη Νέα Υόρκη και επέλεξε να ζήσει στο Βερμόντ, μακριά από τις πολύβουες μεγαλουπόλεις (έπασχε από αγοραφοβία) με τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά της. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έγραψε έξι μυθιστορήματα, δύο βιβλία με απομνημονεύματα και πάνω από 200 διηγήματα – έγραφε πάνω από 1.000 λέξεις την ημέρα. Εφυγε πρόωρα από τη ζωή, στα 48 της, από ανακοπή καρδιάς, έχοντας ταλαιπωρηθεί πολύ από ψυχοσωματικές παθήσεις και νευρώσεις.
INFO
Tα δύο βιβλία της Σίρλεϊ Τζάκσον «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» και «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο