Πώς οι νεοφιλελεύθερες αγκυλώσεις εμποδίζουν τον Πισσαρίδη να δει τις ευθύνες της βιομηχανίας για τη χαμηλή παραγωγικότητα
Παρότι καταγράφεται, δεν εντάσσεται ως σημαντική συνιστώσα των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας που χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα. Ο λόγος για τις ιδιωτικές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου για τις οποίες οι «σοφοί» της επιτροπής Πισσαρίδη επιφύλαξαν μόνο μια απλή καταγραφή, χωρίς να εισαγάγουν τον συγκεκριμένο παράγοντα στο πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας…
«Η χαμηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με τη λειτουργία των επιχειρήσεων σε μη επαρκώς διαφανές και σταθερό επιχειρηματικό πλαίσιο συμβάλλει στην εσωστρέφεια της οικονομίας. Υπέρμετρα μεγάλο τμήμα των επιχειρήσεων και της απασχόλησης κινείται στον χώρο των μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Το πρόβλημα αυτό σχετίζεται με το ότι οι επιχειρήσεις γενικά τείνουν να έχουν σχετικά μικρό μέγεθος, ενώ υψηλό είναι και το ποσοστό της αυτοαπασχόλησης και της άτυπης οικονομίας» αναφέρεται στην έκθεση Πισσαρίδη. Το ερώτημα που αναφύεται άμεσα είναι πώς είναι δυνατόν, και ενώ διάγουμε ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα την περίοδο της επανάστασης υψηλής τεχνολογίας, ο παράγοντας των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου να μην αποτελεί σημαντική συνιστώσα του προβλήματος της χαμηλής παραγωγικότητας. Οπως οιοσδήποτε μπορεί να διαβάσει, ουδεμία αναφορά υφίσταται για το ότι οι ελληνικές βιομηχανίες την περίοδο των παχιών αγελάδων της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν επέν δυσαν σε πάγιο εξοπλισμό που θα επέφερε τη μεγέθυνση της εξαγωγικής δραστηριότητας.
Ωστόσο στην έκθεση Πισσαρίδη καταγράφεται απλώς ότι οι επενδύσεις την περίοδο από το 2001 έως το 2009 ανέρχονταν κατά μέσο όρο μόλις στο 7,5% του ετήσιου ΑΕΠ (στην ΕΕ ανερχόταν σε 12,4%).
Η δαιμονοποίηση των μισθών
Είναι σαφές ότι η ατμομηχανή μιας οικονομίας δυτικού τύπου πρέπει να είναι ο βιομηχανικός κλάδος, όμως στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2000 (αλλά και αυτή του 1990) απέτυχε παταγωδώς να ακολουθήσει την τεχνολογική εξέλιξη. Αντ’ αυτού όταν ήρθε η ώρα των μνημονίων δαιμονοποίησε τις αποδοχές του κόσμου της μισθωτής εργασίας και επέβαλε τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας (και την εσωτερική υποτίμηση) γιατί, σύμφωνα με το αφήγημα και των δανειστών μας και του ΣΕΒ, θα επερχόταν γιγάντωση των εξαγωγών… Αυτή βέβαια δεν επήλθε και η όποια αύξηση των εξαγωγών, όπως και η έκθεση Πισσαρίδη αποδέχεται, οφείλεται κυρίως στις εξαγωγές υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, αναφέρεται: «Οι εξαγωγές παραμένουν όμως σε χαμηλό επίπεδο σαν ποσοστό του ΑΕΠ και το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει ελλειμματικό καθώς το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών αντισταθμίζεται μερικώς μόνο από το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών». Οπως παραδέχονται οι «σοφοί»: «Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στη νομισματική ένωση (2001-2007) η Ελλάδα κατέγραψε υψηλούς μέσους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 4%, μεταξύ άλλων υπό την ευεργετική επίδραση του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης και του σταθερού συναλλαγματικού περιβάλλοντος, με σημαντικά χαμηλότερο πληθωριστικό κίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες δεν αξιοποιήθηκαν έτσι ώστε να βελτιωθεί το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας».
Η θολούρα της αοριστίας
Εύκολα διαπιστώνει κάποιος το αόριστο του ποιος ευθύνεται για τη μη αξιοποίηση των ευκαιριών της νομισματικής ένωσης. Ετσι, ενώ οι «σοφοί» εύκολα κουνούν το δάκτυλο στη μικρή επιχειρηματικότητα (κάτω των εννέα εργαζομένων) και στους αυτοαπασχολούμενους, στους οποίους αποδίδονται όλα τα κακά της ελληνικής οικονομίας, όταν έρθει η ώρα της απόδοσης των ευθυνών στη βιομηχανία επιλέγεται η θολούρα της αοριστίας.
Οπότε το ερώτημα που προκύπτει είναι αν τελικά οι «σοφοί» της επιτροπής Πισσαρίδη λειτουργούν ως εγκάθετοι για την εμπέδωση ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου που σκοπό έχει να «σκοτώσει» τη μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα ή ως πραγματικοί ταγοί που συγκροτούν ένα think tank υπέρ της ελληνικής οικονομίας.