Μια συζήτηση με τον Νίκο Ζιώγα, σκηνοθέτη του «Ενθυμίου», για την πασχαλινή γιορτή των νεκρών στο Γιρομέρι Θεσπρωτίας.
Τόπος: Χωριό Γιροµέρι Θεσπρωτίας. Χρόνος: ∆ευτέρα του Πάσχα. Αυτό είναι το χωροχρονικό πεδίο του ντοκιµαντέρ «Ενθύµιον» του Νίκου Ζιώγα, ο οποίος αποφάσισε να αποτυπώσει το έθιµο που τελείται κάθε χρόνο στο ορεινό χωριό. Η κάµερα, ευαίσθητος καταγραφέας ορατής και αόρατης πραγµατικότητας, συλλαµβάνει την άρρηκτη και υπόρρητη σχέση µεταξύ των ζωντανών και των νεκρών. Οπως λέει ο σκηνοθέτης, «η πρώτη σκέψη για την ταινία µετά τις εικόνες µε το έθιµο που είδα ήταν πως θέλω να το παρατηρήσω µε την κάµερά µου χωρίς να επέµβω καθόλου. Να παρατηρώ τα πρόσωπα και τι συµβαίνει την ώρα του εθίµου. Με την πάροδο του χρόνου και αφού ήρθα σε επαφή µε το χωριό αποφάσισα ότι θα άφηνα τον ίδιο τον χώρο όπου βρισκόµουν να µε καθοδηγήσει».
O Νίκος Ζιώγας έµαθε για το έθιµο της ∆ευτέρας του Πάσχα στο Γιροµέρι το 2013. «Τότε είδα το βίντεο κάποιου γνωστού µου ο οποίος είχε παρευρεθεί ως επισκέπτης. Τη στιγµή που το είδα ένιωσα ότι αυτό θα είναι το θέµα µιας ταινίας που θα έκανα. Το 2017 γνωρίστηκα µε τον συν-σεναριογράφο της ταινίας Μίµη Χρυσοµάλλη και σε µια συνάντησή µας του εκµυστηρεύτηκα την ιδέα για το ντοκιµαντέρ αλλά και όσα µε προβληµάτιζαν. Οι κοινές µας ρίζες –οι οικογένειές µας κατάγονται από την Ηπειρο– µας έβαλαν σε συζητήσεις και συνεχή ανταλλαγή ιδεών. Υπήρχε µια υποσυνείδητη συµφωνία πως θέλουµε να ανακαλύψουµε την ιερότητα του τόπου καταγωγής µας. Παρά ταύτα ο φόβος εξακολουθούσε να υπάρχει και τρεφόταν από το ενδεχόµενο φευγιό ενός αγαπηµένου µου προσώπου, του παππού µου.
Τον Φεβρουάριο του 2019 ο Μίµης µε πήρε αποφασισµένος τηλέφωνο λέγοντάς µου ότι πρέπει να κάνουµε την ταινία. Από τον τόνο της φωνής του κατάλαβα ότι δεν υπήρχε περιθώριο διαφορετικής απάντησης από το “πάµε να ξεκινήσουµε”. Την ίδια µέρα βρεθήκαµε σε ένα καφέ και κάναµε την πρώτη επίσηµη συζήτηση για το “Ενθύµιον”. Επιστρέφοντας σπίτι δέχτηκα ένα τηλεφώνηµα µε το οποίο µε ενηµέρωσαν ότι ο αγαπηµένος µου παππούς πέθανε. Αυτή η συγχρονικότητα ήταν ο θεµέλιος λίθος της ταινίας».
Ο αρχαϊκός λυγµός του κλαρίνου
Το συγκεκριµένο έθιµο µιλά για την άρρηκτη σχέση µεταξύ ζωντανών και νεκρών. Οι µέρες της Μεγάλης Εβδοµάδας στο Γιροµέρι είναι µια διαδροµή προς το έθιµο. Υποµονετικά και χωρίς φλυαρίες, όλοι περιµένουν αυτές τις µέρες για να συνδεθούν µε το κοµµάτι που τους λείπει, µε τους ανθρώπους τους που έχουν φύγει. Τη ∆ευτέρα του Πάσχα από το πρωί χτυπάει η καµπάνα της εκκλησίας που βρίσκεται στο κοιµητήριο του χωριού. «Αυτό είναι το κάλεσµα, το σήµα πως η µέρα έφτασε. Σιγά σιγά ο κόσµος µαζεύεται µε διάθεση χαρµολύπης. Ερχονται και τα όργανα. Την πρώτη φορά που βρίσκεσαι στο έθιµο νιώθεις αµηχανία χωρίς να ξέρεις τον λόγο. Ο κλαριντζής Σπύρος Αντωνίου µου περιέγραψε το συναίσθηµά του µε τη φράση: «Η χαρά είναι χαρά, στη λύπη κλαίω κι εγώ».
Η τελετουργία ξεκινάει µε λειτουργία στην εκκλησία και συνεχίζει µε τρισάγιο σε όλους τους τάφους. «Μετά αρχίζει η µουσική» λέει ο σκηνοθέτης και συνεχίζει: «Οι οικείοι του νεκρού παραγγέλνουν στην ορχήστρα το αγαπηµένο του τραγούδι. Τα βλέµµατα είναι καρφωµένα στις φωτογραφίες, ο λυγµός του κλαρίνου δηµιουργεί αρχέγονα συναισθήµατα και νιώθεις ότι βρίσκεσαι µέσα σε µια αόρατη ανταλλαγή µηνυµάτων, αναµνήσεων και εικόνων. ∆εν µιλάει κανείς, όλοι είναι σκεπτικοί, βουρκωµένοι. Αφού περάσουν από κάθε µνήµα, στο τέλος ανοίγει η πόρτα του οστεοφυλακίου, η ορχήστρα µπαίνει µέσα και παίζει τη “Μαριόλα”, ένα µοιρολόι. Στη συνέχεια όλοι αφήνουν το νεκροταφείο και συµβολικά ο τελευταίος κλείνει την πόρτα του, ξεχωρίζοντας τη ζωή από τον θάνατο, θέτοντας όρια και ξορκίζοντας τον φόβο. Εξω από το νεκροταφείο ξεκινάει ο χορός σε εορταστική ατµόσφαιρα· όλοι γιορτάζουν τη ζωή. Το τελετουργικό περιλαµβάνει επισκέψεις της ορχήστρας σε όσα σπίτια το ζητήσουν και µικρές εστίες πανηγυριού λάµπουν σε όλο το χωριό».
Οµως πού διακλαδώνονται οι ρίζες του εθίµου; Ποια γεγονότα οδήγησαν τους κατοίκους του χωριού σε αυτήν τη συνήθεια; «Από συζητήσεις που έκανα µε τους ντόπιους έµαθα ότι έρχεται από την Τουρκοκρατία, όταν κάποια Μεγάλη Εβδοµάδα οι Οθωµανοί έσφαξαν όλους τους άντρες του χωριού. Οι γυναίκες πήραν τα παιδιά τους και την Κυριακή του Πάσχα πήγαν στο νεκροταφείο για να γιορτάσουν µαζί ζωντανοί και νεκροί. Πρόκειται για συλλογικό δρώµενο το οποίο οδηγεί στην κάθαρση. Απαλύνει κάπως τον πόνο. Οχι µόνο για εκείνους που έφυγαν, αλλά και για όσους ζουν. Στα χωριά της Ηπείρου δυστυχώς είναι τόσο ορατή η εγκατάλειψη». Κάθε επαφή τους µε τους κατοίκους ήταν µια εξοµολόγηση και µια διαπίστωση: η ελληνική επαρχία πρέπει να υποστηριχτεί αµέσως. «Η κ. Νόνη µάς λέει µε δάκρυα στα µάτια πως “το χωριό είχε 100 παιδιά, γέµιζε ο τόπος παιδιά. Και τώρα µόνο τέσσερα πέντε ζούνε στο χωριό. Ηταν όλα όµορφα τότε”. Ο Νίκος ο καφετζής αναφέρει πως “δεν έχει κόσµο, κόσµο έχει µόνο το καλοκαίρι. Αν δεν υπάρχει ένα καφενείο, θα έρθει κάποιος, πού θα τον κεράσεις; Χωριό χωρίς καφενείο, παπά και δάσκαλο δεν είναι χωριό”. Ο ηγούµενος Μεθόδιος διατρανώνει την πεποίθησή του ότι “ακόµη και δέκα άτοµα να είναι στο χωριό θα κάνουν το πανηγύρι, θα φωνάξουν είµαστε εδώ, είµαστε ζωντανοί”. Αυτά τα λόγια χαράζουν µέσα σου την αντίληψη ότι αυτές οι συλλογικές διαδικασίες είναι σαν ένα πηγάδι µε νερό, µε το οποίο οι παλιοί ξεδιψούν τις αναµνήσεις από το παρελθόν και οι νέοι ικανοποιούν κάπως τη δίψα για επιστροφή σε ένα γεµάτο ζωή µέλλον. Παίρνουν δύναµη και συνεχίζουν» υπογραµµίζει ο σκηνοθέτης.
Τα µοιρολόγια και η βόλτα µε τον παππού
Τα γυρίσµατα ήταν η αφορµή για τον Νίκο Ζιώγα να έρθει σε επαφή µε τον κόσµο των µοιρολογιών καθώς και µε ορισµένους εµβληµατικούς µουσικούς. «Προτού ανέβουµε στην Ηπειρο για τα γυρίσµατα είχα εκµυστηρευτεί στον Μίµη ότι είχα µια εικόνα στο µυαλό µου µε έναν κλαρινιτζή ο οποίος παίζει µπροστά από µια σόµπα και γύρω γύρω είχε παράθυρα. Οταν πήγαµε στο χωριό Λια για να συναντήσουµε τον Σπύρο Αντωνίου, τον κλαριντζή της περιοχής ο οποίος θα έπαιζε στο έθιµο, αντίκρισα ακριβώς αυτή την εικόνα. Το καφενείο ήταν γεµάτο παράθυρα, έβλεπες τα βουνά, το πρόσωπο του Σπύρου, το οποίο είναι σαν να το σµίλεψαν οι θεοί της Ηπείρου, την παρέα του που τον συνόδευε στα µοιρολόγια. Το “Μοιρολόι της Μουργκάνας”, ένα τραγούδι το οποίο έχει γράψει ο ίδιος και αφορά τα γεγονότα του Εµφυλίου στη Μουργκάνα, µας έκανε να δακρύσουµε και να αναλογιστούµε πως ο πόλεµος µόνο δεινά φέρνει. Θυµάµαι ακόµη τις παρακλήσεις των ντόπιων που του παράγγελναν στον θάνατό τους να παίξει στον τάφο τους. Οπως θυµάµαι τις ιστορίες του Πετρολούκα Χαλκιά: ήταν ένας πολύ γλεντζές, άφησε τρεις λίρες και τους είπε “όταν πεθάνω θα φωνάξετε τον Πέτρο να µου παίξει τα τραγούδια µου”. Οταν πέθανε τον πήραν τηλέφωνο και του είπαν: “Πέτρο, είναι εντολή”. Πήρε ταξί και πήγε».
Το µοιρολόι είναι η Ηπειρος. Είναι ο καηµός των ξενιτεµένων, ο πόνος και η χαρά για όσα η ζωή φέρνει. «Είναι όσα δεν προλάβαµε να επικοινωνήσουµε και όλα όσα θέλουµε να πούµε. Μια εσωτερική κάθαρση. Eνα ξαπόσταµα και µια παρηγοριά» συµπληρώνει ο σκηνοθέτης.
Τι κρατά από εκείνη την ηµέρα της αποτύπωσης του εθίµου; «Τα βλέµµατα, το φως και τις επιβλητικές κορυφές των βουνών, στιβαρές και περήφανες, που µας χάρισαν ένα κοµµάτι από τη µνήµη τους και τα όσα κρύβουν στις πλαγιές τους». Το «Ενθύµιον» είναι αφιερωµένο στον παππού του. Ποιες είναι οι µνήµες που έχει από αυτόν; «Η κ. Νόνη αναφέρθηκε κάποια στιγµή στη µητέρα της λέγοντας πως ήταν άγιος άνθρωπος. Κάτι αντίστοιχο θα πω και για τον παππού µου. Οι γονείς του, Βλάχοι προερχόµενοι από την Ηπειρο, µετοίκησαν στην περιοχή των Πρεσπών, στο χωριό Καλλιθέα, όπου µεγάλωσα. Ενα µεγάλο του κοµµάτι βρισκόταν πάντα στην Ηπειρο και φρόντισε να µου το µεταδώσει µέσα από τις ασπρόµαυρες φωτογραφίες που είχε και τις πρόσεχε σαν θησαυρό ανεκτίµητης αξίας. Σε συνδυασµό µε τις ιστορίες που τις συνόδευαν έγιναν για µένα η ταινία της ζωής του. Αυτό που µου λείπει είναι να τον κρατήσω από το χέρι και να πάµε µια βόλτα. Το “Ενθύµιον” εµπεριέχει µέσα του ένα ευχαριστώ, µια χαρά, µια λύπη και µια ελπίδα».
INF0
Το ντοκιμαντέρ «Ενθύμιον» του Νίκου Ζιώγα προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Τριανόν