Υποψιάζομαι ότι, στα τόσα χρόνια που παρακολουθώ την δημοσιογραφία – στην οποία, ομολογουμένως, βασίζω έως σήμερα πολλές από τις ελπίδες μου για το μέλλον αυτής της χώρας – αυτό πρέπει να είναι ιστορικό χαμηλό. Και, όχι ένα ιστορικό χαμηλό του τύπου «έπεσε τέσσερις θέσεις σε αξιοπιστία η δημοσιογραφία στην Ελλάδα» – μα περισσότερο σαν «έπρεπε να εφευρεθούν αρνητικές θέσεις για να περιγραφεί σωστά η θέση της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα».
Υποψιάζομαι ότι, στα τοσα χρόνια που παρακολουθώ την δημοσιογραφία – στην οποία, ομολογουμένως, βασίζω έως σήμερα πολλές από τις ελπίδες μου για το μέλλον αυτής της χώρας – αυτό πρέπει να είναι ιστορικό χαμηλό. Και, όχι ένα ιστορικό χαμηλό του τύπου «έπεσε τέσσερις θέσεις σε αξιοπιστία η δημοσιογραφία στην Ελλάδα» – μα περισσότερο σαν «έπρεπε να εφευρεθούν αρνητικές θέσεις για να περιγραφεί σωστά η θέση της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα».
Δεν ξεκινούν όλα με την απόφαση της κυβέρνησης να διαθέσει το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ για την διάδοση ενός κοινωνικού μηνύματος για την προστασία από τον κορονοϊό. Για μένα, ξεκινούν δειλά-δειλά, με μία φωνή μόνο που διαμαρτύρεται, αρκετούς μήνες πριν.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης, εκδότης της κυριακάτικης εφημερίδας Documento, αναρτά ένα άρθρο, στο οποίο καταγγέλει πως ο πρωθυπουργός της χώρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει ο ίδιος, προσωπικά, ζητήσει από επιχειρηματίες να μην διαφημίζονται στην εφημερίδα, ανεξαρτήτως του τζίρου και των πωλήσεων της.
Έχουν προηγηθεί άρθρα από τον εκδότη, λίγο καιρό πριν, πως εταιρείες με ισχυρά διαφημιστικά budget, αποσύρουν η μία μετά την άλλη τις διαφημιστικές τους καμπάνιες από τις σελίδες (μόνο) της συγκεκριμένης εφημερίδας και το αποδίδει στον ισχυρό έλεγχο που ασκεί στην παράταξη της Νέας Δημοκρατίας και στην κυβέρνησή της.
Η καταγγελία αυτή, παραδόξως, δεν αναπαραγάγεται, ούτε σχολιάζεται, ούτε καν ελέγχεται – παρότι, υπό συνθήκες, θα μπορούσε να στείλει τον εκδότη φυλακή. Οι τρεις δομές που έχουν, συστημικά την ευθύνη να ασχοληθούν, η κυβέρνηση με τον κατηγορούμενο Κ. Μητσοτάκη, η δημοσιογραφία που ένα μέλος της κάνει μία τόσο σημαντική καταγγελία, και ο νόμος καθώς η καταγγελία αυτή αφορά ξεκάθαρα κακή έως και παράνομη χρήση της ισχύος που απολαμβάνει ένας πρωθυπουργός, σιωπούν, η κάθε μία με τον τρόπο της. Σαν να μην έγινε.
Ίσως η καταγγελια ενός δημοσιογράφου δεν είναι αρκετή για να κινήσει οποιονδήποτε από αυτούς τους μηχανισμούς.
Λίγο καιρό μετά όμως, ο Αλέξης Τσίπρας, στην βουλή, επαναφέρει αυτήν την καταγγελία. Εδώ θα πίστευε κανείς ότι, η έρευνα από οποιαδήποτε από τους τρεις αυτούς μηχανισμούς, θα απέφερε ακόμα μεγαλύτερα κέρδη: Αν δεν αποδεικνύοντω τα λόγια του εκδότη, και αυτός κινδύνευε πιθανότατα νομικά, αλλά και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που τον υπερασπίστηκε, τουλάχιστον πολιτικά, θα δεχόταν ισχυρό πλήγμα. Άλλωστε τώρα είναι πια περισσότεροι οι εμπλεκόμενοι: Στον πρωθυπουργό, που αναφέρεται ονομαστικά, έχουν ηθικά προστεθεί και οι εισαγγελείς, που κώφευσαν, και η δημοσιογραφία που δεν έκανε καμία προσπάθεια να ερευνήσει την αλήθεια (ή το ψέμα) πίσω από αυτήν την καταγγελία. Σιωπή, σαν να μην έγινε.
Παρόλα αυτά, και παρότι είναι μία καταγεγραμμένη στα πρακτικά δήλωση, μία καταγγελία που δεν μπορεί να αγνοηθεί, δεν γίνεται τίποτα απολύτως. Η ΕΣΗΕΑ δεν αντιδρά όπως θα έπρεπε (δεν ξέρω αν αντιδρά καν!) καιο εκδότης συνεχίζει με λίγες (ή καθόλου!) διαφημίσεις, καθώς οι τρεις πλέον θεσμοί που έχουν την ευθύνη να την κατακρεμνήσουν, την αγνοούν.
Στην συνέχεια, γίνονται αυτά που όλοι γνωρίζουμε πάνω-κάτω: Αποφασίζεται το κονδύλι των συνολικά 20 εκατομμυρίων ευρώ (έχω την αίσθηση οτι δίνεται με απευθείας ανάθεση στην εταιρία που το αναλαμβάνει, αλλά δεν το έχω βρει πουθενά, οπότε μην το λάβετε υπόψιν σας – επιβεβαιώνεται απο τον ίδιο τον Υπουργό) , και μάλιστα με κέρδος για την εταιρία περίπου 600.000 ευρώ συνολικά) για την μετάδοση μηνυμάτων για προστασία από την πανδημία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το κόστος πηγαίνει εξ ολοκλήρου στα μέσα που το μεταδίδουν καθώς πχ και ο ηθοποιός πχ ξεκαθάρισε πως δεν δέχθηκε καμία αμοιβή.
Τα μέσα, από την άλλη, δέχθηκαν την αμοιβή τους …αδιαμαρτύρητα, παρότι, σύμφωνα με την αντιπολίτευση, ως μήνυμα είχε νομοθετηθεί να μεταδίδεται απολύτως δωρεάν. Η καμπάνια χωρίστηκε σε δύο μέρη, Μένουμε Σπίτι και Μένουμε Ασφαλείς, και, παρά τις διαρκείς οχλήσεις, σχεδόν αποκλειστικά από την αντιπολίτευση και τις εφημερίδες Documento και Εφημερίδα των Συντακτών, δεν υπήρξε καμία προσπάθεια να γίνει ξεκάθαρο ποιος πήρε τι ποσά, για ποιον λόγο.
Ενδιάμεσα, η έρευνα της Δημοσιογραφίας Χωρίς Σύνορα για την ελευθερία του τύπου παγκοσμίως, φύλασσε για την χώρα μας μία ενδιαφέρουσα αναφορά: κάνει λόγο, ονομαστικά, την εφημερίδα Documento ως θύμα κυβερνητικών/πρωθυπουργικών παρεμβάσεων για τον οικονομικό στραγγαλισμό της ακόμα και από ιδιωτικής μορφής διαφημίσεις επειδή ασκεί κριτική στην κυβέρνηση. Ενώ δεκάδες μέσα κάνουν συνεχείς αναφορές, ή έχουν ακόμα και στήλες ειδικές για την Δημοσιογραφία Χωρίς Σύνορα και τον ρόλο της (ενδεικτικά iefimerida / cnn / newsbeast / thetoc / protagon / antenna / lifo / kathimerini / enikos / real), εντούτοις κανένα δεν έπαιξε αυτήν την συγκεκριμένη αναφορά στην χώρα μας, και στην καταγγελία ότι η κυβέρνηση στραγγαλίζει ένα μέσο που την ελέγχει με αθέμιτους τρόπους – παρότι και σαφή αναφορά στην Ελλάδα είχε, και δεν κατονομαζε τα ίδια τα μέσα ως θύτες, μα ως θύματα μίας κακής πρακτικής. Σιωπή, σαν να μην έγινε.
Πρόσφατα, δύο αποκαλύψεις οδήγησαν σε εξελίξεις. Ο δημοσιογράφος και εκδότης Κώστας Βαξεβάνης αποκάλυψε πως, μέρος της διαφήμισης πήρε ένα site που (κα’τ ομολογία του) διαχειριζόταν ο παρουσιαστής Φουρθιώτης , το οποίο είχε μόλις δύο άρθρα. Η αποκάλυψη αυτή, μαζί με κάποιες ακόμα ..διαρροές για αντίστοιχα sites, οδήγησαν στο να …μπουν και να βγουν άρθρα από το site του Φουρθιώτη (ακόμα και άρθρα που δεν ειχαν χρονική συνάφεια), αλλά κυρίως στην αναφορά της πλήρους λίστας των εταιριών που πήραν διαφήμιση – χωρίς όμως τα ποσά που πήρε το κάθε μέσο.
Σε αυτήν την λίστα υπήρχαν και μέσα που δεν είχαν γραφτεί στο μητρώο εκδοτών, και, σύμφωνα με τις καταγγελίες, δεν επιτρέπεται δια του νόμου να λάβουν οποιασδήποτε μορφής κρατική διαφήμιση. Ούτε ο νόμος, ούτε τα μέσα εδέσησαν να ελέγξουν την είδηση. Σιωπή, σαν να μην έγινε.
Ενδιάμεσα, ο Γιώργος Τράγκας, ένας εκ των γνωστών «δημοσιογράφων» (τα εισαγωγικά από μένα, καθώς δεν θεωρώ ότι εξυπηρετεί ούτε στο ελάχιστο την δημοσιογραφία σε οποιαδήποτε εκ των εκφάνσεών της) κατήγγειλε πως ο πρωθυπουργός πίεσε τον ραδιοσταθμό Παραπολιτικά στον οποίο είχε την εκπομπή του, να σταματήσει την συνεργασία μαζί του. Όταν η συνεργασία πράγματι διακόπηκε, ο δημοσιογράφος προχώρησε σε συγκεκριμένες καταγγελίες σε βίντεό του στο Youtube, στις οποίες ανέφερε πως είχε δεχθεί οδηγίες από τον σταθμό να μην αναφέρει συγκεκριμένο όνομα που πρόσκειται στον πρωθυπουργό, και κυρίως πως ο Κ.Μητσοτάκης τον καθοδήγησε εκ του σύνεγγυς σε προσωπική τους συνάντηση σε γραφείο στο Παγκράτι να «μην αναφέρεται στην γυναίκα του», κάτι που ο δημοσιογράφος «δεν θα έκανε έτσι κι αλλιώς, γιατί δεν χτυπά γυναίκες» (αν και θεωρώ πως οι υποθέσεις που αφορούν την Μαρέβα Γκραμπόφσκι Μητσοτάκη έχουν κυρίως ποινικές και πολιτικές προεκτάσεις). Μετά από μέρες, ο δημοσιογράφος κατείγγειλε πως πάλι το μέγαρο Μαξίμου, πίεσε και πέτυχε να χάσει την δουλειά του από τον τηλεοπτικό σταθμό Action24. Ουδείς, ούτε η κυβέρνηση και ο Κ.Μητσοτάκης που αναφερόταν ονομαστικά στην καταγγελία, ούτε ο νόμος, ούτε κυρίως η δημοσιογραφία εδέησαν να πάρουν θέση ή έστω να την ερευνήσουν. Σιωπή, σαν να μην έγινε.
Τελικά, κάποιες αντίστοιχες διαρροές από τον Κ.Βαξεβάνη με συγκεκριμένα ποσά σε συγκεκριμένα μέσα, παρότι δεν έχουν ακόμα επιβεβαιωθεί, οδήγησαν κάποια από τα μέσα να διαμαρτυρηθούν (επιτέλους) για την σιωπή που υπάρχει στην υπόθεση όσον αφορά το μοίρασμα των ποσών (κάτι που με κάνει προσωπικά να υποψιάζομαι πως οι φρεσκοδιαμαρτυρόμενοι μάλλον ενοχλήθηκαν από τα ποσά που έχουν διαρρεύσει και την μοιρασιά της πίτας).
Άξια αναφοράς παραμένει η στάση του κ. Πέτσα, κυβερνητικού εκπροσώπου, που προχώρησε σε μία απίστευτη για τα πολιτικά αλλά και δημοσιογραφικά χρονικά δήλωση πως η κυβέρνηση έδωσε (άγνωστο ακόμα) μέρος της καμπάνιας στον αντιπολιτευόμενο τύπο (αναφερόμενος στις «Αυγή», «Εφημερίδα των Συντακτών», «Ριζοσπάστης», «Δρόμος της Αριστεράς», ο ραδιοφωνικός σταθμός «ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ» κ.α.) και αυτό δηλώνει την αμεροληψία της(!). Κάποια από τα αναφερόμενα μέσα δήλωσαν τα ποσά που έλαβαν, όπως και άλλα, που ήταν ελάχιστα στο σύνολο της καμπάνιας.
Επιπλέον ο κ. Πέτσας ξεκαθάρισε πως πράγματι, η απόφαση για την εξαίρεση της εφημερίδας Documento ήταν ηθελημένη (επιτρέψτε μου, στους προλόγους μου συνηθίζω να είμαι όσο πιο αμερόληπτος και στυγνός γίνεται, αλλά εδώ οφείλω ένα προσωπικό σχόλιο – ΤΙ ΠΑΡΑΝΟΪΚΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΕΤΑΦΕΡΩ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΜΟΥ) έγινε λοιπόν μία ηθελημένη εξαίρεση γιατί η εφημερίδα προώθησε την αντι-κορωνοϊκή προπαγάνδα με άρθρα όπως «Μένουμε Ταπί» και «κοροδοιός». Ως απάντηση η εφημερίδα παρέθεσε όλη την αρθρογραφία της και τις προσπάθειές της να ενημερωθεί ο κόσμος για τον κορωνοϊό, κάτι που δεν ανταπαντήθηκε ποτέ, αλλά και έκανε συγκεκριμένη αναφορά σε μέσα που χρηματοδοτήθηκαν, και είχαν αποδεδειγμένα αρθρογραφία αντίθετη στις αποφάσεις της κυβέρνησης για περιορισμό της πανδημίας. Επιπλέον, αυτή η (πάλι προσωπικά θεωρώ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ) δήλωση δεν εξήγησε ποτέ γιατί άλλα μέσα, όπως του Σεραφείμ Κοτρώτσου, του enallaktikos.gr του Ανδρέα Ρουμελιώτη, του ThePressProject(*) κλπ έμειναν και αυτά εκτός της διαφημιστικής πίτας που μοιράστηκε.
Αυτά τα ολίγα έχουν γίνει ως τώρα. Όχι μόνο αυτά, καθώς υπήρξαν καταγγελίες για πολύ μεγάλα ποσά και για την απευθείας επιλογή της εταιρίας που έκανε την διανομή ως εταιρία που ανέλαβε την καμπάνια της ΝΔ, αλλά αυτά που πιάνουν ένα πολύ συγκεκριμένο γαϊτανάκι:
Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση δεν απαντούν στις καταγγελίες. Οι καταγγελίες αυτές, αφορούν παρέμβασή του για να αλλάξουν ειδήσεις, να επηρεαστούν δημοσιογράφοι, προσωπική παρέμβασή του σε εταιρείες για να μην διαφημιστούν σε μέσα που δεν είναι της αρεσκείας του, κυβερνητική απόφασή του να γίνει άσκοπη χρηματοδότηση ενώ υπήρχε νόμος που θα βοηθούσε να μην σπαταληθεί πολύτιμο κρατικό χρήμα, κυβερνητική απόφασή του να δοθούν παράνομα χρήματα σε μέσα που δεν επιτρεπόταν να πάρουν κρατικό χρήμα, και επηρεασμό στο ποιος πήρε, και ποιος όχι, μερίδιο από αυτά τα είκοσι εκατομμύρια.
Ισχύουν; Κανένας δεν μπορεί να ξέρει, καθώς η δημοσιογραφία στο σύνολό της, αρνείται πεισματικά να αναζητήσει την αλήθεια ή το ψέμα πίσω από αυτές τις καταγγελίες.
Κάποιες από αυτές, θα μπορούσαν να κινήσουν και εισαγγελικές διαδικασίες καθώς – ως καταγγελίες- υποψιάζομαι πως αφορούν παρανομίες. Η εισαγγελείς πάντως δεν έχουν ξεκινήσει καν να αναρωτιούνται μήπως δεν πήγαν όλα σωστά, και να διευκάνουν την υπόθεση και τις καταγγελίες.
Ο τρίτος πόλος όμως, είναι και ο δυσκολότερος. Εκεί, οφείλουμε να σταθούμε «πολύ σχολαστικά»: στην δημοσιογραφία.
Από την πρώτη στιγμή, η δημοσιογραφία ειδικά σ’ αυτήν την υπόθεση που την αφορούσε άμεσα, δεν έκανε την δουλειά της. Κώφευσε στις (απίστευτες) καταγγελίες Βαξεβάνη για πρωθυπουργικές παρεμβάσεις στο μοίρασμα ιδιωτικών/εταιρικών διαφημίσεων, ενώ θα έπρεπε να προστατεύσει τον ρόλο της – όχι μόνο από τον πρωθυπουργό, μα και από τον ίδιο τον Βαξεβάνη! Διότι, όταν κάποιος λέει «προσπαθούν να με φιμώσουν κλείνοντας μου την διαφημιστική κάνουλα» αυτό αφήνει ένα ξεκάθαρο υπονοούμενο ότι δεν προσπαθούν να φιμώσουν αυτούς που δεν ενοχλούν – δηλαδή, όλους τους υπόλοιπους! Και, όταν όλοι αυτοί οι υπόλοιποι δεν παίρνουν ξεκάθαρα θέση, με μία έρευνα που θα φώτιζε την αλήθεια είτε υπέρ του δημοσιογράφου, είτε κατά, τότε οι καταγγελίες για έλεγχο οδηγούν σε μία απολύτως δικαιολογημένη καχυποψία.
Καθώς, για να γίνει απόλυτα κατανοητό, όταν πλέον τίθεται θέμα διαφήμισης και το σε ποια μέσα μοιράστηκε, πάλι η δημοσιογραφία έκανε πως το θέμα δεν υπήρχε και το αγνόησε – παρότι ήταν, πλέον, ξεκάθαρα είδηση, δεν βγήκε καν να πει το αυτονόητο: «ήμουν εγώ, και πήρα τόσα (κρατικά) χρήματα με βάση αυτές τις μετρήσεις». Διότι όταν πλέον όλοι αναρωτιούνται ποια ήταν τα ποσά, και που πήγαν, είναι κόντρα σε κάθε ρόλο, και σε κάθε λειτουργημα δημοσιογραφικό να αποκρύπτεις μία είδηση ειδικά στον βαθμό που σε αφορά, και με την καταγγελία ότι με αυτά τα χρήματα εξαγοράζεται η σιωπή σου!
Όχι μόνο αυτό, φυσικά. Όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παραδέχεται, δημόσια, ότι υπάρχουν και (λίγα, ενοχλητικά) αντιπολιτευτικά μέσα, και αναφέρει …πέντε, τότε προσβάλλει στον πιο απίστευτο βαθμό το σύνολο του τύπου, που οφείλει να ελέγχει την εξουσία και προφανώς δεν το κάνει – ειδικά όταν χρηματοδοτείται άμεσα, κρυφά, και μυστικά από αυτήν! Μόνο εγώ επιτέλους αντιλαμβάνομαι την ύψιστη προσβολή απέναντι στην δημοσιογραφία;! Είναι δυνατόν να μην εξοργίζεται κανείς απο τους εμπλεκόμενους;!
Και επιπλέον: όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παραδέχεται, δημόσια, ότι η κυβέρνηση, μόνη της, εν κρυπτώ, χωρίς κανέναν έλεγχο ή διαφάνεια, χωρίς καμία οδηγία ή λειτουργία βάση κανόνων, εξαίρεσε από κυβερνητικό χρήμα ΕΝΑΝ δημοσιογράφο, επειδή …έτσι έκρινε σκόπιμο, θα έπρεπε, και να μου συγχωρείτε την έκφραση, να πέσουν οι τοίχοι – καθώς, δεν προσβάλλει πλέον μόνο την δημοσιογραφία, μα προσβάλλει πλέον και την ίδια την δημοκρατία άμεσα!
~
Η δημοσιογραφία έχει νόημα μόνο όταν ελέγχει την εξουσία. Έχω μία πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για την θέση της αυτήν την στιγμή, για τον ρόλο και την αξιοπρέπειά της. Καταφέρνουν όμως να είναι ακόμα και έτσι αδιανόητα όσα συμβαίνουν σήμερα. Το κρατικό χρήμα ρέει προς μία κατεύθυνση, οι δημοσιογράφοι σιωπούν εκεί που τους έχουμε περισσότερο ανάγκη, αρνούνται να κάνουν όσα το λειτούργημά τους επιτάσσει, και η σιωπή τους πληγώνει ανεπανόρθωτα τον ρόλο που τόσο ανάγκη έχουμε. Αυτά τα ποσά όμως, μπορεί να απαιτήσουν και κάτι σαν αντάλλαγμα. Μπορεί να απαιτήσουν κάποιες ειδήσεις να ξεχαστούν. Κάποιες άλλες να παραποιηθούν. Μπορεί να απαιτήσουν την σιωπή.
Και εδώ, προφανώς, βλέπουμε το αποτέλεσμα αυτής της χρηματοδότησης: Μέσω διαφημίσεων τραπεζών, ιδιωτικών διαφημίσεων και κρατικών διαφημίσεων, ο τύπος δεν ελέγχει ούτε κατ’ ελάχιστο την εξουσία – η εξουσία ελέγχει απόλυτα, ολοκληρωτικά οικονομικά τον τύπο. Και γίνεται σε τόσο μαζικό βαθμό, που είναι εξισου απολύτως τρομαχτικό: δεν είναι λίγοι που είναι ελεγχόμενοι και που δεν μιλούν, είναι μια ασύλληπτη δυστοπία όπου ΟΛΟΙ κρύβουν, συνωμοτικά, ο ένας τον άλλον, ένοχο και αθώο μαζί.
Γιατί θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι επιπλέον εδώ: η δημοσιογραφία (όχι «η σωστή δημοσιογραφία», γιατί δεν υπάρχει «λάθος δημοσιογραφία», όπως και η δικαιοσύνη, όταν δεν γίνεται σωστά έτσι δεν είναι δικαιοσύνη), η δημοσιογραφία λοιπόν, οφείλει να μας προστατέψει από κάθε ψέμα. Αν ο Βαξεβάνης είπε ψέματα, αν δεν μπορεί να υποστηρίξει τις καταγγελίες του, πρέπει να τιμωρηθεί. Αν ο πρωθυπουργός δεν έκανε όσα του προσάπτουν, πρέπει να αθωωθεί στην κοινή γνώμη. Η αλήθεια δεν μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα κατα πως μας βολεύει, ένα έχει, και για κάποιον η τιμωρία αξίζει.
Αυτό που δεν έχει δικαιολογία, είναι η σιωπή. Είναι άλλο να λες ψέματα, και να κριθείς γι’ αυτό, και αν είπες όντως να τιμωρηθείς, και είναι άλλο να μην υπερασπίζεσαι τον ρόλο σου, και να παραμένεις σιωπηλός σε τόσο κοσμοιστορικά γεγονότα για την ελλάδα. Φορώντας την μάσκα της σιωπής, δεν προστατεύεις ούτε τους άλλους, ούτε εσένα από τον ιο της διαφθοράς που απειλεί να διαλύσει το σημαντικότερο μέσο προστασίας που έχουμε ως κοινωνία απέναντι στην εξουσία.
Εκεί, έχεις κριθεί ήδη.
Γιατί αυτό που δεν έχει πρόσωπο, και αυτό που τιμωρεί τελικά όλους μας, είναι η σιωπή, και, σήμερα, η δημοσιογραφία καταγγέλθηκε χρηματιζούμενη και σιωπηρή, κρίθηκε ξεκαθαρα ως σιωπηρή, και μας καταδίκασε όλους να χάσουμε την δημοκρατία μας με την σιωπή της.
Δεν υπάρχει ούτε γυρισμός, ούτε συγχώρεση από το σημείο που έχουμε φτάσει αυτήν την στιγμή. Σε αυτήν την ασύλληπτα μαζική έλλειψη ενημέρωσης, δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να ξεχωρήσει ένα ψήγμα ελπίδας για το λειτούργημα της δημοσιογραφίας. Ας ξεχωρίσουμε ο καθένας τους δύο, τρεις που θεωθούμε ότι τιμούν την αξιοπρέπειά τους και το έργο τους στην δημοσιογραφία, και ας αφήσουμε αυτό που μέχρι τώρα ονομάζαμε «δημοσιογραφία» να σβήσει, είτε με κραυγές, είτε αθόρυβα όπως της αξίζει και όπως επέλεξε η ίδια για τον εαυτό της. Ας θυμηθούμε πολύ προσεκτικά κάθε δημοσιογράφο που αντέδρασε, που μίλησε και εκτέθηκε, και κάθε «δημοσιογράφο» που σιώπησε, που κρύφτηκε πίσω από είκοσι εκατομμύρια λόγους για να μην μιλήσει, που κοιμήθηκε με την γνώση στο μαξιλάρι του, και ας τον καταδικάσουμε στην αφάνεια που τόσο έντεχνα στόλισε τον εαυτό του μ’ αυτήν όταν το είχε ανάγκη.
Και ας θάψουμε και την δημοκρατία μαζί της. Χωρίς την βάση της δημοσιογραφίας, δεν υπάρχει πια ελπίδα ούτε γι’ αυτήν, ούτε για την δικαιοσύνη.
Ας το αποδεχθούμε πια, μήπως και κάνουμε ό,τι πρέπει κάποια στιγμή επιτέλους, για να πάμε παρακάτω.
~
Υ.Γ.: Το ThePressProject μου ανέφερε πως δεν θα έκανε δεκτή την διαδικασία ανάρτησης μετ’ αμοιβής κρατικών διαφημίσεων λόγω καταστατικού και αρχών – αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν τους ζητήθηκε ποτέ.
Υ.Γ.: Έχει ξεκινήσει μία γραμμή, και από δημοσιογράφους και από πολιτικούς, στο πνεύμα «όλα τα χρήματα για κρατικές διαφημίσεις από δεκαετίας». Μου θυμίζει, προσωπικά, το All lives matter έναντι του Black lives matter – η γενίκευση για να αποφύγουμε το συγκεκριμένο πρόβλημα. Ναι, all lives matters, πράγματι, και ναι, είναι σημαντικό να δούμε όλες τις κυβερνητικές διαφημίσεις σε μέσα της τελευταίας δεκαετίας, πράγματι – αλλά αυτήν την στιγμή μιλάμε για τα είκοσι εκατομμύρια ευρώ, για την έρευνα και την κρίση μίας συγκεκριμένης κυβέρνησης που πήρε συγκεκριμένες αποφάσεις και έκανε συγκεκριμένες ενέργειες, μιλάμε για την ασύλληπτη παραδοχή επιλεκτικότητας, για την σκοτεινή επιλογή μέσων χωρίς διαφανή κριτήρια, για το σύνολο σχεδόν των μέσων που πήραν χρήματα, για το ίδιο σχεδόν σύνολο σχεδόν των μέσων που δεν έκαναν έρευνα πρώτα απ’ όλα του κλάδου τους του λειτουργήματός τους, και για ο,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το αύριο της δημοκρατίας μας.
Υ.Γ. Επειδή μπορεί να μην έχει καταστεί σαφές το επίπεδο της υπόθεσης αυτής, ο κ. Πέτσας φροντίζει, με όποιον τρόπο μπορεί, να μας το υπενθυμίζει. Στον έλεγχο που του ασκείται για την μη δημοσιοποίηση των αποδεκτών και των ποσών που τους αντιστοιχούν για την κρατική διαφημιστική καμπάνια, ο κ. Πέτσας απαντά κάνοντας αναφορά σε δημοσιεύματα πως η εφημερίδα Documento που έχει αναδείξει την υπόθεση, έχει πάρει αυξημένη διαφήμιση από ΔΕΚΟ και τράπεζες στο παρελθόν, επι διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – την ονοματίζει μάλιστα, σε ποσό μεγαλύτερο των 1,8 εκατομμυρίων ευρώ. Η εφημερίδα απαντά, καταγράφοντας μεν τα ποσά από τις ΔΕΚΟ (τα μέτρησα, είναι 214.856 ευρώ για δύο ουσιαστικά χρόνια), και αναφέροντας πως τα ποσά από τις τράπεζες είναι, έτσι και αλλιώς, φανερά μέσω διαφάνειας (είναι υποχρεωμένες να τα αναφέρουν). Δεν ξέρω πόσα είναι από τις τράπεζες, είναι εύκολο να το μάθουμε, μα υποψιάζομαι πως 1.6 εκατομμύρια δεν θα βγουν…
Δεν υπάρχει λόγος όμως να μπει κανείς στο τρυπάκι να υπερασπιστεί κανείς την εφημερίδα ή όχι, το ζητούμενο εδώ για μένα τουλάχιστον είναι άλλο: ο υπουργός που εγκαλείται για το αν κάνει σωστά την δουλειά του, επιτίθεται μέσω του κρατικού βήματός του στο μέσο που κατά δήλωσή του τον εγκαλεί, κατηγορώντας το (σύμφωνα με …δημοσιεύματα) ότι πήρε και εκείνο κρατικό χρήμα – και μάλιστα πολύ! Δηλαδή τι; Να σταματήσει να μιλά γιατί πήρε «πολλά»; Να μην ασκεί έλεγχο γιατί «έφαγε χρήμα με τους προηγούμενους που στηρίζει»; Είναι ποτέ δυνατόν να ακολουθείται, απο μία κυβέρνηση, αυτή η τακτική του επιλεκτικού συμψηφισμού; Είναι δυνατόν να επιτίθεται σε ΕΝΑ μόνο μέσο, για να ξεκαθαρίσει ποιο επιχείρημα, ότι πήραν πολλά και γι’ αυτό τώρα γκρινιάζουν; Και αν άλλα μέσα, πήραν τα ίδια ή περισσότερα στο παρελθόν, και τωρα ΔΕΝ ΓΚΡΙΝΙΑΖΟΥΝ, δεν αφήσει αυτό μια ακόμα μεγαλύτερη υπόνοια διαφθοράς και ένα ακόμα μεγαλύτερο στίγμα στην δημοσιογραφία;
Πηγή: arkoudos.com