Στις συζητήσεις που προκαλεί η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Ιστορίες καλοσύνης» το πρώτο θέμα που πέφτει στο τραπέζι είναι το ερώτημα γιατί μετά το πολυβραβευμένο «Poor things» επιστρέφει σε ένα σινεμά νοσηρό, κρυπτικό, ελλειπτικό και δύστροπο που απευθύνεται σε δυνατούς λύτες των λανθιμικών σπαζοκεφαλιών. Ακούω την άποψη ότι επέστρεψε σε μια comfort zone. Μου φαίνεται αρκετά λειψό ότι ο Λάνθιμος με τέτοια καριέρα ψάχνει σιγουριές και θέλει να ξαναπερπατήσει στα ίδια κινηματογραφικά μονοπάτια, που τον έστειλαν βεβαίως σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ του κόσμου. Το κέφι του κάνει. Και το σινεμά που γουστάρει. Μαγκιά του. Θα μπορούσε να αράξει πάνω στις δάφνες της μεγάλης επιτυχίας του, αλλά αυτός αγύριστο κεφάλι, έπειτα από μια οσκαρική ταινία που έστρεψε πάνω του όλα τα φώτα της διεθνούς κινηματογραφικής κοινότητας –ξοδεύτηκαν τόνοι μελανιού για να αποθεωθεί η Μπέλα Μπάξτερ, μία από τις πιο υπέροχες κινηματογραφικές ηρωίδες που έχουμε δει στο σινεμά– μας πετάει στα μούτρα μια ταινία δύσκολη και κακοτράχαλη που στήνεται μέσα σε ένα σύμπαν παρανοϊκό όπου οι άνθρωποι είναι ψυχάκια και μας αναγκάζει να δούμε τις σχέσεις εξουσίας με μεγεθυντικό φακό, στην πιο νοσηρή τους εκδοχή. Βαδίζοντας πάλι χέρι χέρι με τον αγαπημένο του συνεργάτη, τον ευφυή και ιδιαίτερο σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου («Κυνόδοντας», «Αλπεις», «Αστακός», «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού»), παραδίδουν μια ταινία γεμάτη συμβολισμούς, που όσα (πολλά) θέλει να πει τα λέει με παραβολές. Πίσω από κάθε ταινία του Λάνθιμου, είτε είναι το «Poor things», ο «Κυνόδοντας» είτε οι «Ιστορίες καλοσύνης», βλέπω έναν παραμυθά. Που φτιάχνει παραμύθια για ενήλικες. Εγκεφαλικά και διεστραμμένα – αυτήν τη φορά πάνω στην έννοια της εξουσίας, με αφέντες και υποτακτικούς. Ενίοτε η «διαστροφή» παρεισφρέει και στον κινηματογραφικό τρόπο που διηγείται την ιστορία του, βάζοντας δύσκολα στον θεατή αλλά και στον εαυτό του, αφού καταθέτει μια ταινία που σίγουρα δεν θα είναι μαζικής αποδοχής. (Μεγάλη) Μαγκιά του.