«Παραιτούμαι»! Μια λέξη που ακούνε περισσότερο τα τελευταία δύο χρόνια οι εργοδότες.
Από τον Καναδά μέχρι τη Βρετανία και την Ελλάδα η οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένων τείνει να μετατραπεί σε μάστιγα και η έλλειψη εργατικού δυναμικού προκαλεί έντονη ανησυχία από την έναρξη της πανδημίας.
Ο όρος «great resignation» πρωτοξεκίνησε στις ΗΠΑ το 2021 και αναφέρεται στην πρωτοφανή αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που αποχωρούν οικειοθελώς από την εργασία τους. Στη Γαλλία το 94% των εταιρειών δυσκολεύεται να βρει προσωπικό.
Το ίδιο και στην Ισπανία. Στη Βρετανία η ανεργία υποχώρησε στο 3,6% την περίοδο Μαΐου – Ιουλίου, το χαμηλότερο επίπεδο από το 1974, κυρίως εξαιτίας της μείωσης του ενεργού εργατικού δυναμικού.
Στον Καναδά το 24% των εργαζομένων άλλαξε πρόσφατα δουλειά και στην Ελλάδα το πρώτο τετράμηνο του 2022 οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν πάνω από 140% σε σύγκριση με το 2021.
Η νέα πραγματικότητα που δημιούργησε η πανδημία αναμφισβήτητα επηρέασε την αγορά εργασίας. Ποια είναι όμως η αιτία της «μεγάλης παραίτησης»; Ο εγκλεισμός και οι περιορισμοί έκαναν αρκετούς να αναθεωρήσουν τι είναι σημαντικότερο στη ζωή. Πέρα όμως από τους ψυχολογικούς παράγοντες, θα μπορούσε να πει κανείς πως η ίδια η αγορά εργασίας όπως έχει διαμορφωθεί ωθεί τους εργαζόμενους στην παραίτηση.
Η αναζήτηση υψηλότερων μισθών και καλύτερου και ασφαλέστερου εργασιακού περιβάλλοντος με πιο ευέλικτο ωράριο σίγουρα θα μπορούσε να αποτελεί βασική αιτία.
Ο,τι όμως κι αν είναι αυτό που τους ωθεί, οι οικονομολόγοι συμφωνούν πως η πτώση της ανεργίας δεν αποτελεί σημάδι υγιούς οικονομίας και η έλλειψη εργατικού δυναμικού θα συνεχιστεί, κάτι που σίγουρα δεν αποτελεί καλό οιωνό για την παγκόσμια ανάπτυξη.