Ο καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Χάρης Αθανασιάδης γράφει στο Docville για τα εσκεμμένα ψεύδη για την επίτευξη ενός πολιτικού στόχου, τη «μετα-αλήθεια», τον Πινόκιο και τις καλές νεράιδες της αλήθειας που στην εποχή μας κουράστηκαν
Εµφανίστηκε στη Βουλή φιλοδοξώντας να συντρίψει τον πολιτικό του αντίπαλο. Και επειδή ίσως ένιωθε την αδυναµία των ισχυρισµών του θέλησε να τους θεµελιώσει σε υλικά στοιχεία. Μόνο που η φωτογραφία που κατέθεσε ήταν πλαστή – και ήταν πανεύκολο να καταδειχτεί ότι ήταν πλαστή. ΟΌχι, δεν είδαµε τη µύτη του να µεγαλώνει.
Τα εσκεµµένα ψεύδη για την επίτευξη ενός πολιτικού στόχου δεν είναι ασφαλώς νέα πρακτική. Όποιον ιστορικό κι αν ρωτήσετε έχει να αναφέρει δεκάδες περιπτώσεις κατασκευασµένων τεκµηρίων. Η Ιερά Σινδόνη και τα Πρωτόκολλα της Σιών είναι απλώς τα πιο διάσηµα παραδείγµατα. Γι’ αυτό άλλωστε και όσοι καταγίνονται επαγγελµατικά µε το παρελθόν ξοδεύουν µεγάλο µέρος του χρόνου τους για να ελέγξουν και να διασφαλίσουν την αυθεντικότητα των πηγών τους.
Το πρόβληµα είναι πως το ίδιο είναι πλέον αναγκασµένοι να κάνουν και οι πολίτες, καθώς έρχονται αντιµέτωποι µε το θορυβώδες παρόν που τους περιβάλλει. ∆ιότι ολοένα πιο συχνά διαχέονται στη δηµόσια σφαίρα ψευδείς αφηγήσεις και ισχυρισµοί που, παρότι είναι εµφανώς υπερβολικοί και γεµάτοι αντιφάσεις, εκλαµβάνονται από πολλούς ανεπιφύλακτα ως αληθείς. Μια αποδοχή που εκ πρώτης όψεως µοιάζει απολύτως δυσεξήγητη.
Πρόκειται πράγµατι για αφηγήσεις που σπανίως αντέχουν σε συστηµατικό έλεγχο, καθώς στην καλύτερη περίπτωση περιέχουν ψήγµατα µόνο αλήθειας, ανακατεµένα άτεχνα µε ψεύδη και εικασίες. Σε κάθε περίπτωση έχει διαταραχτεί σοβαρά ο δεσµός ανάµεσα στον ισχυρισµό και τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Οι πάσης φύσεως απατεώνες όµως γνωρίζουν πως τα έγκυρα δεδοµένα, όσα προκύπτουν από εµπεριστατωµένη έρευνα (επιστηµονική ή δηµοσιογραφική), ασκούν πάντοτε µικρότερη επίδραση στους πολίτες απ’ όσο τα αισθήµατά τους, οι ευρύτερες πεποιθήσεις και οι λανθάνουσες προδιαθέσεις τους. Επιδίδονται έτσι κυνικά σε σκόπιµη παραµόρφωση της πραγµατικότητας, χειρίζονται δεξιοτεχνικά τις δεκτικότητες του κοινού τους, προκειµένου να παγιώσουν συγκεκριµένες κοινωνικές συµπεριφορές, να αυξήσουν την επιρροή τους και να αναπαράγουν την εξουσία τους.
Μάλιστα όσοι πολίτες ήδη έχουν εγκλωβιστεί σε αδιάβροχες ψηφιακές κοινότητες του διαδικτύου τείνουν να υιοθετούν µαχητικά ακόµη και τους πιο εξωφρενικούς ισχυρισµούς και εξανίστανται που οι υπόλοιποι παραµένουν τόσο τυφλοί ώστε δεν βλέπουν την κατ’ αυτούς αυταπόδεικτη αλήθεια. Εκείνο που τροφοδοτεί και ενισχύει την πίστη τους είναι η διαρκής ανακύκλωση της ίδιας είδησης, η εκποµπή της από φαινοµενικά πολλές πηγές, οι οποίες ωστόσο δεν είναι παρά ο αντίλαλος της µιας αρχικής – οι ψηφιακές κοινότητες λειτουργούν ως αντηχείο. Ένα ψέµα όµως που επαναλαµβάνεται χιλιάδες φορές τείνει πλέον να φαντάζει αληθινό.
Το 2016 το Λεξικό της Οξφόρδης επέλεξε ως λέξη της χρονιάς τη «µετα-αλήθεια»: µια πρόταση αποκτά εγκυρότητα µόνον εάν ανταποκρίνεται στα συναισθήµατα του δέκτη. Ζούµε, λοιπόν, στην εποχή της «µετα-αλήθειας», όπου τα σύνορα ανάµεσα στο ψεύτικο και το αληθινό θολώνουν και η απώλεια της επαφής µε την πραγµατικότητα κερδίζει διαρκώς έδαφος.
Χρειάζεται συνεπώς να στραφούµε ξανά επειγόντως στην αποκατάσταση των γεγονότων, την εγκυρότητα των συλλογισµών και την εντιµότητα του διαλόγου – ο Χάµπερµας έχει δίκιο. Ενόσω εκκινούµε από αληθείς προκείµενες και δεσµευόµαστε από λογικούς συλλογισµούς, ενόσω συνοµιλούµε εντίµως µε την πραγµατικότητα και µεταξύ µας, παράγεται αλήθεια· να αγκαλιάσουµε ξανά την ιδέα της αλήθειας στον δηµόσιο λόγο. ∆ίχως την αλήθεια δεν υπάρχει πραγµατική ελευθερία. Οπως έγραψε ο Τίµοθι Σνάιντερ στο βιβλίο του «Απέναντι στην τυραννία»: «Η εγκατάλειψη των γεγονότων είναι η εγκατάλειψη της ελευθερίας. Εάν τίποτε δεν είναι αλήθεια, τότε κανείς δεν µπορεί να επικρίνει την εξουσία, γιατί δεν υπάρχει βάση για να το κάνει. Εάν τίποτε δεν είναι αλήθεια, τότε όλα είναι θέαµα […] Η µετα-αλήθεια είναι προ-φασισµός». Κοντολογίς, τόσο η δηµοκρατία όσο και η επιστήµη έχουν τους κανόνες τους και όσοι προ-φασίζονται το αντίθετο προ-φασίζουν.
Υφίστανται άραγε τις συνέπειες των πρακτικών τους οι διακινητές των fake news – των ψευδών ειδήσεων; Με τα δικά τους κριτήρια όχι, εφόσον έτσι συσπειρώνουν τους οπαδούς τους, αρκετοί από τους οποίους πιστεύουν ακράδαντα τις αφηγήσεις τους ανεξαρτήτως διαψεύσεων, ενώ άλλοι θεωρούν αληθές (ή έστω δικαιολογηµένο) ό,τι πλήττει τον εκάστοτε µισητό αντίπαλο.
Φυσικά υπάρχουν και πιο παραδοσιακά κριτήρια. Ο Πινόκιο του Κολόντι υπήρξε ασφαλώς µια αλληγορία της δύσκολης, της βασανιστικής ενηλικίωσης: βγαλµένος από ένα ακατέργαστο κούτσουρο, βγαίνει στους δρόµους προτού ακόµη ο Τζεπέτο ολοκληρώσει τη δια-µόρφωσή του, πέφτει σε λάθη πολλά και απανωτά, απατά διαρκώς και εξαπατάται, ενδίδει στην ευκολία του ψέµατος, µεταµορφώνεται κάποια στιγµή σε γάιδαρο, µα τελικά, µε τη βοήθεια της καλής νεράιδας, ξεπερνά την απαίδευτη φύση του και γίνεται άνθρωπος – άνθρωπος αληθινός. Οι καλές νεράιδες όµως της αρετής και της αλήθειας φαίνεται πως στην εποχή µας κουράστηκαν.